.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κυριακή Προσευχή



Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος πίστις μας δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες ἢ τὶς φιλοσοφίες ἢ ἀκόμη καὶ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς τὸν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι ὁ θεὸς τῶν φιλοσόφων, δηλαδὴ μία ἰδέα ἢ μία ὑψίστη ἀπρόσωπη ἀρχὴ ἢ μία θρησκευτικὴ ἀξία, στὴν ὁποία ἀναγόμαστε ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς κατώτερες ἀξίες.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ Θεὸ προσωπικό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του σὲ ἐμᾶς διὰ τοῦ δευτέρου προσώπου Του, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώνεται, κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο, θαυματουργεῖ, σταυρώνεται, ἀνίσταται ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀποστέλλει τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μᾶς ἑνώση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ ἀποκαταστήση τὴν διαταραχθεῖσα σχέσι μαζί Του. Νὰ μᾶς φέρη σὲ προσωπικὴ συνάντησι, κοινωνία, καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικός, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ μαζί Του σχέσι ποὺ καλλιεργεῖ ἡ προσευχή. Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν ἰδέα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μὲ λογικὲς ἀποδείξεις. Προσεύχου καὶ ἀγάπα τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσης, μποροῦμε νὰ ποῦμε σὲ κάποιον ποὺ ψάχνει γιὰ τὸν Θεό.

Διά τῆς προσευχῆς ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς γίνεται σὲ μᾶς προσιτός. Ὁ ἄγνωστος Θεὸς γίνεται γνωστός. Ὁ ξένος Θεὸς γίνεται οἰκεῖος καὶ φίλος.
Αὐτὸν τὸν δρόμο μᾶς ὑπέδειξε ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς προσευχόταν συχνὰ“ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ”.
Μᾶς δίδαξε ἀκόμη ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα μὲ ταπείνωσι, ἀμνησικακία, ὑπομονή. Μᾶς ἄφησε δὲ καὶ τύπον, ὑπόδειγμα προσευχῆς τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους τους χριστιανοὺς “Κυριακὴ Προσευχή”, τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.
Ἡ ἀξία τῆς προσευχὴ αὐτῆς εἶναι ἀνθρωπίνως ἀνεκτίμητος:
Πρῶτον, διότι εἶναι θεοπαράδοτος.
Δεύτερον, διότι μὲ αὐτὴν προσευχήθηκαν καὶ ἁγιάστηκαν ἡ Παναγία μας, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὅσιοι Πατέρες, οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων.
Τρίτον, διότι συνοψίζει ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλα τὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο: “Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσα προξένησε μὲ τὴν κένωσή Του κατὰ τὴν σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκουμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσω τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα”. Εἶναι δὲ τὰ δῶρα αὐτὰ ἑπτά: “Θεολογία, υἱοθεσία διὰ τῆς Χάριτος, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνιο ζωή, ἀποκατάστασις τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυσις τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, καὶ κατάργησις τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη”1. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου ἀπαγγέλλεται 16 φορές, κατὰ δὲ τὴν Μέγ. Τεσσαρακοστὴ 22 φορές.
Εἶναι ἀκόμη τρόπον τινὰ καὶ μία σύνοψις τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἄς ἐντρυφήσωμε στὰ θεία καὶ σωτήρια νοήματά της, μὲ χειραγωγοὺς τοὺς ἁγίους Πατέρας μας, ὥστε νὰ τὴν προσευχώμεθα μὲ περισσότερο πόθο καὶ ἐπίγνωσι.
Πάτερ
Ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ αὐτὴ τὴν ἐπίκλησι. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα.
Πατέρα, γιατί εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης μας. Ὁ χορηγός τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς.
Πατέρα, γιατί γιὰ μᾶς τούς χριστιανοὺς εἶναι καὶ ὁ χορηγός του εὖ εἶναι, τῆς υἱοθεσίας, τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρὸ Χριστοῦ, λόγω τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, εἴμεθα ὄχι μόνο χωρισμένοι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί Του. Ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὸν σταυρικό Του θάνατο μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάριν παιδιά Του. Τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας ἐλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι ἐγίναμε καὶ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Εἶναι λοιπὸν Πατέρας, γιατί μᾶς δίδει τὴν ζωὴ· καὶ ὄχι μόνο τὴν ζωή, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τὴν ζωή Του.
Καὶ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Ὁ γὰρ Πατέρα εἰπών τὸν Θεόν, καὶ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν καὶ κολάσεως ἀναίρεσιν καὶ υἱοθεσίαν καὶ κληρονομίαν καὶ ἀδελφότητα τὴν πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ Πνεύματος χορηγίαν, διὰ τῆς μίας ταύτης ὡμολόγησε προσηγορίας”2. Προσφωνοῦντες τὸν πανάγιον Θεὸν καὶ παντοδύναμον Δημιουργόν τοῦ παντὸς “Πατέρα”, ὁμολογοῦμε ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς τὰ ἀνάξια παιδιά Του, καὶ μάλιστα διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ ἐπίκλησις “Πάτερ” μᾶς ἀνάγει στὸ τριαδικό τοῦ Θεοῦ.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: “Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως ν’ ἀρχίσουν (οἱ προσευχόμενοι) ἀπὸ τὴν θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθομε εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα”3.
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του μᾶς ἐπιτρέπει καὶ προτρέπει νὰ τὸν ὀνομάζουμε πατέρα μας.
Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου.
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς κατὰ τὸ ψαλμικό, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ὑψωθῶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητά, τὰ ἀλλοιούμενα καὶ μεταβαλλόμενα, στὸν Ἀμετάβλητο καὶ Ἀναλλοίωτο καὶ μὲ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἄτρεπτη καὶ ἀκλινῆ νὰ Τὸν οἰκειωθῶ πρῶτα μὲ τὴν προαίρεσί μου καὶ ἔπειτα νὰ Τὸν ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν πολὺ οἰκεία ἐπίκλησι καὶ νὰ εἰπῶ: «Πατέρα». Τί ψυχὴ πρέπει νὰ ἔχει αὐτὸς πού ἔτσι θὰ ὁμιλήση στὸν Θεό; Πόση παρρησία; Ποιὰ συνείδησι;”4. Μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο τὸ δῶρο. Ὅσες φορὲς θελήσουμε, μποροῦμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πατέρα μας. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀξιωθῆ καὶ λάβη αἰσθητῶς τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καὶ αἰσθάνεται καρδιακὰ τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν υἱότητα τὴν ἰδική του. Αἰσθάνεται υἱικὴ καὶ τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Αἰσθάνεται ὡς φιλοπάτωρ υἱὸς φιλοστόργου Πατρός.
Τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κράζει στὴν καρδιὰ μας ἀββᾶ ὁ Πατήρ, δηλαδὴ Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αὐτὴ τὴν τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. “Ότι δὲ ἐστὲ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον: ἀββᾶ ὁ πατήρ”.
Κατ’ εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γινώμεθα ἀληθινοὶ πατέρες, πνευματικοὶ ἢ σαρκικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὀνομάζουμε τὸν Θεὸν Πατέρα κατ’ ἀναλογίαν τῶν ἀνθρώπων πατέρων, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους πατέρας κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, “ἐξ οὗ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον, πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται”5.Ἂν οἱ ἐπίγειοι πατέρες ἀντανακλοῦν τὴν χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανίου Πατρός, τότε εἶναι καὶ ἀληθινοὶ πατέρες. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ καὶ γνήσιοι πατέρες καὶ δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν κάτι οὐσιαστικὸ στὰ παιδιά τους. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν γνήσιοι καὶ σωστοὶ πατέρες.
Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὑποφέρουν σήμερα γιατί δὲν γνώρισαν ἕνα ἀληθινὸ καὶ στοργικὸ πατέρα;
Ἑτερόδοξος χριστιανός, ποὺ προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, εἶπε ὅτι ἔγινε ὀρθόδοξος γιατί μόνο στὴν Ὀρθοδοξία βρῆκε πνευματικοὺς πατέρας, χάρισμα ποὺ χάθηκε στὸν δυτικὸ χριστιανισμό.
Θυμοῦμαι τὴν περίπτωση τοῦ Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκὶλ Γκεωργκίου πού, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, στὸ πρόσωπο τοῦ πτωχοῦ ἀλλὰ ἁγίου ἱερέως πατέρα του εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ διάστημα τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του.
Προσφωνώντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική Του πρόνοια γιά μᾶς. Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Δὲν βρισκόμαστε στὴν ζωὴ γιατί ἔτσι τὸ θέλει κάποια τύχη ἢ τυφλὴ εἱμαρμένη. Εἴμαστε πλάσματα τῆς ἀγάπης Του καὶ βρισκόμαστε συνεχῶς κάτω ἀπὸ τὴν πατρική Του παρακολούθησι καὶ φροντίδα. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα καὶ θεραπεύουσα ἀγάπη Του.
Τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: “Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, διατὶ μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον, ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμεν, τόσες χιλιάδες-μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποιὸν τὰ ἔκαμε; διά τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρεωστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκανε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλον ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν Κόλασιν, ἀλλὰ καρτερεῖ τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάνωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν καί, ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσεν καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπη μας;6.
Συναίσθημα λοιπὸν ἀσφαλείας, ποὺ διώχνει κάθε ἀνασφάλεια καὶ ἄγχος, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπίκλησι τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα μας.
Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει γιά μᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἀντάξια τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: “Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστὶ” (Λουκ. 6, 36). “Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν” (Ματθ. 5, 48).
Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Διὰ τοῦτο ὁ Κύριός μας παραγγέλλει τί λογῆς νὰ προσευχώμεθα πρὸς τὸν κατὰ χάριν Πατέρα μας, διὰ νὰ φυλαττώμεθα πάντοτε ὑποκάτω εἰς τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας ἕως τέλους· εἰς τὸ νὰ εἴμεθα δηλαδὴ τέκνα Θεοῦ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐργασίαν καὶ πράξιν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁπού δὲν κάμνει ἔργα πνευματικὰ ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ σατανικά, ὁ τοιοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζη Πατέρα τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν ἐναντίον Διάβολον κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου μας: “Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ Διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν” (Ἰωάν. 8, 44)· ἤγουν, ἐσεῖς εἶσθε γεννημένοι κατὰ τὴν κακίαν ἀπὸ τὸν πατέρα σας τὸν Διάβολον, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς σας ἀγαπᾶτε νὰ κάμνετε. Μᾶς προστάζει δὲ νὰ τὸν ὀνομάζωμεν Πατέρα μας, ἕνα μέν, διὰ νὰ μᾶς πληροφορήση πὼς ἐγεννήθημεν κατὰ ἀλήθειαν τέκνα Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἄλλο δέ, ὅτι πρέπει νὰ φυλάττωμεν καὶ τὰ σημάδια, ἤγουν τὰς ἀρετάς τοῦ Πατρός μας, ἐντρεπόμενοι τρόπον τινὰ τὴν συγγένειαν ὁπού ἔχομεν μὲ αὐτόν”7. Ἠμῶν
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριός μας διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ Πάτερ ἡμῶν. Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωιστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ. Ἔτσι ἡ καρδιὰ μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τούς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγω τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τούς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγω τῆς κοινῆς πίστεώς μας καὶ κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπιπλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.
Πῶς μπορεῖς νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ὡς ἀδελφούς;
«Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχό, ἀφοῦ στὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι.
Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα καὶ ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο»8.
Ὅπως θὰ ἰδοῦμε περαιτέρω, καὶ τὰ λοιπὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ξεπεράσουμε τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμὸ καὶ ἐγωκεντρισμό μας, τὴν φιλαυτία, καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε καὶ προσφερθοῦμε στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ τὴν φιλοθεΐα, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν φιλανθρωπία-φιλαδελφία.
Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Ὁ Πανάγιος Θεὸς εἶναι Πατέρας μας, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ἐν τοῖς οὐρανοῖς Πατέρας. Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “Τὸ δὲ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅταν εἴπη, οὐκ ἐκεῖ τὸν Θεὸν συγκλείων τοῦτο φύσιν, ἀλλὰ τῆς γῆς ἀπάγων τὸν εὐχόμενον καὶ τοῖς ὑψηλοῖς προσηλῶν χωρίοις καὶ ταῖς ἄνω διατριβαῖς”9. Δὲν περιορίζει δηλαδὴ τὸν Θεὸ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ ὑψώνει ἀπὸ τὴν γῆ τὸν προσευχόμενο καὶ τὸν προσηλώνει στοὺς ἀνώτερους χώρους καὶ τὶς ἄνω κατοικίες.
Τὴν ἁγιότητα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δηλώνει τὸ “ἐν οὐρανοῖς” καὶ ὄχι τὸν τόπο τοῦ πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ.
Ἔτσι θεολογεῖ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Διότι ἡ διάστασις ἀνάμεσα στὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι τοπική, ὥστε νὰ χρειαστοῦμε κάποιο τέχνασμα ἢ κάποια ἐπινόησι, γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὸ βαρὺ καὶ παχυλὸ καὶ χωμάτινο τοῦτο σαρκίο στὴν ἀσώματο καὶ νοερὰ διαγωγή. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι νοητῶς χωρισμένη ἀπὸ τὸ κακό, στὴν προαίρεσι μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἀποκεῖται τὸ νὰ εἶναι σὲ ἐκεῖνο, πρὸς τὸ ὁποῖο κλίνει μὲ τὴν ἐπιθυμία του”10.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς δίδει τὴν πρακτικὴ καὶ ἠθικὴ συνέπεια τῆς φράσεως αὐτῆς: “Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Πατέρας μας εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ βλέπωμεν μὲ τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄχι κάτω εἰς τὴν γῆν ὡσὰν τοὺς χοίρους, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν γλυκύτατόν μας Σωτήρα καὶ Δεσπότην καὶ εἰς τὰ οὐράνια κάλλη τοῦ Παραδείσου. Ὄχι μόνον εἰς καιρὸν προσευχῆς, ἀλλὰ παντοτεινά καὶ εἰς κάθε καιρὸν πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ μὴ σκορπίζεται ἐδῶ κάτω εἰς τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα”11.
Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
Εἶναι τὸ πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Τὸ “ἁγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο.
Δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ὁ ἄκτιστος Θεὸς τὴν ἀνάγκη νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ κτιστά του πλάσματα. Θέλει ὅμως νὰ τὸν δοξάζουμε, γιατί αὐτὸ ὠφελεῖ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ δοξάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ δόξα ψευδῆ, ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Ἡ φιλοδοξία εἶναι γέννημα τῆς φιλαυτίας.
Δοξάζοντας τὸν Θεὸ τοποθετούμεθα σωστὰ στὸν κόσμο, ἀναγνωρίζοντας τὸν Θεὸ ὡς ἄξιο δόξης, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ Πατέρας, ὁ Πανάγιος, ὁ Λυτρωτής, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος, τὸ Κέντρο τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα πλάσματά Του, ποὺ ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε γιατί ἐκεῖνος τὸ θέλει.
Δοξάζοντας τὸν ἑαυτό σου ἐξαπατᾶσαι. Δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζεις τὴν φύσι σου, τὸν προορισμό σου, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, δὲν εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, δὲν εἶσαι ἀπὸ μόνος σου ἄπειρος καὶ ἀθάνατος. Μὲ ἄλλα λόγια δέχεσαι τὰ ὅριά σου.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τὸν ἑαυτό τους δὲν μποροῦν νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 5, 44). Αὐτὸ παθαίνει καὶ ἡ σύγχρονη οὐμανιστική μας φιλοσοφία, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου. Τὴν στάσι τοῦ οὐμανιστοῦ ἀνθρώπου συνοψίζει ὁ Γάλλος ἄθεος συγγραφεὺς Ζ. Π. Σάρτρ, ὅταν λέγη πρὸς τὸν Θεό: “Ὅταν ὑπάρχης Σύ, δὲν μπορῶ νὰ ὑπάρχω ἐγώ. Ἢ Σὺ ἢ ἐγώ”.
Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀληθινὰ δοξάζεται, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, ὅταν μέσα στὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνη ὄχι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ψευδοθεός, ἀλλὰ Θεὸς κατὰ Χάριν, ἄναρχος, καὶ ἀτελεύτητος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.
Οἱ πρόσφατες πολιτικὲς ἐξελίξεις στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη ἔδειξαν γιὰ μία ἀκόμη φορά πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, θεοποιοῦν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ τὸν δοξάζουν ὡς θεό. Τὰ εἴδωλα ὅμως πέφτουν καὶ οἱ ἀρνούμενοι νὰ δοξάσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ βρίσκονται στὸ χάος.
Καὶ ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ δοξάση τὸν Θεό, στὸ τέλος ἀντὶ δόξης περιβάλλεται τὴν ἀθλιότητα ἀκατονόμαστων παθῶν καὶ κακιῶν.
Οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ συντελέσουν στὸ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ὅταν ζοῦν ζωὴ ἁγία. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Κυρίου: “Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. 5, 16).
Ἀντίθετα ὅταν δὲν ἔχουμε πολιτεία ἀντάξια τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον πιστεύουμε, “βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔθνεσι” (Ρωμ. 2, 24). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ “ἁγιασθήτω τὸ ὄνομα σου” σημαίνει τελικά, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο: “καταξίωσον… οὕτως ἡμᾶς βιοῦν καθαρῶς, ὡς δι’ ἡμῶν ἄπαντας σὲ δοξάζειν”12. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, εἶναι δεῖγμα τελείας φιλοσοφίας τὸ νὰ δίδουμε σὲ ὅλους τὸ παράδειγμα ἀκηλίδωτου βίου, ὥστε κάθε ἕνας ποὺ μᾶς βλέπει νὰ ἀναπέμπη στὸν Κύριο τὴν δοξολογία γι’ αὐτὸ.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δοξάζεται, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἀδιάλειπτα, καρδιακὰ καὶ νοερὰ κράζουν: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”. Ἐλέχθη ἤδη ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θείου ὀνόματος ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, δοξάζεται καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρία θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”, εἶναι σύνοψις τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἐπίκλησις καὶ τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα συνοψίζονται στὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ τὰ τρία τελευταῖα στὸ “ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”.
Ἔτσι ἡ εὐχὴ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, καὶ ἀκόμη προετοιμάζει τὸν εὐχόμενο νὰ λέγη μὲ περισσότερο ζῆλο καὶ πνευματικὴ αἴσθησι τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.
Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου
Ὅταν ὁ Θεὸς βασιλεύη στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται, εἰρηνεύει, ἀναπαύεται, ἁγιάζεται. Ὅταν δὲν βασιλεύη ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτεθειμένος στὴν τυραννία τοῦ διαβόλου ποὺ τὸν ὑποδουλώνει στὰ πάθη, στὴν φιλαυτία καὶ τὸν φέρνει στὴν ἀνία, στὸ κενό, στὴν πλῆξι, στὴν μοναξιά, κάνοντας τὴν ζωὴ του κόλασι.
Ὁ σημερινὸς κόσμος ποὺ ἀρνεῖται τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, βασανίζεται ἀπὸ φρικτὲς δαιμονικὲς καταστάσεις, ὅπως τὴν μαγεία, τὶς δεισιδαιμονίες, τὰ ναρκωτικά, τὴν τρομοκρατία, τὰ ἐγκλήματα, τὴν διάλυσι τῆς οἰκογενείας.
Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ ζητοῦμε νὰ ἔλθη ἡ Βασιλεία του, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύσις αὐτοθελήτως ἐσκλαβώθη εἰς τὸν ἀνθρωποκτόνον Διάβολον, διὰ τοῦτο μᾶς προστάζει ὁ Κύριός μας νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν πικράν τυραννίαν τοῦ Διαβόλου. Ἀλλεοτρόπως δὲ τοῦτο δὲν γίνεται πάρεξ ἐὰν ἔλθη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς, ἤγουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ ἀποδιώξη ἀπὸ λόγου μας τὸν τύραννον ἐχθρὸν καὶ νὰ βασιλεύση εἰς ἡμᾶς… Διά τοῦτο πρέπει νὰ λέγωμεν κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον: «Ἐλθέτω τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον, ὅπως καθαρίση ἡμᾶς ὁλικῶς ψυχὴ τε καὶ σώματι»· ἤγουν, ἂς ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ μᾶς καθαρίση τελείως καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, διὰ νὰ γίνωμεν κατοικία ἀξία εἰς τὸ νὰ ὑποδεχθῶμεν ὅλην τὴν Ἁγίαν Τριάδα διὰ νὰ βασιλεύση εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Θεὸς εἰς ἡμᾶς, ἤγουν εἰς τὰς καρδίας μας, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν” (Λουκ. 17, 21)13.
Μᾶς λέγει ἡ Γένεσις ὅτι κατὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου σκότος ἐκάλυπτε τὴν ἄβυσσο καὶ Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω του ὕδατος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδιωξε τὰ σκοτάδια καὶ ἐμορφοποίησε τὸ χάος. Σκότος καὶ χάος βασιλεύει καὶ στὸ ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατοικήση μέσα του, καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίζεται, βρίσκει τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία καὶ ἑνότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ “Βασιλεῦ οὐράνιε”, ποὺ εἶναι ἐπέκτασις τοῦ “ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, λέμε: “ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος καὶ σῶσον ἀγαθὲ τὰς ψυχάς ἡμῶν”.
Γράφει σχετικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Ἂν λοιπὸν ζητήσουμε νὰ ἔρθει σ’ ἐμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ νὰ ἱκετεύσομε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας: Ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴ φθορά, νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὸ θάνατο, νὰ μοῦ χαλαρωθοῦν τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ μὴ βασιλεύει ἐπάνω μου ὁ θάνατος, ν’ ἀδρανήσει πιὰ ἡ ἐναντίον μου τυραννικὴ ἐξουσία τῆς κακίας, νὰ μὴ μὲ νικήσει ὁ ἐχθρὸς οὔτε νὰ μ’ αἰχμαλωτίσει μὲ τὴν ἁμαρτία΄ ἀλλὰ ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα ἡ βασιλεία σου, γιὰ νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ μένα ἢ καλύτερα νὰ ἀποχωρήσουν στὸ μὴ ὂν τὰ πάθη ποὺ κυριαρχοῦν τώρα καὶ βασιλεύουν”14
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ τακτοποίησις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἐνοίκησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιές μας, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν μεταμόρφωσι τοῦ κόσμου μέσω τῶν μεταμορφωμένων ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας οὐδέποτε ἐπεδίωξε τὴν κατάκτησι τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἀλλὰ τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσί του. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς δὲν εἶναι ἀκτιβιστικὸς -τῶν ἔργων-, ἀλλὰ ἡσυχαστικός, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θεωρίας, μέσω τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καὶ μεταμορφώνεται σὲ καινὴ κτίσι.
Ἡ μετοχὴ τῶν Ἁγίων στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μετοχὴ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν δόξα του καὶ στὴν λαμπρότητά του.
Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
Τὸ ἐγωιστικὸ θέλημα ἐχώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν ἐξώρισε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἔγινε αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Ἂν δὲν ἀπαρνηθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐγωιστικό του θέλημα καὶ δὲν υἱοθετήση τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευθῆ ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀρρώστια τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ.
Τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ἦλθε νὰ διορθώση ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, καὶ ἡ νέα Εὔα, ἡ Θεοτόκος, μὲ τὴν τελεία ὑπακοή Τους.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὑπήκοος στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς Του μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου. Κατὰ τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ ὁ Κύριος παρεδόθη τελείως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός: “Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὒχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σὺ” (Ματθ. 26, 39).
Μᾶς ἄνοιξε ἔτσι τὸν κλειστὸ μέχρι τώρα δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς ὑπακοῆς Του καὶ ἔγινε ὁ πνευματικὸς γενάρχης τῆς γενεᾶς τῶν ὑπηκόων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀποτάσσεται πρὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τὸν διάβολο καὶ συντάσσεται μὲ τὸν Χριστό, ὑπόσχεται νὰ εἰσέλθη στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν χάρι νὰ κάνουμε ἐμεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ζητοῦμε μὲ τὸ αἴτημα αὐτό. Ζητοῦμε δὲ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά, ὅπως γίνεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, ποὺ κάνουν τελεία ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “οὕτω καὶ ἡμᾶς καταξίωσον τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἐξ ἡμισείας τὸ θέλημά σου ποιεῖν, ἀλλὰ πάντα καθάπερ θέλεις πληροῦν”. Καὶ προσθέτει: “Καὶ πάλιν τὴν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης πρόνοιαν ἕκαστον ἡμῶν τῶν προσευχομένων ἀναδέχεσθαι ἐπέταξεν. Οὐδὲ γὰρ εἶπε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐν ἐμοί, ἢ ἐν ἡμῖν· ἀλλά, πανταχοῦ τῆς γῆς, ὥστε λυθῆναι τὴν πλάνην καὶ φυτευθῆναι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐκβληθῆναι κακίαν ἅπασαν καὶ ἐπανελθεῖν ἀρετήν, καὶ μηδὲν ταύτην διαφέρειν λοιπὸν τὸν οὐρανὸν τῆς γῆς. Εἰ γὰρ τοῦτο γένοιτο, φησίν, οὐδὲν διοίσει τὰ κάτω τῶν ἄνω, εἰ καὶ τῇ φύσει διέστηκεν, ἀγγέλοις ἐτέροις τῆς γῆς ἡμῖν ἐπιδεικνυμένοις”15.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐκήρυττε καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ζοῦν τὴν τέλεια χριστιανικὴ ζωή, ὥστε πρὶν μεταστοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ νὰ ζοῦν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ γίνη ἡ γῆ οὐρανός.
Οἱ ἄνθρωποι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἢ ἀπὸ φόβο νὰ μὴ κολαστοῦν, ἢ γιὰ νὰ λάβουν ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Στὴν πρώτη περίπτωση ἐνεργοῦν σὰν δοῦλοι, στὴν δεύτερη σὰν μισθωτοὶ καὶ στὴν τρίτη σὰν υἱοί. Πρὸς αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τείνουμε ὅλοι. Νὰ κάνουμε τὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ὡς υἱοί Του. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τελειότητας. Ἔτσι κάνουν καὶ ἅγιοι ἄγγελοι στὸν οὐρανό.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸ δικό του θέλημα, δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ ἀληθινὴ ἐσωτερικὴ ἀναύπασι. Ὅταν ὅμως κάνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ εἰρηνεύει. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἄνωθεν εἰρήνη ποὺ ζητοῦμε στὴ Θεία Λειτουργία.
Μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη κάνουμε ὅλα τὰ διαταχθέντα, θὰ αἰσθανόμαστε ὡς “ἀχρεῖοι δοῦλοι”, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί δὲν σωζόμαστε ἀπὸ τὰ καλά μας ἔργα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσι (ἠθικισμὸς) δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ ταπεινὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἦθος. Ὅπως ἐδίδαξε καὶ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ καλά μας ἔργα ἀποτελοῦν προϋπόθεσι γιὰ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καρπὸ της ποτὲ ὅμως δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι πάντα ἡ ἀπόκτησις τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατὰ βάθος ἐκφράζουν τὴν περιεκτικὴ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ψευδοελευθερία. Οἱ χριστιανοὶ διαλέγοντας τὴν ὑπακοή τους πρὸς τὸν Θεὸ διαλέγουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, ποὺ προϋποθέτει τὸ σταύρωμα καὶ τὴν θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἐμπειρία τους: “Ἡ ὑπακοὴ ζωή, ἡ ἀνυπακοὴ θάνατος”.
Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
Κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πολιτεία, τὸ ἦθος, ὁ Κύριος ἐπιτάσσει νὰ ζητοῦμε ἀγγελικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ ἐκπληρώνουμε ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι φέρουμε σάρκα, μᾶς ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὸ σῶμα. Νὰ μὴ ζητοῦμε τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν τρυφή, ἀλλὰ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον (δηλαδὴ τὰ βασικὰ καὶ ἀπαραίτητα), καὶ μάλιστα “σήμερον”, χωρὶς ἀγωνιώδη μέριμνα, “ὥστε μὴ περαιτέρω συντρίβειν ἑαυτοὺς τῇ φροντίδι τῆς ἐπιούσης ἡμέρας”16. Μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ ζητοῦμε, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ ἄρτο, ἀλλὰ κυρίως τὸν πνευματικὸ Ἄρτο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς προσφέρεται σὲ μᾶς μὲ τὸ λόγο Του καὶ μὲ τὸ Σῶμα καὶ μὲ τὸ Αἷμα Του. Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αὐτὴ ἡ προσφορά.
Στὸ πρῶτο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ διδακτικό, προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ Ἀντίφωνα καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Στὸν Ἅγιον Ὅρος ψάλλονται καὶ οἱ μακαρισμοί.
Στὸ δεύτερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας μετέχουμε στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνοῦμε τὸ σταυρωθὲν καὶ ἀναστᾶν Σῶμα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπαγγέλλουμε τὴν Προσευχὴ αὐτή, ἀφοῦ προηγηθῆ ἡ ἐκφώνησις “καὶ καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα, καὶ λέγειν”.
Ἔτσι ἡ προσευχὴ αὐτὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ἀγαθά, Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς τὸν μόνο χορηγὸ κάθε καλοῦ, καὶ ὅλα τὰ δῶρα τῆς ζωῆς τὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς δικά Του δῶρα.
Αὐτὸ μᾶς βοηθεῖ νὰ ἔχουμε ταπείνωσι, εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”, “Ἄξιον καὶ δίκαιον”, “Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι… τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων… ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν”.
Μᾶς βοηθεῖ ἀκόμη νὰ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ τὰ δῶρα Του: “Τὰ σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα”.
Τώρα μποροῦμε νὰ τηροῦμε τὴν σωστὴ στάσι ἀπέναντι τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, ποὺ ἐπειδὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ τὰ περιφρονοῦμε ἢ νὰ τὰ ἀτιμάζουμε ἢ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα. Ἔτσι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴν σωστὴ εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου ἀποφεύγοντας τὴν πνευματικῶς καταστροφικὴ κατάχρησι ἢ παράχρησι. Ἂν εἴχαμε υἱοθετήσει τὸν εὐχαριστιακὸ τρόπο ζωῆς, θὰ σεβώμαστε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ δὲν θὰ εἴχαμε φθάσει στὴν σημερινὴ φοβερὴ οἰκολογικὴ καταστροφή.
Ἂς προσέξουμε καὶ τοῦτο. Ὁ σύγχρονος καταναλωτικὸς τρόπος ζωῆς ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ. Δὲν εἶναι εὐχαριστιακός, ἀλλὰ ἀχαριστιακός. Δὲν εἶναι φιλάδελφος, ἀλλὰ ἐγωιστικὸς καὶ ἀτομικιστικός. Δὲν ἀγαπᾶ τὴν λιτότητα, τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἐπιδιώκει τὴν ἀλόγιστη σπατάλη καὶ πολυτέλεια. Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία μας τελικὰ γίνεται ὁ τάφος μας καὶ ἡ αἰτία πολλῶν ἀδικιῶν καὶ κοινωνικῶν κακῶν.
Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ζητοῦμε τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως καὶ στὰ προηγούμενα αἰτήματα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Δὲν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τοὺς ἀδελφούς σου, ὅταν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.
Στὸ “ἡμῶν” καὶ στὸ “ἡμῖν” τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ βασίζεται ἡ ὀρθόδοξος κοινωνιολογία, φιλανθρωπία καὶ φιλαδελφία. Μᾶς θυμίζει τὸν πολλαπλασιασμὸ ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων στὴν ἔρημο γιὰ νὰ χορτάση ὅλος ὁ λαός. Ὅπως καὶ τὴν κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν συγχρόνων μοναστικῶν κοινοβίων.
Ἐδῶ ἀκόμη βασίζεται καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱεραποστολή. Πῶς μποροῦμε νὰ μὴ πονέσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὴν μετάδοσι τοῦ οὐρανίου Ἄρτου σ’ αὐτοὺς πού λιμοκτονοῦν πνευματικά;
Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ ἐγωκεντρικά, δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὸν συνάνθρωπό του. Ὁ θιγόμενος ἐγωισμός του δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει. Ὅταν ὅμως ἀποφασίση διὰ τῆς μετανοίας νὰ ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεῖ ὅσους τὸν ἐστενοχώρησαν, ἀδίκησαν καὶ ἔβλαψαν.
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν μνησικακία θέλει ἀγώνα, γιατί ὁ ἐγωισμὸς δυναστεύει τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε τὴν συγχώρησί μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ συγχωροῦμε τοὺς πταίοντας σέ μᾶς.
Θὰ μποροῦσε, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, νὰ μᾶς συγχωρῆ ὁ Κύριος χωρὶς νὰ ἀπαιτῆ προηγουμένως νὰ συγχωροῦμε ἐμεῖς τοὺς συνανθρώπους μας. “Αλλ’ ὅμως καὶ οὕτω τὴν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν ἐπιδείκνυται…, ἀλλὰ βούλεταί σε καὶ ἐντεῦθεν εὐεργετεῖσθαι, μυρίας σοι πανταχόθεν παρέχων ἡμερότητος καὶ φιλανθρωπίας ἀφορμάς καὶ τὸ ἐν σοί θηριῶδες ἐκβάλλων καὶ τὸν θυμὸν σβεννὺς καὶ πανταχόθεν σὲ συγκολλῶν τῷ μέλει τῷ σῷ”17.
Πράγματι μὲ τὴν μνησικακία καὶ ἐχθρότητα χωρίζεσαι ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι δικό σου μέλος, ἀφοῦ ἀμφότεροι εἶσθε μέλη Χριστοῦ καὶ ἄρα ἀλλήλων μέλη. Μὲ τὴν ἄφεσι καὶ τὴν συμφιλίωσι ἐπανασυνδέεσαι καὶ συγκολλᾶσαι μὲ τὸ δικό σου μέλος. Πῶς μπορεῖς ἀλήθεια νὰ ἀναπαύεσαι, ὅταν κάποιο μέλος σου εἶναι ἀποκολλημένο ἀπὸ τὸ σῶμα σου; Μόνο ἂν δὲν εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἂν εἶσαι νεκρὸ μέλος Του δὲν θὰ αἰσθάνεσαι καὶ τὸν ἀδελφό σου ὡς ἰδικό σου μέλος.
Ὁ χριστιανὸς ποὺ ζῆ θεοκεντρικά, ζῆ κατὰ μίμησιν τοῦ οὐράνιου Πατρός. Ἀφοῦ συγχωρεῖ ὁ Θεός, συγχωρεῖ καὶ αὐτός. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἰδικὴ του συγχώρησι, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ συγχωρῆ τὰ ἐλαφρότερα παραπτώματα τοῦ συνδούλου του; Θὰ ὡμοίαζε πρὸς τὸν πονηρὸ δοῦλο τῆς γνωστῆς παραβολῆς πού, ἐνῶ ὁ εὔσπλαχνος Κύριος του ἐχάρισε ἕνα τεράστιο χρέος, αὐτὸς δὲν ἐχάριζε στὸν συνδουλὸ του ἐλάχιστο ποσό.
Μᾶς βοηθεῖ τὸ αἴτημα αὐτὸ ἀκόμη νὰ διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει ὄχι μόνο τὴν προσωπική μας ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὴν ὁποία εὔστοχα ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἂς μετρήσομε λοιπὸν ἀρχίζοντας ἀπὸ δῶ τὰ πλημμελήματα τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ Θεό.
Κατὰ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἔνοχος τιμωρίας στὸν Θεό, γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ δημιουργό του κι αὐτομόλησε στὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔγινε δραπέτης κι ἀποστάτης ἀπὸ τὸν φυσικὸ Κύριό του.
Δεύτερο, γιατί ἀντάλλαξε τὴν αὐτεξούσια ἐλευθερία του μὲ τὴν ὀλέθρια δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς καταστροφῆς.
Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὸ κακὸ θὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ δεύτερο τὸ νὰ μὴ βλέπει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλὰ νὰ στρέψει τὸ πρόσωπό του στὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας;
Ἀλλὰ καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν θεϊκῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ προτίμηση πρὸς τὰ δολώματα τοῦ πονηροῦ σὲ ποιὸ βαθμὸ τιμωρίας μπορεῖ νὰ ταχθεῖ;
Ἐπίσης ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς σφραγίδας, ποὺ μᾶς σφράγισε κατὰ τὴν ἀρχικὴ δημιουργία μας, καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς δραχμῆς καὶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ πατρικὸ τραπέζι καὶ ὁ ἐθισμὸς στὸν βρωμερὸ βίο τῶν χοίρων καὶ ἡ κατασπατάληση τοῦ πολύτιμου πλούτου καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια πλημμελήματα μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴ Γραφὴ καὶ νὰ σκεφθοῦμε μὲ τὸ νοῦ μας, ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ τ’ ἀριθμήσει;
Ἐπειδὴ λοιπὸν σὲ τέτοια πλημμελήματα εἶναι ἔνοχο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἐκτίσει τιμωρία, γι’ αὐτὸ νομίζω μᾶς παιδαγωγεῖ ὁ Λόγος μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δείχνομε καθόλου θάρρος κατὰ τὴ συνομιλία μας μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔχομε τάχα καθαρὴ συνείδηση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι κάποιος ὅσο γίνεται περισσότερο ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πλημμελήματα»18 .
Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ
Καὶ μὴ ἐπιτρέψης, Κύριε, νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό.
Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοὶ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο. Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἐνόδυνοι. Αὐτοὶ ποὺ φέρουν ἡδονὴ καὶ αὐτοὶ ποὺ φέρουν ὀδύνη. Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκούσιους πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκούσιους νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμεθα, διότι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε· ἀλλ’ ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς “καθαρτήριον” τῆς ψυχῆς.
Ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: “Ὁ Θεὸς λοιπὸν κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχονται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχὴν μας”.
Διδάσκοντάς μας ὁ Κύριος νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τούς πειρασμούς, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μᾶς ἐκπαιδεύει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ “φύσημα”, τὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὅμως ἔρχωνται οἱ πειρασμοὶ χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, “ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα καὶ τὸ ἀκενόδοξον”.
Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι ὁ Κύριος δὲν λέγει ἀπὸ τῶν “πονηρῶν”, δηλαδὴ πονηρῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ “πονηροῦ”, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ αἰτιώμεθα καὶ μνησικακοῦμε κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς στεναχωροῦν, ἀλλὰ κατὰ τοῦ διαβόλου ποὺ τοὺς ὑποκινεῖ. Καλεῖ δὲ τὸν διάβολο πονηρό, “κελεύων ἡμᾶς ἄσπονδον πρὸς αὐτὸν ἔχειν πόλεμον”, καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ πονηρία δὲν εἶναι φυσικὴ κατάστασις, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς προαιρέσεως.
Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
Εἶναι φυσικὸ νὰ τελειώνη ἡ Προσευχὴ μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν παράκλησι νὰ ρυσθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Τὸν τελευταῖο λόγο στὸν κόσμο ἔχει ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ὄχι ὁ διάβολος ποὺ κατὰ παραχώρησιν φαίνεται πολλὲς φορὲς νὰ κινῆ τὰ νήματα τῆς ἱστορίας. Ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ φέρη ἀναστάτωσι, νὰ ἐπικρατεῖ προσωρινὰ στὸν κόσμο μὲ τὰ ὄργανά του, ἀλλὰ τελικὰ θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι προσωρινή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Αἰώνιος Κύριος καὶ Βασιλεύς. Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀνήκει ἡ δόξα.
Παρατηρεῖ πάλιν τὸ χρυσοῦν στόμα τῆς Ἐκκλησίας: “Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς ἔφερε σὲ κατάστασι ἀγωνίας μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔκοψε ἀπὸ τὴν ρίζα ὅλη τὴν ραθυμία μας, πάλι μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ ἀναπτερώνει τὸ φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τὸν Βασιλέα, τοῦ ὁποίου εἴμαστε ὑπήκοοι, καὶ φανερώνοντας τὸν δυνατώτερο ἀπὸ ὅλους λέγει «Σοῦ γὰρ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα». Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ἡ βασιλεία εἶναι δική του, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τοῦ ἀντιστέκεται καὶ νὰ μοιράζεται τὴν ἐξουσία μαζί του»19.

* * *

Ὅσο ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ περιορισμένος χρόνος ἐπέτρεψε, ἐμβαθύναμε στὰ θεία λόγια της Κυριακῆς Προσευχῆς.
Ἡ ψυχὴ μας πληροῦται εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν ἁγία αὐτὴ προσευχή, δύναμι, φῶς καὶ παρηγορία στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας.
Ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, νὰ μὴ ζοῦμε ἐγωιστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ὅσο ἀδειάζουμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, τόσο εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Θεός.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ἕνα τολμηρὸ λόγο ὄχι ἀπὸ προσωπικὴ πείρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους: Ἂν ἀδειάσουμε τελείως ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό μας, ὅλος ὁ Θεὸς θὰ ἔλθη μέσα μας. Τὸ λέγει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: “Ἐὰν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν”. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαρῆ τὴν πιὸ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἀνάπαυσι, ἐκείνη τὴν χαρὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ ποὺ οὐδεὶς δύναται νὰ ἄρη ἀπ’ αὐτοῦ…
Ὅσοι ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Προσευχή Του, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅσοι ζοῦν ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα, λέγουν μία ἄλλη προσευχή:
- Δὲν λέγουν: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοίς”, ἀλλὰ λέγουν: Ἐαυτέ μου, ἐσένα ἔχω γιὰ Θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς.
- Δὲν λέγουν: “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, ἀλλά: ἐλθέτω ἡ βασιλεία μου.
- Δὲν λέγουν: “Γεννηθήτω τὸ θέλημα Σου”, ἀλλά: γεννηθήτω τὸ θέλημά μου.
- Δὲν λέγουν: “Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον”, ἀλλά: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μὲ σπατάλη καὶ πολυτέλεια ἐγὼ ἐξασφαλίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
- Δὲν λέγουν: “Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”, ἀλλά: δὲν ζητῶ ἀπὸ κανένα συγχώρησι, οὔτε συγχωρῶ κανένα.
- Δὲν λέγουν: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηρού”, ἀλλά: ζητῶ ὅλες τὶς θεμιτὲς καὶ ἀθέμιτες ἡδονὲς καὶ μισῶ κάθε λυπηρό.
- Δὲν λέγουν: “Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα”, ἀλλά: ὅτι μοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα.
Ὄχι μόνο οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ συμβαίνει νὰ ἔχωμε κάποτε πειρασμοὺς καὶ πτώσεις σ’ αὐτὴ τὴν ἐγωκεντρική, ἀτομικιστικὴ καὶ διαβολικὴ ζωή.
Αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς εἶναι ποὺ κάνει σήμερα τὴν ζωὴ μας ἀδιέξοδο.
Ἡ κρίσις ποὺ περνᾶ σήμερα ἡ πατρίδα μας στὴν πολιτική, στὴν παιδεία, στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκονομία, ἐδῶ νομίζω ὅτι ὀφείλεται.
Ἀρνηθήκαμε τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.
Ἂν δὲν ὑπάρξη μετάνοια ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, δὲν βλέπω λύση τοῦ ἀδιεξόδου.
Κανένα κόμμα καὶ καμμία ἰδεολογία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει.
Θὰ ὑπάρξη λύσις καὶ φῶς, ἐὰν θελήσουμε οἱ νεοέλληνες νὰ ξαναποῦμε ταπεινὰ καὶ ἁπλὰ τὸ “Πάτερ ἡμῶν” καὶ ἀκόμη ἂν θελήσουμε νὰ προσαρμόσουμε τὴν πορεία μας στὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς αὐτῆς.
Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν θελήσουν νὰ τὸ κάνουν οἱ πολλοί, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς, ὁ πιστὸς καὶ ἐκκλησιαζόμενος λαός. Γιατί δὲν εἶναι μικρὸς ὁ κίνδυνος νὰ παρασυρώμεθα καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀτομικισμοῦ, ποὺ μᾶς περισφίγγει, καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε νὰ ἀντικαθιστοῦμε τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία μὲ τὴν φιλαυτία.
Αὐτὸς εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ εἰποῦμε: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν”.

Γέροντος Γεωργίου Καψάνη
Καθηγουμένου (πρώην) Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου
Αγίου Όρους

Σημειώσεις:
1. (Ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἡμῶν», Φιλοκαλία, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. 2ος, σελ. 253).
2. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
3. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
4. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τόμ. 8ος, σελ. 43).
5. (Λόγος 2ος κατὰ Γρηγορᾶ, παρ. 69).
6. . (Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ι. Μενούνου, Ἀθήνα 1979, σελ. 121).
7. (Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως, Ἀθῆναι 1887, σελ. 24).
8. . (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 669).
9. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 668)
10. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 51).
11. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 28).
12. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).
13. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 35-36).
14. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 3ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 69).
15. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 674).
16. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).
17. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 680).
18. . (Ἅγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 5ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 107).
19. (Ἅγ. Χρυσοστόμου, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 683).

Γιατί δεν πρέπει να καταφεύγουμε σε αστρολόγους, μέντιουμ, φλιτζανούδες και χαρτορίχτρες;

Η καταφυγή μας σε «μελλοντολόγους» αποτελεί δείγμα απιστίας στο Θεό. Ο πιστός εμπιστεύεται όλη τη ζωή του στα χέρια του Θεού και καταφεύγει πάντοτε σ’ Αυτόν ζητώντας τη θεία πρόνοια. Αυτή η πίστη του δίνει κουράγιο στις δυσκολίες και τις περισσότερες φορές ελκύει τη βοήθεια του Θεού.
Σε πολλούς ανθρώπους η ενασχόληση με τα αστέρια λειτουργεί ως μετάθεση των λαθών της ζωής τους στα αστέρια. Λένε: «το ότι εγώ έχω νεύρα ή επικίνδυνο αυθορμητισμό ή οτιδήποτε άλλο αρνητικό, αυτό οφείλεται στο ζώδιό μου». Αντί να παλέψουν να διώξουν το πάθος από μέσα τους, το αποδέχονται ως δημιουργία συμπαντικής κοσμικής δύναμης. Αυτή η νοοτροπία οφείλεται στην ψυχολογική ανάγκη να μη ρίχνουμε την ευθύνη των λαθών πάνω μας, αλλά κάπου αλλού. Από δω δημιουργήθηκε το πασχαλιάτικο κάψιμο του Ιούδα, σαν να φταίνε μόνο οι Εβραίοι για το θάνατο του Χριστού, κι όχι και οι δικές μας αμαρτίες.

Στο ίδιο πλαίσιο πολλοί ανώριμοι και άβουλοι αποφασίζουν για το μέλλον τους στηριζόμενοι όχι στη λογική, αλλά στα ζώδια. Αυτοί νομίζουν ότι ο αστρολόγος διαβάζει το μέλλον τους και τους κατευθύνει σωστά. Συνήθως παθαίνουν μεγάλες αποτυχίες. Κι αν δεν αποτύχουν, προσπαθούν (αυθυποβαλλόμενοι) με κάθε τρόπο να στηρίξουν τη λάθος συμβουλή. Αυτοί προσαρμόζουν το χαρακτήρα τους και τη ζωή τους στις αστρολογικές κατευθύνσεις. Ένας «λέων» π.χ., λένε οι αστρολόγοι, έχει επιθετική νοοτροπία. Απ’ αυτό το αυθαίρετο θέσφατο κάθε αφελής «λέων» εκφράζεται με επιθετικότητα.

Πολλοί από τους γνήσιους αστρολόγους και τα γνήσια μέντιουμ ή βρίσκονται στην κατοχή κάποιου πονηρού πνεύματος ή καταφεύγουν σε μαγικά τεχνάσματα, για να προβλέψουν. Κανείς δεν πρέπει να δέχεται να του πουν άγνωστοι ή γνωστοί το μέλλον του με κανέναν τρόπο. Υπάρχει κίνδυνος να μπλέξει. Ειδικά δεν είναι σωστό να επικοινωνεί με γύφτισσες μάντισσες. Κατακλέβουν τους αφελείς και τους μπλέκουν στα πλοκάμια του σατανά με τις επικλήσεις τους, κανείς να μη τους δίνει ρούχα ή άλλα προσωπικά είδη, γιατί κάνουν μαγεία σ’ αυτά. Οι περισσότεροι «μελλοντολόγοι», για να καλυφθούν, εσκεμμένα βάζουν στο χώρο «εργασίας» τους εικόνες. Είναι οι λύκοι, που ντύνονται με προβιά προβάτου, όπως είπε ο Χριστός (Ματθ. 7, 15).

Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη απαγορεύει να υπάρχει ανάμεσα στο λαό του μάντης, οιωνοσκόπος, μάγος και νεκρομάντης (Δευτ. 18, 10-13 και Λευϊτ. 19, 26). Οι μάντεις πρέπει να θανατώνονται με λιθοβολισμό (Λευϊτ. 20, 27). Ο βασιλιάς Ιωσίας έδιωξε τους ιερείς των ειδώλων, γιατί πρόσφεραν θυσίες στον ήλιο, στη σελήνη, στα ζώδια και στ’ αστέρια (Δ΄ Βασιλ. 23, 5). Οι προφήτες, εξ ονόματος του Κυρίου απαγορεύουν τους ψευδοπροφήτες που είναι οι οιωνοσκόποι και οι αστρολόγοι.

Ο απόστολος Παύλος (Γαλ. 5, 20) απαγορεύει τη μαγεία την οποία ονομάζει φαρμακεία.

Μόνο άνθρωπος άγιος, φωτισμένος από το Θεό, μπορεί αν φωτίζεται και αν αποκαλύπτει το μέλλον. Οι άγιοι του Θεού δεν παίρνουν χρήματα, όταν προφητεύουν. Αυτοί με τις προοράσεις τους βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν το δρόμο της σωτηρίας.

Οι αστρολόγοι, τα μέντιουμ, οι καφεμάντεις, οι χαρτομάντεις και οι χρήστες ταρό, εργάζονται με την έμπνευση πονηρών πνευμάτων. Ο Θεός δεν είναι τόσο μικρός, που στον καφέ ή στα χαρτιά να φανερώνει το θέλημά Του. Ούτε εξαναγκάζεται να φανερώσει το θέλημά Του, όποτε το θέλει ο καθένας.

Στο Δευτερονόμιο (13, 2-6) χαρακτηριστικά ο Θεός απαγορεύει και τον ψευδοπροφήτη και τον ερμηνευτή ονείρων (ονειροκρίτη). Λέει εκεί: «μην τον ακούσετε εκείνον τον προφήτη ή τον ονειροκρίτη, γιατί ο Κύριος ο Θεός σας θέλει να σας δοκιμάσει, για να δει αν τον αγαπάτε με όλη την καρδιά σας και μ’ όλη την ψυχή σας» (Δευτερ. 13, 4). Μήπως και σήμερα ο Θεός ανέχεται τη δράση των σημερινών ψευδοπροφητών-μάντεων, για να δοκιμάσει την αγάπη μας σ’ Αυτόν;

Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις - Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ. 171-173), 
Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, 
Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου

Ο ΑΛΛΟΣ «ΘΕΟΣ»!



Πριν από μερικά χρόνια είχα βρεθεί σε μια αγρύπνια σε ένα κεντρικό ναό της Θεσσαλονίκης. Στο τέλος της λειτουργίας ένα γνωστός αγιορείτης ιερομόναχος μίλησε στο εκκλησίασμα και αναφέρθηκε σε έναν επίσης πολύ γνωστό ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο βαλκανικής χώρας. 
Ο εν λόγω αρχιεπίσκοπος με πολλές περγαμηνές και μεγάλη συγγραφική παρουσία είχε δηλώσει τότε ότι, «ήρθε ο καιρός να κτίσουμε ένα παγκόσμιο ναό όπου θα μπορούν όλοι να προσευχόμαστε στον κοινό θεό». Στην επίμονη ερώτηση του ιερομόναχου ποιος θα είναι αυτό ο θεός και πως θα ονομάζεται αυτός ο θεός, ο αρχιεπίσκοπος δεν απάντησε, προχώρησε όμως στην έδρα της αρχιεπισκοπής του στην οικοδόμηση ενός χριστιανικού ναού με την φροντίδα να μοιάζει καταπληκτικά με μουσουλμανικό τέμενος στην προσπάθεια του να συνδυάσει τις δυο θρησκείες, όπως ο ίδιος υποστήριξε.
Όταν κάποιος μυείται σε κάποιο τεκτονικό τάγμα, στην τελετή εισδοχής του στον πρώτο βαθμό αφού τον υποδέχονται οι ήδη μυημένοι με τα φλογισμένα ξίφη τους να τον σημαδεύουν, τον βάζουν να δηλώσει πίστη στον μεγάλο αρχιτέκτονα του σύμπαντος. Πάνω στην «αγία έδρα» της στοάς, υπάρχει η Αγία Γραφή. Σε μια άλλη στοά υπάρχει το Κοράνι και κάπου αλλού υπάρχει η Μπαγκαβάτ Γκιτά και ούτω κάθε εξής. 
Ο μεγάλος αρχιτέκτονας, όπως υποστηρίζουν οι μασόνοι, είναι ο αρχιτέκτονας του σύμπαντος, ο μυστικός θεός που κατευθύνει τα πάντα και που το κύριο μέλημα του είναι να «ενώσει» τους ανθρώπους, ένα στόχο για το οποίο αγωνίζεται η μασονία ανά τους αιώνες κάτω από την αποκλειστική κυρίαρχη εξουσία αυτού του κοινού θεού του σύμπαντος.
Η λουθηρανική εκκλησία είναι η μεγαλύτερη εκκλησία των διαμαρτυρομένων των ΗΠΑ με εκατομμύρια οπαδούς. Στις 28 Ιουλίου του 2010 στη λουθηρανική εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Σαν Φρανσίσκο γίνονταν μια μεγαλοπρεπή τελετή παρουσία πολύ κόσμου. 
Την ημέρα εκείνη χειροτονήθηκαν επτά γκέι πάστορες στην Ευαγγελική λουθηρανική εκκλησία των ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιστροφή στον κλήρο σε ιερείς που είχαν ομολογήσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία τους και είχαν εκδιωχθεί από τους κόλπους της εκκλησίας αυτής στις ΗΠΑ. «Σήμερα η εκκλησία μιλάει ξεκάθαρα», είπε ο αιδεσιμότατος Τζεφ Τζόνσον, ένας από τους επτά γκέι πάστορες που χειροτονήθηκαν. «Ολοι οι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι εδώ, όλοι οι άνθρωποι καλούνται να βοηθήσουν την ηγεσία της εκκλησίας και όλους τους αγαπά ο θεός άνευ όρων», προσέθεσε. Ένας θεός άνευ όρων! Ένας θεός για όλα τα γούστα και για κάθε πάρα φύση ανωμαλία!
Κάποτε είχαν πάει στον πάτερ Παΐσιο δυο καθολικοί και του άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση για την ένωση των εκκλησιών. Οι δυο ξένοι του έλεγαν με επιμονή «γιατί να μην ενωθούμε, όλοι μας είμαστε κάτω από την στέγη του θεού, ο παντοδύναμος Θεός είναι για όλους μας όπως ο ήλιος λάμπει για όλους τους ανθρώπους». 
 Ο πάτερ Παΐσιος αφού τους άκουσε προσεκτικά τους απάντησε : «Ναι, σωστά, ο Θεός είναι για όλους μας, αλλά... εμείς όλοι δεν είμαστε για τον Θεό!»
Στην αχανή πλατεία του Αγίου Πέτρου είχαν μαζευτεί χιλιάδες προσκυνητές από όλα τα μέρη του κόσμου για να δουν αυτό το πρωτοφανές γεγονός. Για πρώτη φορά την έλευση ενός Ορθόδοξου Πατριάρχη, (Αθηναγόρα), στην καρδιά του Βατικανού. Σαν έφτασε ο Πατριάρχης με την τιμητική συνοδεία στα σκαλιά του Αγίου Πέτρου, βγήκε από το αυτοκίνητο του και αμέσως ενδύθηκε τον αυτοκρατορικό μανδύα όπως κάνουν όλοι οι Αρχιερείς από την εποχή της Αλώσεως μέχρι και σήμερα. Ψηλά στην κεντρική είσοδο του ναού βρισκόταν όλο το Κογκλάβιο των Καρδιναλίων και στο κέντρο ο ίδιος ο Πάπας περίμεναν την άνοδο του Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα για να συναντήσει τον Πάπα. Ξαφνικά, λίγα σκαλοπάτια πριν φτάσει στην κορυφή, ένας νεαρός καθολικός καλόγερος, αποσπάστηκε από την επίσημη ομήγυρη και κρατώντας έναν Εσταυρωμένο σε ψηλό κοντάρι, με γυάλινα μάτια από ζήλο, πλησίασε με απότομο βήμα τον Πατριάρχη και τον έβαλε μπροστά στο πρόσωπο, λες και ο Πατριάρχης ήταν κανένας ειδωλολάτρης, με μια έκφραση σαν να «διέταζε»… «Προσκύνα στον αληθινό θεό και μετανόησε για την πλάνη σου ζητώντας συγχώρεση για την αποστασία σου!».
Στις 6-13 Σεπτεμβρίου του 2007 έγινε στην Γροιλανδία το Ζ΄Οικολογικό συμποσίο παγκόσμιο οικολογικό συμπόσιο για την σωτηρία δήθεν του πλανήτη από το «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Παραβρέθηκε ο πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο τέλος των εργασιών ο Πατριάρχης συμπροσευχήθηκε για την «σωτηρία» του πλανήτη με εκπροσώπους διαφόρων θρησκειών όπως Ιουδαίων Ραββίνων-Παπικών-Θιβετιανών Μοναχών κλπ μπροστά σε μια κρυστάλλινη σφαίρα που θωρήθηκε πως ήταν ομοίωμα της γης. Η συμπροσευχή ήταν αφιερωμένη στην λατρεια της Γαίας. Η λατρεία της Γαίας φέρεται ως λατρεία της νεοθρησκείας της Νέας Εποχής και του κλάδου του Οικουμενιστικού M.R.A.
Στις συγκεντρώσεις των οικουμενιστών γίνεται λόγος για τον ένα και μοναδικό θεό, για τον κοινό θεό όλων των θρησκειών, για τον θεό που λατρεύουν και οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι και ο ιουδαίοι και οι βουδιστές, οι μασόνοι και ότι άλλο υπάρχει σε αυτόν τον τομέα. Ο θεός αυτός δεν έχει καμία ταυτότητα, ούτε κάποιο δόγμα, ούτε κάποια ιεραρχία, ούτε κάποιο τυπικό, ούτε εντολές, ούτε απαιτήσεις από αυτούς που τον προσκυνούν, παρά μονό έχει την προυπόθεση όλοι να αποδέχονται ολοκληρωτικά την αρχή και την εξουσία του. Είναι ο θεός της υποψίας του καθενός, ένας θεός της κάθε ατομικής επιθυμίας, της κάθε υποκειμενικής του αντίληψης, της όποιας φαντασίωσης έχει δημιουργήσει ο οποιοσδήποτε για τον αυτόν τον ανώτερο θεό που είναι πάνω από όλους, της όποιας πεποίθησης του που μπορεί να μην συμπλέει με τις πεποιθήσεις των άλλων, χωρίς όμως ο ένας να θίγει την πεποίθηση του άλλου και όλοι μαζί στην κοινή πορεία. Ένας θεός που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όλων, αλλά χωρίς κανένα προσδιορισμό για να μην θιγεί κανένας στην προσωπική του ιδεοληψία. Όσοι όμως δεν τον υπακούσουν, είναι οι χαμένοι του κόσμου τούτου. Είναι τα παράσιτα της ανθρωπότητας. Είναι τα απόβλητα της «νέας κοινωνίας». Είναι οι οπισθοδρομικοί, οι αναχρονιστές, οι κομπλεξικοί ακόμα και ψυχοπαθείς, ανήκουν σε άλλες ξεπερασμένες εποχές και είναι καταδικασμένοι να χαθούν στο βάρος της μεγαλειότητας του.
Αλλά ποιος είναι αυτός ο θεός τον οποίο προσκυνούν όλοι αυτοί; Ψάξαμε να βρούμε κάποιο όνομα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτόν τον θεό. Ψάξαμε παντού, ψάξαμε σε πολλές θρησκευτικές εκδηλώσεις των «πολύχρωμων» οπαδών του, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο αντάξιο όνομα της κοινής προσευχής όλων αυτών των υποτιθέμενων θρησκειών. Ψάξαμε να βρούμε ποιος είναι αυτό ο θεός που κυριαρχεί πάνω σε όλες της θρησκείες, που είναι το κεντρικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνουν τις προσευχές τους όλοι αυτοί που συμπροσεύχονται με τα παρδαλά τους άμφια και με τις ακροβατικές τους τελετές που της έχουν βαπτίσει θεια λειτουργία.
Μήπως αυτός ο άλλος θεός που κάθεται στην κορυφή του κόσμου και γοητεύει τους ανθρώπους με όμορφα και φανταχτερά λόγια, όπως ενότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, αδελφοσύνη, ισότητα, κινήματα για την ειρήνη και την ευημερία των ανθρώπων, είναι κάποιος γνωστός, αλλά σκόπιμα κρυφός και απρόσιτος; 
Μήπως είναι ο θεός της επιχείρησης αυτονόμησης του ανθρώπου; του ηλεκτρονικού φακελώματος, της νομιμοποίησης και προβολής κάθε ανώμαλης λειτουργίας της φύσεως και παράλληλα απαξίωσης κάθε φυσιολογικής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, της μιας παγκόσμιας ηγεμονίας αλλά για το «καλό» της ανθρωπότητας, των οικονομικών μεγιστάνων που «φιλάνθρωποι» και «πονετικοί» νοιάζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση σαν το σίγουρο μέτρο της ανθρώπινης «ευτυχίας» που θα τους αποφέρει ακόμα περισσότερα κέρδη; 
 Μήπως αυτός ο άλλος θεός είναι ο γνωστός «άρχοντας του κόσμου» τούτου ;

Μήπως αυτός ο «άλλος θεός», είναι αυτός ο Διάβολος;

Νίκος Χειλαδάκης

Η Ορθοδοξία και οι Θησαυροί της!



... Εάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοή­θεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλα­χνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρ­χει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι' ούτε καμμιά ανά­γκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαί­νονται σαν να μην υπάρχουνε, κι' αυτός ελαφρός
σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η αληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι' από την ελπί­δα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι' από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ή­γουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυ­στήριο του κόσμου, κι' όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας. 
Αυτή είναι μια κατά­σταση αλλόκοτη κι' απίστευτη, είναι η είσοδος εις την βασιλείαν του Θεού, που λέγει ο Κύριος, και που δεν λέ­γεται με λόγια, γιατί, δεν είναι ένας σαρκικός ενθουσια­σμός της διάνοιας, αλλά μια λύτρωση που γίνεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και δεν υπάρχουνε και λόγια σε τούτον τον κόσμο με τα οποία να ειπωθεί. Γι' αυτό ο Κύριος, λέγοντας «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών», δεν εξήγησε ποτέ τί είναι αυτή η «βασιλεία», αλλά μας δίδαξε μοναχά με τί τρόπο θα την αξιωθούμε. 
Για να γεννηθεί ο άνθρωπος ο πνευματικός και για να βγει στο φως από το σκοτάδι, είναι ανάγκη να βασα­νισθεί, όπως γίνεται με τη γέννα του σαρκικού ανθρώ­που. Γι' αυτό λέγει ο Χριστός:
«Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζει κανένας πως ο Παύλος και ο Βαρνά­βας επήγαν στο Ικόνιον και στην Αντιόχεια «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Το πνευματικό νήπιο πρέ­πει να κλάψει σαν το σαρκικό, για να βρει γάλα για να θραφεί. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμ­μιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δά­κρυα μονάχα σ' Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». Γι' αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον ά­γιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώ­θει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνα­τος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα». 
Σ' αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζω­ής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι' από τη βεβαιότητα κι' από τη στερεή ελπίδα που έ­χουνε μέσα στην ψυχή τους.Οι άλλοι άνθρωποι, οι α­μαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λί­γο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν' απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστε­ρα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκεί­νη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό. Και ποθούνε θερμά να ξα­ναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι' ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι' απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παρά­δεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα. 
Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλο­γερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι' άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμε­ρα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε α­γωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευ­τυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε. 
Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι' αυτούς γράφω. Κ' ε­κτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκα­τομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επά­νω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν' ακούσετε λόγον Κυρίου»... 
Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ' όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ού­τε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρ­χουνε σήμερα. Έτσι αποδείχνεται πως η Ορθοδοξία εί­ναι η πρώτη κι' ανάλλακτη Εκκλησία, που δεν παρα­μορφώθηκε από κοσμικούς νεωτερισμούς, η κιβωτός που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανι­κής αλήθειας. Κ' η αυστηρή παράδοσή της είναι το μέ­σον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημέ­νη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα. Στον πρόλογο της «Φιλοκαλίας», που τυπώθηκε στα Εγγλέζι­κα ο Ρώσσος Νίκων γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Οι βά­σεις της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις, άλλες προφορικές κι' άλλες γραμμένες στα έργα των Πατέρων». Αλλού γράφει: «Επειδή στις ημέρες μας δεν έχουμε πνευματικούς οδηγούς, γίνεται απαραίτητη η συνεχής μελέτη των ιερών αυτών έργων, ώστε ν' ακο­λουθήσει κανένας ακίνδυνα αυτόν τον θαυμάσιον δρόμο που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επι­στημών της πνευματικής τελειοποιήσεως. Για να επιτύ­χουμε σε τούτο, είναι ανάγκη να έχουμε γνήσια ταπείνω­ση, ειλικρίνεια, εγκαρτέρηση και αγνότητα». 
Και όμως, εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρη­σκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. Ο πατήρ Νίκων, σε κάποιον δικό μας που πήγε στ' Άγιον Όρος, είπε: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένον που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο». 

Φώτης Κόντογλου

«Να… ψηφίσεις τον Θεό»!...

Διάλογος ανάμεσα σε μια γιαγιούλα κι έναν ιερέα… 


Μας το διηγήθηκε ιερέας το περιστατικό, που ακολουθεί, και το μεταφέρουμε: 
Είχε τελειώσει η Θεία Λειτουργία σ’ ένα χωριό της Ηπείρου και ο ιερέας ετοιμαζόταν να φύγει από το ναό. Κλείνοντας την πόρτα, βλέπει μια πολύ συμπαθητική γριούλα να τον περιμένει στηνείσοδο. 
–Παπούλη, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, του λέει… 
-Ευχαρίστως, της απαντά εκείνος. 
Και εκείνη του λέει αυθόρμητα: -Επειδή με έχουν μπερδέψει και μου λένε: Ο ένας ψήφισε ετούτον, ο άλλος ψήφισε εκείνον, δεν ξέρω τι να κάνω… 
Της χαμογελά με καλοσύνη και της λέει:
–Να… ψηφίσεις τον Θεό, δηλαδή να του δώσεις ακόμη περισσότερο την καρδιά σου… 
Φεύγοντας η γιαγιούλα, και αφού έσκυψε να φιλήσει το χέρι του παπά, μονολογεί: 
-Αμ, καλά λες παπούλη, τι θέλω εγώ να μπλέκομαι με τα καμώματα του κόσμου.

Γιατί ο Θεός επιτρέπει οι "ελέω Θεού" άρχοντές μας, να είναι συχνά ΑΝΑΞΙΟΙ;

Γιατί ο Θεός επιτρέπει οι "ελέω Θεού" άρχοντές μας, να είναι συχνά ΑΝΑΞΙΟΙ; Και αν είναι "ελέω Θεού", και "τεταγμένοι από τον Θεό" κατά την Αγία Γραφή, πώς γίνεται να είναι συχνά ανάξιοι; Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναϊτης, μας εξηγεί...

Ερώτησις: Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι οι εξουσίες τού κόσμου έχουν ταχθή από τον Θεό2.Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι κάθε άρχοντας η βασιλεύς ή Επίσκοπος προχειρίζεται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό;

Απόκρισις: Ο Θεός λέει στον Νόμο: «Θα σας δώσω άρχοντας σύμφωνα με τις καρδιές σας»3. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μεν άρχοντες και οι βασιλείς που είναι άξιοι αυτής της τιμής προχειρίζονται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό. Οι άλλοι πάλι που είναι ανάξιοι προχειρίζονται κατά παραχώρησιν η και βούλησιν τού Θεού σε ανάξιο λαό εξ αιτίας αυτής ακριβώς της αναξιότητός των. Και άκουσε σχετικά μερικές διηγήσεις.

Όταν είχε γίνει βασιλεύς ο Φωκάς ο τύραννος4και άρχισε εκείνες τις αιματοχυσίες με τον Βονόσο5 τον δήμιο, υπήρχε κάποιος μοναχός στην Κωνσταντινούπολη, άγιος άνθρωπος, που έχοντας πολλή παρρησία προς τον Θεό, σαν να δικαζόταν με τον Θεό και έλεγε με απλότητα: 
«Κύριε, γιατί έκανες τέτοιον βασιλέα;» Και τότε, αφού το έλεγε αυτό για αρκετές ημέρες, τού ήλθε φωνή εκ Θεού που έλεγε: «Διότι δεν βρήκα άλλον χειρότερο»

Υπήρχε και κάποια άλλη πόλις στην περιοχή της Θηβαΐδος που ήταν γεμάτη παρανομία, της οποίας οι πολίτες διέπρατταν πολλά μιαρά και άτοπα πράγματα. Σ' αυτήν λοιπόν κάποιος άνθρωπος του ιπποδρόμου διεφθαρμένος στο έπακρον απόκτησε ξαφνικά κάποια ψευδοκατάνυξη και πήγε και κουρεύτηκε μοναχός και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Αλλ’ όμως καθόλου δεν σταμάτησε τις πονηρές πράξεις του. 
Συνέβη λοιπόν να πεθάνη ο Επίσκοπος της πόλεως αυτής. Τότε παρουσιάσθηκε σε κάποιον άγιο άνθρωπο άγγελος Κυρίου και του λέει: «Πήγαινε και προετοίμασε την πόλη, για να χειροτονήσουν Επίσκοπο τον πρώην άνθρωπο τού Ιπποδρόμου». Πήγε λοιπόν αυτός και έκανε ό,τι του παρηγγέλθη. Αφού λοιπόν χειροτονήθηκε ο προαναφερθείς πρώην η μάλλον έτι φαυλόβιος, άρχισε με τον νου του να φαντάζεται ότι κάτι είναι και να υψηλοφρονή. Τότε τού παρουσιάσθηκε άγγελος Κυρίου και τού λέει: «Γιατί υψηλοφρονείς, άθλιε; Σου λέω αλήθεια ότι δεν έγινες Επίσκοπος, επειδή ήσουν άξιος για ιερωσύνη, αλλά γιατί αυτής της πόλεως τέτοιος Επίσκοπος της άξιζε».
Γι’ αυτό λοιπόν, αν ποτέ δης κάποιον ανάξιο και πονηρό βασιλέα η άρχοντα η Επίσκοπο, μην απορήσης, μήτε να κατηγορήσης την πρόνοια τού Θεού. Αλλά μάλλον μάθε απ’ αυτό και πίστευε ότι παραδιδόμεθα σε τέτοιους τυράννους εξ αιτίας των ανομιών μας, κι όμως πάλι δεν αφήνουμε τα κακά μας έργα.

TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

1. Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων εκ διαφόρων προσώπων, Ερώτησις ις', PG 89, 476Β - 477Α.
2. Ρωμ. ιγ' 1.
3. Παράβαλλε Ιερεμ. γ' 15.
4. Φλάβιος Φωκάς: αυτοκράτωρ του Βυζαντίου (602-610), περιβόητος για την σκληρότητα και ακολασία του.
5. Βονόσος ή Βόνωσος: λογοθέτης (υπουργός) επί Φλαβίου Φωκά।

Περιοδικό «Αγιορείτικη Μαρτυρία» τεύχος 7। Μάρτιος – Μάιος 1990. 

H καταγωγή μας εκ του ουρανού



Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι θεός, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ!
Ἀκριβῶς, "οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων" ἀποτελοῦν ἀπόδειξιν καί μαρτυρίαν ὅτι ἡ καταγωγή μας εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ (ὁ οὑμανισμός καί ἠ προέκτασή του ὁ οἰκουμενισμός εἶναι ἀνθρωποκεντρικοί, γειώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκόπτουν ἀπό τήν οὐράνια πατρίδα του καί τούς Θεϊκούς νόμους της…) ὅτι ἡμεῖς δέν εἴμεθα ἐκ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλά ἐκ τοῦ ἄλλου· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος μόνο ἐν τῷ Θεῷ·
ὅτι ζῶμεν ἐπί γῆς διά τοῦ οὐρανοῦ· ὅτι "ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει" (Φιλ. 3, 20) 
καί ὅτι ὁ σκοπός μας εἶναι νά οὐρανώσωμεν τόν ἑαυτόν μας, τρεφόμενοι μέ τον "οὐράνιον ἄρτον", τόν καταβάντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τήν γῆςν (πρβλ. Ἰωάνν. 6, 33, 35, 51).

(Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι θεός, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ!)
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Σταχυολογήματα περί Οὑμανισμοῦ καί Οἰκουμενισμοῦ (γ΄)

http://katanixis.blogspot.gr

Ή προφητική, αποστολική και πατερική συνείδηση του Οσίου Γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου



Ή προφητική, αποστολική και πατερική συνείδηση του Οσίου Γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου
Και έρχόμεθα τώρα, στην παρουσίαση σέ αδρές γραμμές των στοιχείων πού τον παρουσιάζουν, πέραν των άλλων πλευρών της πολυμερούς του προσωπικότητος και της πολυποίκιλης δράσης του, ως αγωνιστή και ομολογητή της Ορθοδοξίας. Βάσει αυτών τών στοιχείων, ιδιαίτερα της αυστηρής αλλά δίκαιης κριτικής πού ασκεί στις έκ της Δύσεως επιρροές και στο χώρο τού ήθους, της ηθικής ζωής, αλλά και στο χώρο τού δόγματος, στις έκτροπές από την ορθόδοξη πίστη, ό Γέροντας όσιος Φιλόθεος υπερτερεί όλων τών άλλων οσίων Γερόντων τού περασμένου αιώνος και αναδεικνύεται σέ εφάμιλλη τών Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων μορφή. Συντάσσει θαρραλέα υπομνήματα προς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες αλλά και προς τον λαό, και ως προφήτης της μετανοίας διαβλέπει ότι, αν συνεχιστεί αυτή ή ηθική διάβρωση και ή αποστασία από την πίστη, ό Θεός θα αποσύρει την Χάρη και την ευλογία Του παιδαγωγικά από το ελληνικό έθνος, όπως το έπραξε και στο παρελθόν. 

Σέ πολλά γραπτά του κείμενα είναι ολοφάνερη αυτή ή συνείδηση πού συναντά κανείς στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν έχει γι' αυτό άδικο ό π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στο μνημονευθέν βιβλίο του, πού αρχίζει τά «Προλεγόμενα» με το αναφερόμενο στον προφήτη και Πρόδρομο Ιωάννη χωρίο τού ευαγγελιστή Ιωάννη ως έφαρμοσθέν κατ’ άναλογίαν και εις τον Όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο: «Έγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης- ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί τού φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού».
Απεσταλμένος από τον Θεό προφήτης και διδάσκαλος δείχθηκε ό όσιος Φιλόθεος κατά τον 20ό αιώνα, κατά τον όποιο σπάνιζαν οι προφητικές φωνές, ενώ αντίθετα ακούονταν ηχηρές φωνές ψευδοπροφητών, ψευδοποιμένων και ψευδοδιδασκάλων πού κήρυτταν καινοτομίες και πλάνες. Ό ίδιος αμφιταλαντεύτηκε στο αν θα έπρεπε να άκολουθήσει την ησυχαστική μοναστική ζωή, μακριά από τούς θορύβους και τά προβλήματα του κόσμου, όπως επιθυμούσε, ή θα έπρεπε να συνδυάσει την μοναστική ζωή με ιεραποστολική δράση μέσα στον κόσμο, όπως του συνιστούσε ό πνευματικός του πατήρ και διδάσκαλος, ό Άγιος Νεκτάριος, πού έπραξε και αυτός το ίδιο, άκολουθώντας το παράδειγμα μεγάλων Άγιων Πατέρων, ιδιαίτερα τών Τριών Ιεραρχών.
Ή αμφιταλάντευση του αυτή έπαυσε, όταν με θεοσημία προφητική έστάλη να κηρύξει στον κόσμο. Διηγείται ό ίδιος ότι κατά το προσκυνηματικό του ταξίδι στους Άγιους Τόπους βρέθηκε στο θεοβάδιστο όρος Σινά. Εκεί κατά την κάθοδό του από το όρος Χωρήβ είσήλθε στο σπήλαιο του προφήτου Ήλιου και προσευχόμενος παρακαλούσε θερμά τον Θεό με δάκρυα να του αποκαλύψει αν είναι θέλημά Του να μείνει εκεί στο σπήλαιο, μακριά από τον μάταιο κόσμο, χωρίς περισπασμούς και φροντίδες, για να έχει διαρκώς ενωμένο τον νου του με τον Θεό, να σκέπτεται μόνον τά ουράνια. Και ενώ έλεγε αυτές τις σκέψεις, άκουσε τρεις φορές αόρατη φωνή να λέγει: «Ποίμαινε τά πρόβατά μου». Κατενόησε τότε ότι αυτό ήταν το θέλημα τού Θεού και επέστρεψε στην Λογγοβάρδα.
Περί του ότι σπάνιζαν τον 20ό αιώνα οι τολμηροί και ανδρείοι Όμολογηταί της πίστεως, ενώ έπλήθαιναν οι πολέμιοι της Εκκλησίας και μέσα στο σώμα τών έπισκόπων και ποιμένων, υπάρχει ένα συγκλονιστικό κείμενο προσευχής του προς τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό πού έκυκλοφορήθη και σέ ιδιαίτερο φυλλάδιο το 1973. Αφού επισημαίνει κατ’ αρχήν ότι οι Άγιοι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους, οι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, νίκησαν κατά την διάρκεια τών αιώνων τούς ορατούς και αοράτους εχθρούς, διέσωσαν την Αγία Εκκλησία και οδήγησαν πολλούς στην αληθινή πίστη, την Ορθόδοξη, προσθέτει: «Στις προηγούμενες γενεές υπήρξαν άνδρες Άγιοι, άνδρες σοφοί, δίκαιοι, τίμιοι, συνετοί, πνευματοφόροι, θεοφόροι, ανδρείοι στην ψυχή, οι όποιοι άγωνίσθηκαν υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ τών Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων και με την δική Σου συμμαχία και βοήθεια, Κύριε, νίκησαν τις παρατάξεις τών εχθρών και διέσωσαν την Εκκλησία.
Σήμερον τέτοιοι άνδρες, υπάρχουν ολίγοι, σπάνιοι, δυσεύρετοι και όχι ανδρείοι, σοφοί και "Άγιοι, ως οι παλαιοί Πατέρες ημών. Οι δέ πολεμούντες την Αγίαν Εκκλησίαν είναι πολλοί και κινδυνεύει το σκάφος της Εκκλησίας να καταποντισθεί, διά το μή έχειν καλούς ποιμένας και φύλακας. Μερικοί τών ποιμένων και επισκόπων, τούς όποιους έταξαν ποιμαίνειν και φυλάττειν την λογική Σου ποίμνη, την Αγία Εκκλησία, έγιναν προβατόσχημοι λύκοι, τέλειοι καταφρονηταί και παραβάται τών Ιερών Κανόνων και Αποστολικών Παραδόσεων, ζητούντες αποβολή αυτών και άντικατάστασι. Άλλοι άνοιξαν τις πόρτες και καλούν και δέχονται τούς λύκους Παπιστάς, Διαμαρτυρομένους και πάντας τούς αιρετικούς για να είσέλθουν άκωλύτως και θύσουν, άπολέσουν και κατασπαράξουν τά λογικά πρόβατα... Και άντί να άγωνίζωνται και να φροντίζουν να ένώσουν την Εκκλησία, άγωνίζονται να την διαιρέσουν ακόμη σέ περισσότερες και την καταστήσουν παναιρετική...»
Μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα της αύξήσεως τών εχθρών και πολεμίων της Εκκλησίας, της αδιαφορίας τών ποιμένων ή και της μεταβολής τους σέ εχθρούς, ή οποία σημειωτέον σήμερα είναι πολύ χειρότερη, ό όσιος Φιλόθεος αισθάνεται μεγαλύτερο το χρέος και την ευθύνη του ως πνευματικού πατρός και κληρικού να αγωνιστεί και να αντιδράσει. Διαβάζει τις συστάσεις τού Θεού προς τούς προφήτες να αναγγείλουν στον λαό τις αμαρτίες του με φωνή δυνατή σαν της σάλπιγγος, διαφορετικά θα τιμωρηθούν και αυτοί, και γράφει: «Ταύτα αναγνώσας εγώ, ό αμαρτωλός και ανάξιος, και φοβηθείς μήπως ως πνευματικός πατήρ και 'ιερεύς του Υψίστου, εάν σιωπήσω βλέπων την έρχομένην ρομφαίαν, μοί εκ ζητήση ό Κύριος λόγον, άναγγέλλω το αμαρτήματα του ελληνικού λαού και του κλήρου, καλών πάντας και πρώτον τον εαυτόν μου (επειδή κάγώ άμαρτωλότερος πάντων τυγχάνω) εις μετάνοιαν και έπιστροφήν». Γράφοντας προς τον πατριάρχη Αθηναγόρα επικριτικά για τά ανοίγματα του προς τον Πάπα εκφράζει τον ίδιο φόβο σέ περίπτωση πού θα σιωπήσει «Αναγκάζομαι να σάς γράψω, φοβούμενος ότι θα αμαρτήσω, εάν φιμωθώ και δεν ομολογήσω την άλήθειαν». Την ίδια συνείδηση ευθύνης εκφράζει και όταν εκδίδει το 1957 ειδικό φυλλάδιο εναντίον της βλασφημίας τών θείων, πού είχε προσλάβει τότε μεγάλη έκταση: «Συναισθανόμενος αφ' ενός το ιερόν καθήκον ως Πνευματικού Πατρός και Ιερέως, ότι δεν πρέπει να σιωπώ, αλλά να κηρύττω την άλήθειαν, να ελέγχω, να επιτιμώ, να νουθετώ και παρακαλώ τούς αμαρτάνοντας... έκρινα σκόπιμο να εκδώσω το παρόν βιβλιάριον».
Δεν έλειψαν βέβαια και οι έπικριταί αυτής της προφητικής και ομολογητικής στάσεως του οσίου Φιλοθέου, ί όποιοι του συνιστούσαν να κάνει υπακοή στον οικείο επίσκοπο και στις αποφάσεις των συνόδων. Γράφοντας απαντητικά το 1930 προς τον επίσκοπό του, πού του συνιστούσε υπακοή, έλεγε: «Εάν αυτήν την γνώμην ήκολούθουν πάντες οι Χριστιανοί κατά γράμμα, να ακολουθούν δηλαδή τούς επισκόπους εις πάντα, αλλοίμονο τότε, ούτε Ορθοδοξία, ούτε Εκκλησία, ούτε Ορθόδοξος Χριστιανός θα υπήρχε σήμερον. Εάν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ήκολούθουν τούς πατριάρχας και επισκόπους, Άπολιναρίους, Μακεδονίους, Εύτυχέας, Διοσκόρους, Σαβελλιο-Σεβήρους, Εύσεβίους και πολλούς άλλους, και έδέχοντο και ήσπάζοντο τά φρονήματά των, πού τότε Ορθοδοξία; Πού χριστιανός ευσεβής και ορθόδοξος;!! Και τί λέγω ανθρώπους, πατριάρχας και μητροπολίτας; Και δεν λέγω συνόδους, όχι από πέντε ή δέκα και είκοσι τοιούτους, αλλά από 100, 200 και 348 μητροπολίτας και επισκόπους, άποτελουμένας; Διότι 348 τον αριθμό συνήλθον εν έτει 754 εν Κωνσταντινουπόλει και έξέδωκαν τον όρον» εναντίον των άγιων εικόνων. Συμπληρώνοντας την επιχειρηματολογία του, γράφει ότι «υπάρχουν και εξαιρέσεις, καθ’ ας άκριματίστως δύναταί τις να παρακούη, καθώς και άνωτέρω είπομεν και ως οι Άγιοι Πατέρες και Απόστολοι, μάς παραγγέλλουν», δίνει δέ στη συνέχεια και σχετικά χωρία από την Αγία Γραφή και τούς Αγίους Πατέρες.
Σέ ελεγκτική επιστολή πού στέλνει το 1976 «Προς την σεπτήν Ιεραρχίαν» της Εκκλησίας της Ελλάδος γράφει: «Ας μή είπωσι: Ποιος είσαι εσύ πού θέλεις να διδάξεις ημάς τούς αρχιερείς, σύ ό κατώτερος ημάς τούς ανωτέρους σου; Ότι είμαι κατώτερος και άμαθής το γνωρίζω, ότι είμαι μηδέν έκ τού μηδενός. Αλλά είμαι και άνθρωπος Χριστιανός Ορθόδοξος και Πνευματικός και οφείλω, όταν υβρίζεται ή πίστις μου να μή κλείω το στόμα μου και να σιωπώ. Ό Πρόδρομος Ιωάννης εν έρήμω διέτριβεν, άλλ' όταν έπληροφορήθη ότι ό βασιλεύς Ηρώδης παρηνόμησεν, άφήκε την έρημον και μετέβη εις την πόλιν και ήλεγξε τον παρανομήσαντα βασιλέα. Και πάς άνθρωπος οίος και αν ή, οφείλει να μή κλείη το στόμα του, όταν άκούη την πίστιν του να υβρίζεται, αλλά να διαμαρτύρεται, να συμβουλεύει και εν ανάγκη να ελέγχει».
Ακόμη και τούς Αγιορείτες Πατέρες ελέγχει με πειστική επιχειρηματολογία, γιατί δέχθηκαν να οργανώσουν στο Αγιον Όρος το 1963 τίς τελετές γιά την χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους, γιατί θεωρεί ότι είναι κοσμικές εκδηλώσεις ξένες προς τά μοναστικά ήθη και την ιστορία τού Μοναχισμού, τελικώς δέ βλάβη θα προκαλέσουν παρά όφελος. 
Αναιρώντας δέ πιθανή ένσταση για την ανάμειξη του σέ ξένη δικαιοδοσία γράφει: «Άλλ' ίσως μοί εϊπουν τινές- ημείς γνωρίζομεν να φυλάξωμεν τον εαυτόν μας από τας παγίδας τού Διαβόλου, σύ πάτερ Φιλόθεε τί ενδιαφέρεσαι; Σύ είσαι ξένος, κοίταξε το μοναστήρι σου. Ενδιαφέρομαι ως Χριστιανός, ως όμόσχημος αδελφός, αλλά και διότι ή Λογγοβάρδα έχει ίδρυθή από Άγιορείτας, τούς λεγομένους Κολλυβάδες, φίλους, όμαίμονας και όμόφρονας τών Αγίων εκείνων Πατέρων Νικοδήμου Ναξίου του Αγιορείτου, Αθανασίου του διδασκάλου του Παρίου, Μακαρίου Νοταρά κ.λπ. ... Λοιπόν, όπως ένδιαφέρομαι και διά την μονήν μου, ένδιαφέρομαι και διά το Αγιον Όρος... έχω δέ καθήκον ιερόν και έπιβεβλημένον ως μοναχός και δή ως Πνευματικός, να ένδιαφέρωμαι όχι μόνον διά την μονήν μου και τας μονάς του Αγίου Ορους, αλλά και
δι’ όλας τας μονάς και δι’ όλους τούς μοναχούς της πατρίδος και της Εκκλησίας μου».
Απεύθυνε τούς προφητικούς και πατερικούς ελέγχους του κατά διαφόρους καιρούς χωρίς να φοβείται, σέ βασιλείς, πρωθυπουργούς, υπουργούς, πατριάρχας, αρχιεπισκόπους, επισκόπους και άλλους αξιωματούχους, όταν πληροφορείτο ότι προσέβαλαν τά δόγματα και την διδασκαλία της Εκκλησίας. Συνοψίζοντας την σχετική δραστηριότητά του, γράφει: «Άλλ’ ημείς, και εάν πολλοί είναι οι κωφεύοντες και τυφλώττοντες, όφείλομεν να κηρύττωμεν και να όμολογώμεν την άλήθειαν. Από την στιγμήν πού έγινα ιερεύς και πνευματικός από το έτος 1912 έως σήμερον έστειλα πολλά υπομνήματα εις βασιλείς, πρωθυπουργούς, την Ίεράν Σύνοδον, εις μητροπολίτας και άλλαχού. Εστειλα και 4 έγερτήρια σαλπίσματα, άλλ’όμως δεν ήκουσαν.
Είπα και λάλησα, αμαρτία ουκ έχω. Άλλ’ εφ’ όσον οι άνθρωποι και μαζί με αυτούς και εγώ δεν άκούουν τον Θεόν, πώς θα άκούσουν εμέ τον αμαρτωλό; Δεν έπαυσα όμως να όμιλώ, αλλά μάχομαι εναντίον τών καταφρονητών τών Άποστολικών και Πατερικών παραδόσεων, τών έχθρών της Ορθοδοξίας και φίλων τών σχισματοαιρετικών Παπιστών και Διαμαρτυρομένων, οι όποιοι προσπαθούν δολερώς να πλανήσουν τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, διά να τούς άκολουθήσουν εις την πλάνην των... Τώρα όμως θα παύσω να γράφω, διότι αναχωρώ της πρόσκαιρου ζωής διά την αιώνιον και ούράνιον πατρίδα».
Ήταν τόσος ό προφητικός και αποστολικός ζήλος του με συνακόλουθα την τόλμη και την ανδρεία του, ώστε κατά μία επίσκεψη του στην Κωνσταντινούπολη (1934) είχε προγραμματίσει να συναντήσει τον Κεμάλ Ατατούρκ, πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, και να τον προτρέψει να σπασθεί τον Χριστιανισμό. Τον απέτρεψε όμως από το εγχείρημα αυτό ό τότε πατριάρχης Φώτιος, διότι υπήρχε όξυνση στις σχέσεις μεταξύ Κεμάλ και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όταν επέστρεψε στην Λογγοβάρδα, έγραψε σχετική επιστολή πού έχει διασωθεί. Πληροφορηθείς ότι ό Κεμάλ ήτο άρρωστος, αποφάσισε να τον επισκεφτεί στην Άγκυρα• αλλά όταν έφθασε στην Αθήνα έμαθε ότι πέθανε, και έτσι ματαιώθηκε οριστικά το εγχείρημα, το όποιο πάντως δείχνει ότι ό ιεραποστολικός του ζήλος έφθανε μέχρι του να οραματίζεται να προσελκύσει στον Χριστιανισμό ολόκληρα έθνη.
Επειδή μάλιστα ομιλούμε για συνείδηση προφητική, δεν είναι περιττό να μνημονεύσουμε ότι μεταξύ των εχθρών και πολεμίων του Χριστιανισμού έβλεπε τον Κομμουνισμό και συχνά αναφερόταν στους διωγμούς, πού ύφίσταντο οι Χριστιανοί, εκεί όπου είχαν επικρατήσει τά κομμουνιστικά καθεστώτα, αλλά και προέλεγε ότι σύντομα θα εκριζωθούν, όπως και έγινε: «Οι μπολσεβίκοι της Ρωσίας και οι ερυθροί της Ισπανίας, διότι στερούνται των όπλων της Αγάπης, της πίστεως και της ελπίδος, κατέστησαν άθλιας και δυστυχείς τας πατρίδας των. Βεβήλωσαν και μόλυναν τους ιερούς ναούς και τά άγια θυσιαστήρια, κατάσφαξαν αγρίως και ποικιλοτρόπως βασάνισαν και θανάτωσαν μυριάδας ανεύθυνων κληρικών και λαϊκών. Έχυσαν ποταμούς αιμάτων αθώων και θα αφήσουν εις τας μετά ταύτα γενεάς στίγμα και αιώνιον ανάθεμα της φαυλότητος, της κακίας και μοχθηρίας των. Αλλά "πάσα φυτεία ην ουκ έφύτευσεν ό Ουράνιος Πατήρ έκριζωθήσεται”. Ό μπολσεβικισμός και ό κομμουνισμός είναι φυτεία τού σατανά, διότι στερείται της Αγάπης, της πίστεως, της ελπίδος, επομένως ταχέως θα έκριζωθή. 
Οι ερυθροί της Ισπανίας ήρχισαν να ξεκλωνίζονται και να έκριζοΰνται - την όμοίαν τύχην θα υποστούν συντόμως και οι τούτων αδελφοί άθεοι μπολσεβίκοι της Ρωσίας».
Μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του αγωνιούσε για την προσωπική πνευματική του πορεία, γι’ αυτό και ευχαριστούσε τον Θεό ό Όποιος τον διεφύλαξε από τις παγίδες και πλάνες του Διαβόλου, αλλά και έστενοχωρείτο για την αξιοθρήνητη κατάσταση της Εκκλησίας και τών ποιμένων της. Παραθέτουμε ένα μικρό σχετικό απόσπασμα τών λεγομένων του: «Έφθασε το τέλος μου και ευχαριστώ τον θεόν, διότι με διεφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, σωματικούς και ψυχικούς από πολλάς πλάνας και παγίδας τού δολίου δράκοντος και Τον παρακαλώ να με διαφυλάξη άχρι της τελευταίας στιγμής του θανάτου μου και είσαγάγη με εις τας ούρανίους σκηνάς, ένθα τών εύφραινομένων ή κατοικία. Άλλ’ ή ψυχή μου εις τας τελευταίας στιγμάς του βίου μου είναι περίλυπος και κατώδυνος, βλέπων την αξιοθρήνητο κατάστασιν της Εκκλησίας και τών ποιμένων 
Αυτής, οι όποιοι, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, αντί να γίνουν φώς με τά καλά των έργα, έγένοντο σκότος και αιτία να βλασφημήται εις τά έθνη το όνομα του Ουρανίου Πατρός ημών. Πιστεύω και ελπίζω ότι ό ιδρυτής της Εκκλησίας και άρχων της ειρήνης, τούτους μεν θα συντρίψη ως σκεύη κεραμέως, την δέ Εκκλησίαν Αυτού, την οποίαν ήγίασε διά του παναχράντου Αυτού αίματος, θα διασώση έκ του κινδύνου του καταποντισμού. Εγώ μεν άπέρχομαι εν ειρήνη, εσείς δέ σώθητε, ως σοφοί και φρόνιμοι, από την παρούσαν πονηράν γενεάν και διεφθαρμένην».

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΟΘΕΟ ΖΕΡΒΑΚΟ.

apantaortodoxias

«ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΟΤΙ ΖΟΥΜΕ ΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ»



"Δεῦρο δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης" (Αποκάλυψη 17,1)
τοιχογραφία στον νάρθηκα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου. 

«Θα συμβούν γεγονότα πολλά. Ίσως προλάβετε να ζήσετε και εσείς πολλά από τα σημεία, που γράφει η Αποκάλυψη. 
Σιγά – σιγά αρκετά αρχίζουν και βγαίνουν. Φωνάζω ο ταλαίπωρος πριν από τόσα χρόνια. Είναι φοβερή, εξωφρενική η κατάσταση. Η παλαβομάρα έχει ξεπεράσει τα όρια. Ήρθε η αποστασία και μένει τώρα να έρθει «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (Β΄ Θεσσαλονικείς 2, 3). 
Θα γίνει τρελοκομείο. 
Μέσα στην αναμπουμπούλα που θα επικρατεί, θα ξεσηκωθεί κάθε κράτος να κάνει ό,τι του λέγει ο λογισμός. Ο Θεός να βάλει το χέρι του, τα συμφέροντα των μεγάλων να είναι τέτοια που θα μας βοηθήσουν. Κάθε λίγο θα ακούμε κάτι καινούργιο. Θα βλέπουμε να γίνονται τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα πράγματα. 
Μόνον, που τα γεγονότα θα περνάνε τάκα – τάκα (γρήγορα). Οικουμενισμός, κοινή αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων. Οι Σιωνιστές ετοιμάζουν κάποιον Μεσσία. Γι΄ αυτούς ο Μεσσίας είναι βασιλιάς, δηλαδή θα κυβερνήσει εδώ στη γη. Οι Ιεχωβάδες, και αυτοί αποβλέπουν σε έναν βασιλιά επίγειο. Θα παρουσιάσουν οι Σιωνιστές έναν, και οι Ιεχωβάδες θα τον δεχθούν. Θα πουν «αυτός είναι». Θα γίνει μεγάλη σύγχυση. Μέσα στην σύγχυση αυτή όλοι θα ζητούν έναν Μεσσία, για να τους σώσει. Και τότε θα παρουσιάσουν κάποιον που θα πει : «Εγώ είμαι ο Ιμάμης, εγώ είμαι ο πέμπτος Βούδας, εγώ είμαι ο Χριστός, που περιμένουν οι Χριστιανοί, εγώ είμαι αυτός, που περιμένουν οι Ιεχωβάδες, εγώ είμαι ο Μεσσίας των Εβραίων. Πέντε «εγώ» θα έχει……. 
Ο αντίχριστος θα είναι ο αναμενόμενος, κατά κάποιον τρόπον, ενσαρκωμένος διάβολος, που θα παρουσιασθεί στον ισραηλιτικό λαό ως Μεσσίας και θα πλανήσει τον κόσμο. Έρχονται δύσκολα χρόνια. Θα έχουμε δοκιμασίες μεγάλες. Θα έχουν μεγάλο διωγμό οι χριστιανοί. Και βλέπεις, οι άνθρωποι ούτε καν καταλαβαίνουν ότι ζούμε στα σημεία των καιρών, ότι προχωρεί το σφράγισμα. Είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Γι΄ αυτό λέγει η Γραφή ότι θα πλανηθούν και οι εκλεκτοί (Ματθαίος 24, 24 και Μάρκος 13, 22). Όσοι δεν έχουν καλή διάθεση δεν θα φωτισθούν και θα πλανηθούν στα χρόνια της αποστασίας. Γιατί, όποιος δεν έχει Θεία Χάρη, δεν έχει πνευματική διαύγεια, όπως και ο διάβολος».

ΣΩΤΗΡΧΟΣ Μ.Π., ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ, 
εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΘΗΝΑ 2009, σ. 56 κ.ε.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Αυτή η αγάπη παρακινούσε τους Αγίους να κάνουν τους υπερφυσικούς αγώνες. Αυτήν την αγάπη είχαν οι Μάρτυρες και δια τας πληγάς και τα αίματα εχαίροντο και επιθυμούσαν τον θάνατον. Δια την αγάπην του Χριστού οι όσιοι Πατέρες εκακοπαθούσαν εις τας ερήμους και δια την αγάπην αυτήν επροτιμούσαν καθ΄ ημέραν να αποθνήσκουν. Αλλά πώς να ομιλήσωμεν και δια την ανέκφραστον αγάπην του Χριστού δια τον άνθρωπον; 
Αγωνιούσε και ίδρωνε προσευχόμενος εις την Γεσθημανή. Το σώμα του εμαστιγώθη και το φραγγέλιον επλήγωσε όλο το Άχραντο Σώμα του. Το αίμα του έσβησε τον ήλιον και τους βράχους έσχισε και τον αέρα ηγίασε και το χειρόγραφον των αμαρτιών μας διέρρηξε. 
Πώς αυτήν την αγάπην να αμελήσωμεν; 
Πώς αυτήν την υπέρτατην θυσίαν να καταφρονήσωμεν; 
Και πώς να εκφράσωμεν την ευγνωμοσύνην μας δια τις άπειρες δωρεές που μας δίδει; Γνωρίζομεν την αλήθειαν του Ευαγγελίου και πορευόμεθα κατά το Άγιον θέλημά του, αν και είμεθα ανάξιοι. Πόσοι άνθρωποι από άγνοιαν ή από ραθυμίαν και αμέλειαν ζουν μέσα εις το σκότος της αμαρτίας και δεν γνωρίζουν που πηγαίνουν και τί κάνουν. Δια τις άπειρες δωρεές του και την πολλήν του αγάπην πρέπει να τον ευχαριστούμεν και να τον δοξάζωμεν συνεχώς και να υπομένωμεν τας θλίψεις και τις ασθένειες, όπου παραχωρεί δια την σωτηρίαν μας. Είναι άγνοια μεγάλη να δυσφορούμε εις το θείον θέλημα και να ερωτούμεν διατί να συμβεί αυτό ή εκείνο. Η ευγνωμοσύνη και η ευχαριστία μας εις όσα μας δίδει, ευαρεστεί τον Άγιον Θεόν και παρακινεί αυτόν να αυξάνει τις δωρεές Του. 
Η χαρά και η αγάπη του Χριστού είναι το πλήρωμα της ζωής του Χριστού, δια την οποίαν τα πάντα πρέπει να υπομένωμεν και να ευχαριστούμεν τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν, δια να δοξάζωμεν το Άγιον Όνομα Του εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ, 
ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σσ. 53-54.

ΦΡΟΝΤΙΣΤΕ ΛΙΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΑΣ



…Όλα όσα κάνουμε πρέπει να κατ κάνουμε με τις δυνάμεις που έχουμε, και να μην κάνουμε αυτό που είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Εσείς όμως όλες τις δυνάμεις σας σπαταλάτε για τις σωματικές ανάγκες και για την ψυχή μένουν μόνο λίγα νυσταγμένα λεπτά… Είναι ποτέ δυνατόν αυτό! Πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Σωτήρα μας: 
«ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ…» (Ματθαίος 6, 33). 
Και αυτή είναι μια εντολή του Θεού όπως και άλλες. Η παραβίαση αυτής της εντολής βλάπτει πιο πολύ την ψυχή παρά μια τυχαία πτώση. Εξασθενεί την ψυχή, την κάνει αναίσθητη και πολύ συχνά οδηγεί στον πνευματικό θάνατο: «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθαίος 8, 22). 
Η ψυχή αυτών των ανθρώπων είναι νεκρή, αυτοί δεν έχουν την πνευματική αίσθηση, δεν εκτελούν θερμά τις εντολές. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ούτε θερμοί ούτε κρύοι και αυτούς ο Κύριος απειλεί να τους απορρίψει. Χρειάζεται τουλάχιστον μια φορά την ημέρα, για λίγα λεπτά, να σταθούμε στην θεϊκή κρίση σαν να είχαμε πεθάνει και βρισκόμαστε μπροστά στον Κύριο περιμένοντας την καταδίκη μας, που θα μας στείλει. Συμβουλεύω σε όλους να κάνετε αυτό συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής σας. Καλύτερα το βράδυ ή όποτε θέλουμε να συγκεντρωθούμε και με όλη την ψυχή μας να ικετεύσουμε τον Κύριο να μας συγχωρήσει…
Φροντίστε λίγο για την ψυχή σας. Όλα περνούν, ο θάνατος είναι κοντά μας και εμείς δεν σκεπτόμαστε καθόλου τί θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στην κρίση και τη καταδίκη που θα μας βγάλει ο Δίκαιος Κριτής, ο οποίος ξέρει καλά την κάθε κίνηση της ψυχής μας και του σώματος από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι το θάνατο. Τι θα απαντήσουμε τότε; 
Οι Άγιοι Πατέρες εδώ, στην γη, έκλαιγαν και ικέτευαν τον Κύριος να τους συγχωρέσει για να μην κλαίνε στην Κρίση και στην αιωνιότητα. Αν αυτοί είχαν ανάγκη να κλαίνε, τότε γιατί εμείς, αμαρτωλοί άνθρωποι, βλέπουμε τον εαυτό μας καλό και ζούμε τόσο αφρόντιστα και σκεφτόμαστε μόνο για τα καθημερινά πράγματα...


ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΝΙΚΩΝΟΣ ΒΑΡΟΜΠΙΩΦ, 
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ. 14 κ.ε.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἡσαΐας, περιγράφει στὸ βιβλίο του μίαν ἐκπληκτικὴ ἐμπειρία του, ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα. Εἶδε, μᾶς λέει, τὸν Θεὸ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα θρόνο ψηλό, πλημμυρισμένο ἀπὸ δόξα. Γύρω ἀπὸ τὸν θεϊκὸ αὐτὸ θρόνο, στέκονταν ἄγγελοι καὶ ἔψαλλαν τὸν γνωστὸ ὕμνο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ὁ Ἡσαΐας παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Σὲ κάποια στιγμὴ εἶπε: «Ὢ ταλαίπωρος ἐγώ! Ἔχω συγκλονιστεῖ ὁλόκληρος! Γιατὶ ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ μέσα σὲ λαὸ ποὺ ἔχει ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν βασιλιὰ Κύριο Σαβαώθ». Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἕνας ἄγγελος πῆρε μὲ μιὰ λαβίδα ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: « Νὰ αὐτὸ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τὶς ἁμαρτίες σου». Ὁ Ἡσαΐας πῆρε μεγάλη δύναμη ἀπὸ τὴ φωτιὰ αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ ξεκίνησε τὴν μεγάλη ἀποστολή του.
Αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς συμβολίζει τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ποὺ μεταγγίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ πῦρ τῆς θεότητος. Εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρὸς ποὺ κατέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ποὺ δυστυχῶς τὸν ἀγνοοῦν ἢ τὸν περιφρονοῦν.

Γιατί ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ;

Ἦλθε μήπως νὰ φέρει μιὰ καινούργια θρησκεία; Μιὰ διαφορετικὴ φιλοσοφία; Μίαν ἄλλη θεωρία; Τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἦλθε, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἑνώσει τὰ διασκορπισμένα παιδιά Του, δίνοντάς τους τὴν δυνατότητα νὰ θεωθοῦν. Ὁ Χριστὸς δὲν πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ σὰν κομήτης. Ἦλθε καὶ ἔμεινε. Χάρισε καὶ ἄφησε στὸν κόσμο τὸ θεανθρώπινο σῶμα Του. Κι ἔτσι μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα ὄχι μόνο νὰ τὸν σκεφτόμαστε, ὄχι μόνο νὰ τὸν θυμόμαστε, ἀλλὰ νὰ τὸν αἰσθανόμαστε, νὰ τὸν ζοῦμε καὶ ἀκόμη περισσότερο νὰ ἑνωνόμαστε μαζί του: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ».

Ἕνωση μὲ τὸν Χριστό

Αὐτὴ τὴ δυνατότητα μᾶς προσφέρει ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεία λειτουργία δὲν πᾶμε μόνον γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ κεντρικὸ γεγονὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ θεία μετάληψη. Ὅταν μεταλαμβάνουμε, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό. Τὸ ἀδύναμο, πήλινο, ἁμαρτωλό, ἀνθρώπινο σῶμα μας, ἑνώνεται μὲ τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ φτωχὸ ἀνθρώπινο αἷμα μας, ποτίζεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὶς φλέβες μας κυκλοφορεῖ πλέον τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά. Παράλληλα, ἐφόσον ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό, ἑνωνόμαστε καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Ὅλοι ἔχουμε πλέον τὸ ἴδιο σῶμα καὶ στὶς φλέβες μας ρέει τὸ ἴδιο αἷμα. Γινόμαστε συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ. Ἀποτελοῦμε πλέον ἕναν ὀργανισμό, ἐμποτισμένο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ ὀργανισμὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἢ ὅπως τὸν ὀνομάζουμε, ἡ θεία - θεϊκὴ κοινωνία.

Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ

Ὁ Ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ καὶ ἀναλύει θαυμάσια τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησίας. Μὲ τὸ βάπτισμα, λέει, γίναμε ἕνα μὲ τὸν Κύριο. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Ἀνήκουμε στὴν οἰκογένειά του. «Ὑμεῖς δὲ ἐστὲ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Στὸ σῶμα μας τὸ κάθε μέλος εἶναι τόσο στενὰ - ὀργανικὰ ἑνωμένο μὲ τὸ σύνολο, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ ξεχωρίσεις καὶ νὰ τὸ ἀποσπάσεις. Καὶ πρὸ παντὸς εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸ κέντρο, τὴν κεφαλή, ποὺ δίνει σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα τὶς ἐντολές.
Στὸ βάπτισμα, λοιπόν, ἐνωθήκαμε μὲ τὸ ἱερὸ σῶμα ποὺ λέγεται ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ του σώματος, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸν σύνδεσμο καὶ τὴν ἑνότητα ποὺ ἀποκτήσαμε μὲ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος, τὴ ζοῦμε καὶ τὴν ἀνανεώνουμε τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας. Συγκεντρωνόμαστε ὅλα τα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ διακηρύξουμε, πὼς εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, συνδεδεμένοι μεταξύ μας.

Κατάργηση διαφορῶν καὶ ἀνισοτήτων

Ὁπωσδήποτε, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ θεανθρώπινη κοινωνία, δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν διαφορές. Τὰ πάντα, ὅπως στὸ σῶμα, δουλεύουν ἁρμονικά, μὲ ἀλληλοσεβασμό. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀδικήσουμε, νὰ ὑπονομεύσουμε, νὰ περιφρονήσουμε τὸν ἀδελφό μας. Γιατὶ ὅ,τι κάνουμε ἔχει ἀντίκτυπο στὸν ἑαυτό μας. Προσβάλλουμε τὸ δικό μας σῶμα. Ἀλλοίμονο ἂν τὰ μέλη τοῦ σώματος μᾶς εἶχαν διαφορὲς καὶ συγκρούσεις.
Ἐπίσης σ᾿ αὐτὴ τὴ θεία κοινωνία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἀνισότητες, μικροὶ - μεγάλοι, μορφωμένοι - ἀγράμματοι, πλούσιοι - φτωχοί. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ. Πάντες γὰρ εἰς ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου

Καὶ κάτι ἀκόμη πολὺ βασικό. Μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἡ ἀσυνέπεια καὶ ἡ ἀδιαφορία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀπουσιάζει κανεὶς ἀπ᾿ τὴ σύναξη τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν μετέχει στὴν θεία κοινωνία. Εἶναι σὰ νὰ ἀρνεῖται τὴν οἰκογένειά του. Καὶ τὸ πιὸ φοβερό: Εἶναι σὰ νὰ ἀκρωτηριάζει τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς τολμάει νὰ κόψει τὸ χέρι του ἢ νὰ βγάλει τὸ μάτι του καὶ νὰ τὸ πετάξει; Καὶ μόνη αὐτὴ ἡ σκέψη προκαλεῖ φρίκη.
Πῶς ὅμως τολμᾶμε νὰ ἀποκόπτουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκρωτηριάζουμε τὴν ἐκκλησία; Βεβαίως ἔχουμε ἕτοιμες πολλὲς δικαιολογίες καὶ προφάσεις: Οἱ δουλειές, οἱ ἀπασχολήσεις, τὰ μαθήματα, ὁ χρόνος... Τὰ δευτερεύοντα ἔγιναν πρωτεύοντα! Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν ἔλεγαν τὰ χέρια μας ἢ τὰ πόδια μας: «δὲν εὐκαιροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τὴν κεφαλὴ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ νὰ πάρουμε τὸ αἷμα ποῦ αὐτὴ μας στέλνει;» Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν αὐτοκτονία. Πῶς θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο ἐδῶ; Θὰ ἀποκόψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ ἀρνηθοῦμε τὸ αἷμα ποὺ μᾶς δίνει Ἐκεῖνος;
Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ κανόνες τῆς ἐκκλησίας ἦσαν ἰδιαίτερα αὐστηροί. «Πάντας τους εἰσιόντας πιστοὺς καὶ τῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τὴ ἁγία μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθη χρή». Ἦταν αὐτονόητο ὅτι ἂν κάποιος ἀδιαφοροῦσε καὶ δὲν κοινωνοῦσε γιὰ μερικὲς ἑβδομάδες ἀπεκόπτετο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας.

Συχνὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Κοινωνία

Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ὁ Χριστὸς παρουσιάζει μιὰ πολὺ ὡραία εἰκόνα: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ». Ὁ Χριστὸς χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ διακριτικότητα. Δὲν κραυγάζει, δὲν σπάει τὴν πόρτα, γιατὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Δείχνει μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ πόσο μᾶς σέβεται, ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς ἀγαπάει. Λαχταράει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, νὰ μπεῖ καὶ νὰ δειπνήσει μαζί μας. «Ἐπιθυμία ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν». Θέλει, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ βρίσκεται κάθε μέρα στὸ σπίτι τοῦ καθενός μας κι ἐμεῖς τὸν περιφρονοῦμε. Μὲ δυσκολία τοῦ ἀνοίγουμε τὴν πόρτα μας, ἐλάχιστες φορὲς τὸν χρόνο, σὰν σὲ ἀδιάφορο ἐπισκέπτη, ἴσως καὶ βαρετό.
Καὶ πόσο βιαζόμαστε νὰ τελειώνουμε μαζί του!
Ἐδῶ αὐθόρμητα προβάλλει τὸ ἐρώτημα: Κάθε πότε πρέπει νὰ κοινωνοῦμε; Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πές μου, ρωτάει, ἂν κληθεῖ κάποιος σὲ δεῖπνο καὶ προσέλθει, καὶ ἀφοῦ πλύνει τὰ χέρια του καὶ καθίσει στὸ τραπέζι, χωρὶς κἂν νὰ ἀγγίξει τὰ ἐδέσματα ποὺ ὁ οἰκοδεσπότης προσφέρει, δὲν προσβάλλει αὐτὸν ποὺ τὸν κάλεσε;»
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι ἐδῶ. Ὅταν προσέρχεσαι σὲ κάποιο τραπέζι, προσέρχεσαι γιὰ νὰ φᾶς. Καὶ ἡ θεία λειτουργία εἶναι τραπέζι, εἶναι τροφή. Κι ἐρχόμαστε σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ τραπέζι, ὄχι γιὰ νὰ κάτσουμε στὴν ἄκρη, ὄχι γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουμε. Φέρνουμε τὶς προσφορές μας, τοὺς καρποὺς τοῦ μόχθου μας, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ ἁγιάσει τὰ δῶρα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μὰ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε.
Δυστυχῶς, ὅμως. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν ξεχνᾶμε. Ὁ διάβολος μᾶς ρίχνει πολλὲς φορὲς στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη νίκη του. Ἡ μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐπιτυχία τοῦ εἶναι ποὺ μᾶς ἔχει πείσει νὰ μὴν κοινωνοῦμε συχνά. Γράφει ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν θεία κοινωνία, γίνονται ἐχθροί του Θεοῦ καὶ φίλοι των δαιμόνων.

Μιὰ ἔνσταση

Κι ἐδῶ προβάλλουν κάποιες ἐνστάσεις. Πολλοὶ φέρουν ὡς ἐπιχείρημα τὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζει κανεὶς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τότε νὰ τρώει ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ νὰ πίνει ἀπὸ τὸ ποτήριο. Γιατὶ ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸν οἶνο μὲ τρόπο ἀνάξιο, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ποὺ τρώει κι αὐτὸ ποὺ πίνει φέρνει πάνω του καταδίκη» (Α´ Κορ. ια´ 27-29). Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν δὲν κοινωνοῦμε. Λέει ὁ Χριστός: «Σᾶς βεβαιώνω πὼς ἂν δὲν φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα του, δὲν ἔχετε μετοχὴ στὴ ζωή». Ἑπομένως ἐὰν τὸ νὰ πλησιάζει κανεὶς ὅπως τύχει εἶναι κίνδυνος, ἔτσι καὶ τὸ νὰ μὴν κοινωνεῖ κανεὶς εἶναι θάνατος. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸν τρόπο προσέλευσης. Ἀνάξιος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ κοινωνήσει. Αὐτὸς ποὺ στηρίζεται στὴν (ἀνύπαρκτη) ἀρετή του καὶ ὄχι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνάξιος εἶναι ὁ ἀμετανόητος. Καὶ σίγουρα ὁ Ἀπ. Παῦλος ὑπονοεῖ τὸν ἀπροετοίμαστο, αὐτὸν ποὺ πλησιάζει χωρὶς κάποια συναίσθηση.
Ρώτησαν ἕναν εὐσεβῆ ἱερέα: Πῶς πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν χριστιανικὴ ζωὴ στὸν κόσμο; Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε: Ἁπλούστατα, ἔχοντας στὸ νοῦ του συνέχεια ὅτι αὔριο, μεθαύριο ἢ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ κοινωνήσει.

Ἐξομολόγηση καὶ νηστεία

Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ πιστεύουν πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κανεὶς ἂν δὲν ἐξομολογηθεῖ πρῶτα καὶ δὲν νηστέψει ἀρκετὲς μέρες. Αὐτὸ εἶναι τραγικὸ λάθος. Οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος κοινωνοῦσαν τουλάχιστον τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα! Δὲν ἦταν δυνατὸ οὔτε νὰ ἐξομολογοῦνται οὔτε νὰ νηστεύουν κάθε μέρα. Τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς. Ἂν θελήσουμε νὰ μεταλαμβάνουμε συχνά, δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐξομολόγηση. Στὸν πνευματικὸ θὰ προστρέξουμε ὅταν ὑπάρχει κάτι σοβαρό. Ὅπως καὶ στὸν γιατρὸ δὲν θὰ πᾶμε γιὰ τὰ μικρο-τραύματά μας.
Τὸ θέμα τῆς νηστείας εἶναι γιὰ τοὺς περισσότερους τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο ἢ πρόφαση. «Ἐγὼ δὲν κοινωνῶ ἂν δὲν νηστέψω μιὰ ἑβδομάδα, 15 μέρες ἢ 40 ἡμέρες!» Ὀφείλουμε ὅμως νὰ τονίσουμε μὲ ἔμφαση, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται νηστεία πρὶν τὴν θεία κοινωνία. Ἐμεῖς βάζουμε τὴ νηστεία πάνω ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία. Ἔτσι, τὸ μέσο τὸ κάναμε σκοπὸ καὶ βρήκαμε ἕνα ἄλλοθι γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ συχνὴ συμμετοχή μας στὴ θεία εὐχαριστία.
Βεβαίως καὶ ὑπάρχουν ἐμπόδια γιὰ τὴν θεία κοινωνία, τὰ ὁποῖα τὰ ξεχνοῦμε. Ὁ Χριστὸς ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὴν ἔχθρα, στὴ μνησικακία. Καὶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει: «Κανένας, μὰ κανένας, δὲν ἀτιμάζει τόσο τὴν ἱερὴ αὐτὴ πανήγυρι, ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὴν γιορτάζει ἐνῶ ἔχει μέσα του μνησικακία. Ἀκόμη περισσότερο, οὔτε κὰν νὰ μὴν γιορτάσει μπορεῖ, ἔστω κι ἂν μείνει δέκα μέρες τελείως νηστικός... Σᾶς τὸ λέω, λοιπόν, προκαταβολικὰ καὶ διαμαρτύρομαι καὶ τὸ φωνάζω δυνατά. Κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐχθρὸ ἂς μὴν πλησιάζει στὴν ἱερὴ τράπεζα καὶ ἂς μὴ δέχεται τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος πλησιάζει νὰ μὴν ἔχει ἐχθρό. Ἔχεις ἐχθρό; Νὰ μὴν προσέλθεις. Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου καὶ τότε νὰ προσέλθεις».

«Προσέλθετε»

Ἂς προσερχόμαστε, λοιπόν, συχνὰ στὴ θεία κοινωνία μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία, σ᾿ ἕνα κλίμα ἡσυχίας, σιωπῆς, περισυλλογῆς, προσευχῆς, ἐποικοδομητικῆς μελέτης. Μὲ συντριβὴ καὶ εὐλάβεια. Ἔχοντας συμφιλιωθεῖ μὲ ὅλους. Ἂς προσευχηθοῦμε μὲ θέρμη (πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως τὴν ὁποία ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ διαβάζουμε). Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς πλησιάσουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης».

«Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»

Μὲ τὴν θεία κοινωνία ἀνεβαίνουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του στὸ Ὄρος Θαβώρ. Ἀπολαμβάνουμε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Του, θεωροῦμε τὴν δόξα Του. Ἂς μὴν βιαστοῦμε νὰ κατέβουμε. «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Ἂς μείνουμε στὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, περισυλλογῆς, σιωπῆς, μελέτης κι εὐχαριστίας. Ἔτσι, θὰ διατηρήσουμε περισσότερο χρόνο μέσα μας τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ζωή μας θὰ εἶναι ἕνα συνεχὲς Πάσχα, ἕνα μόνιμο πανηγύρι.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ 2008

http://users.uoa.gr

ΑΛΛΟΙΜΟΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ


Η γέννηση του αντίχριστου - Codex Baroccianus Oracula.

... Αλλοίμονον! Αλλοίμονον εις τον κόσμον, ποία θλίψις πρόκειται να έλθει εις τους κατοίκους της γης, όταν πολλοί από τους άρχοντας της γης, και της πολιτείας και της εκκλησίας, είναι υπηρέται και δούλοι του Αντιχρίστου !.. 
Οι άρχοντες της εκκλησίας και της πολιτείας εις τας πονηράς ημέρας μας κοιμώνται τον βαρύτατον ύπνον της αμελείας και της ραθυμίας. Εάν δεν εξυπνήσουν και δεν εξυπνήσουν τον κλήρον και το λαόν εις μετάνοιαν, εις εργασίαν των εντολών του Θεού, των αρετών και των καλών έργων, θα δώσουν λόγον κατά την ημέραν της κρίσεως, και θα τιμωρηθούν.


ΠΗΓΗ: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ,
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΣ, 
τευχ. Α΄, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1997, σελ. 16.

Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια



10 απλά καθημερινά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε 
ώστε να ευαρεστούμε τον Χριστό. 

Προσπάθησε νά εὐαρεστεῖς στόν Θεό σέ ὅλα καί πάντοτε καί νά σκέπτεσαι τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο καί τήν υἱοθεσία της ἀπό τόν Θεό.

Ὅταν σηκώνεσαι ἀπό τό κρεβάτι: κάνε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί λέγε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐπίσης:«Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς· καί, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου».

Ὅταν πλένεσαι, εἴτε στό σπίτι σου εἴτε στά λουτρά, λέγε: «Ραντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».

Ὅταν ντύνεσαι, σκέψου τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό καθαρή καρδιά: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός». Καί: «Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου».

Ὅταν βγάζεις τά παλιά ροῦχα καί τά παρατᾶς μέ περιφρόνηση, θυμήσου μέ μεγαλύτερη περιφρόνηση τήν παραίτηση τοῦ παλαιοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν γεύεσαι τή γλυκύτητα τοῦ ψωμιοῦ, θυμήσου τόν ἀληθινό Ἄρτο, ὁ ὁποῖος δίνει στήν ψυχή τήν αἰώνια ζωή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά αἰσθάνεσαι πεῖνα γι᾽ αὐτόν τόν Ἄρτο -δηλαδή, νά ἐπιθυμεῖς νά κοινωνεῖς ἀπ᾽ Αὐτόν συχνότερα. Πίνοντας νερό, τσάϊ, γλυκό κρασί ἤ ἄλλο ποτό, θυμήσου τό ἀληθινό ποτό, τό ὁποῖο σβήνει τή δίψα τῆς ψυχῆς πού φλέγεται ἀπό τά πάθη- τό πανάχραντο καί ζωοποιό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος.

Ὅταν ἀναπαύεσαι τήν ἡμέρα, θυμήσου τήν αἰώνια ἀνάπαυση, τήν ἑτοιμασμένη γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται καί παλεύουν κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τῶν ἀερίων πνευμάτων τοῦ κακοῦ, κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀδικίας ἤ τραχύτητας καί ἀμάθειας. και Ὅταν ξαπλώνεις γιά νά κοιμηθεῖς τή νύχτα, σκέψου τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀργά ἤ γρήγορα ὁπωσδήποτε θά ἔρθει σέ ὅλους μας, καί τή σκοτεινή ἐκείνη, αἰώνια, φοβερή νύκτα, στήν ὁποία θά ριχθοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.

Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια, τή λαμπρότατη -τή λαμπρότερη κι ἀπό τήν πιό λαμπρή γήινη μέρα- τήν ἡμέρα τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κατά τήν ὁποία θά χαροῦν ὅλοι ὅσοι προσπάθησαν νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό ἤ μετανόησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα ὅσα ἔκαναν κατά τή διάρκεια τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.

Ὅταν πηγαίνεις κάπου, θυμήσου τή δίκαιη πνευματική πορεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λέγε: «Τά διαβήματά μου κατεύθυνον κατά τό λόγιόν Σου καί μή κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία».

Ὅταν κάνεις κάτι, προσπάθησε νά τό κάνεις μέ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε τά πάντα μέ τήν ἄπειρη σοφία, χάρη καί παντοδυναμία Του καί σέ δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του.

Ὅταν παίρνεις ἤ ἔχεις χρήματα ἤ θησαυρό, θυμήσου ὅτι ὁ ἀκένωτος θησαυρός μας, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλους τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας, ἡ ἀνεξάντλητη πηγή κάθε εὐλογίας, εἶναι ὁ Θεός. Εὐχαρίστησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδιά σου, καί μήν κλείνεις τούς θησαυρούς σου μέσα σου, μήπως ἔτσι κλείσεις τήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς σου στόν ἀνεκτίμητο καί ζωντανό θησαυρό, τόν Θεό· ἀλλά μοίρασε μέρος τῆς περιουσίας σου σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, στούς ἄπορους, στούς φτωχούς ἀδελφούς σου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μείνει σ᾽ αὐτήν τή ζωή γιά νά φανερώσεις σ᾽ αὐτούς τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη σου στόν Θεό, καί νά ἀμειφθεῖς γι᾽ αὐτό στήν αἰωνιότητα ἀπό τόν Θεό.

Ὅταν βλέπεις τή λευκή λάμψη τοῦ ἀργύρου, μή δελεασθεῖς ἀπό αὐτήν ἀλλά σκέψου ὅτι ἡ ψυχή σου ὀφείλει νά εἶναι λευκή καί νά λάμπει μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπεις τή λάμψη τοῦ χρυσοῦ, μή σαγηνεύεσαι ἀπό αὐτήν ἀλλά θυμήσου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νά καθαρίζεται μέ τή φωτιά ὅπως ὁ χρυσός, καί ὅτι ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νά σέ κάνει νά λάμπεις κι ἐσύ ὅπως ὁ ἥλιος, στήν αἰώνια, λαμπρή βασιλεία τοῦ Πατέρα Του. Θυμήσου ὅτι θά δεῖς τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Ὑπεραγία Παρθένο καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὅλες τίς ἐπουράνιες δυνάμεις καί τούς ἁγίους νά λάμπουν πλημμυρισμένοι ἀπό τό ἀνέκφραστο φῶς τό ὁποῖο ξεχύθηκε ἐπάνω τους».

«Η συνεχής προσπάθεια για εκκοπή του μετεωρισμού και καθαρά προσευχή»
Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ



- Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να μας πειράζη ;

- Για να διαλέξει τα παιδιά Του. “Κάνε, διάβολε, ό,τι θέλεις”, λέει ο Θεός, γιατί, ό,τι και αν κάνη, τελικά θα σπάση τα μούτρα του στον ακρογωνιαίο λίθο που είναι ο Χριστός. Εάν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, τότε τίποτε δεν μας φοβίζει.

Ο Θεός δεν επιτρέπει μια δοκιμασία, αν δεν βγη κάτι καλό. Όταν ο Θεός βλέπη ότι θα γίνη ένα μεγαλύτερο καλό, αφήνει τον διάβολο να κάνη την δουλειά του. 
Είδατε τι έκανε ο Ηρώδης; Σκότωσε δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια, αλλά έκανε δεκατέσσερις χιλιάδες Μάρτυρες Αγγέλους. Πού είδες εσύ Μάρτυρες Αγγέλους; Έσπασε τα μούτρα του ο διάβολος! Ο Διοκλητιανός έγινε συνεργάτης του διαβόλου βασανίζοντας τους Χριστιανούς σκληρά. Αλλά, χωρίς να το θέλη, έκανε καλό στην Εκκλησία του Χριστού, γιατί την πλούτισε με Αγίους. Νόμιζε ότι θα εξαφάνιζε όλους τους Χριστιανούς, αλλά δεν έκανε τίποτε. Άφησε πλήθος άγια Λείψανα να τα προσκυνούμε και πλούτισε την Εκκλησία του Χριστού.

Μπορούσε να τον είχε ξεκάνει τον διάβολο ο Θεός, Θεός είναι! Εάν θέλη, και τώρα τον μαζεύει κουβάρι στην κόλαση, αλλά τον αφήνει πάλι για το καλό μας. Θα τον άφηνε να ταλαιπωρή και να βασανίζη το πλάσμα Του; τον άφησε όμως μέχρις ενός σημείου και έως καιρού, για να μας βοηθάη με την κακία του, να μας πειράζη, για να τρέχουμε σ' Αυτόν. Μόνον αν πρόκειται να βγη καλό, επιτρέπει στο ταγκαλάκι να μας πειράξη. Αν δεν βγη καλό, δεν επιτρέπει. Όλα τα επιτρέπει ο Θεός για το καλό μας. Να το πιστέψουμε αυτό. Αφήνει τον διάβολο ο Θεός, για να παλαίψη ο άνθρωπος. Χωρίς πάλη δεν γίνεται χωριό. Αν δεν μας πείραζε ο διάβολος, μπορεί να νομίζαμε ότι είμαστε και άγιοι. Επιτρέπει λοιπόν ο Θεός στον διάβολο να μας χτυπάη με κακία, γιατί με το χτύπημα που μας κάνει, διώχνει όλες τις σκόνες μας και ξεσκονίζεται η σκονισμένη ψυχή μας. Ή τον αφήνη να ορμάη να μας δαγκώση, για να καταφεύγουμε σ' Αυτόν. Ο Θεός μας καλεί συνέχεια, αλλά εμείς συνήθως απομακρυνόμαστε από τον Θεό και, μόνον αν παρουσιασθή κανένας κίνδυνος, τρέχουμε κοντά Του. Όταν ο άνθρωπος ενωθή με τον Θεό, δεν υπάρχει περιθώριο να εισχωρήση ο πονηρός, αλλά ούτε υπάρχει και λόγος να επιτρέψη ο Θεός στον πονηρό να τον πειράξη, για να αναγκασθή ο άνθρωπος να καταφύγη στον Θεό. Πάντως, όπως και αν είναι, ο πονηρός μας κάνει καλό, μας βοηθάει να αγιάσουμε. Γι' αυτό και ο Θεός τον ανέχεται.

Ο Θεός έχει αφήσει ελεύθερους, εκτός από τους ανθρώπους, και τους δαίμονες, μια που την ψυχή του ανθρώπου δεν την βλάπτουν, γιατί δεν μπορούν. Εκτός εάν θέλη ο ίδιος ο άνθρωπος να βλάψη την ψυχή του. Αντίθετα, μισθό προξενούν στις ψυχές μας είτε κακοί άνθρωποι είτε απρόσεκτοι που άθελά τους κάνουν κακό στην ζωή μας. Γιατί, νομίζετε, λέει εκείνος ο Αββάς: “Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος” (Το Γεροντικόν, Αββάς Ευάγριος ε', σ. 34); 
Γιατί οι πειρασμοί ωφελούν πολύ. Όχι ότι ο διάβολος μπορεί να κάνη ποτέ καλό - γιατί είναι κακός - αλλά ο Καλός Θεός εμποδίζει την πέτρα που μας πετάει, για να σπάση το κεφάλι μας, και μας την δίνει στο ένα χέρι, και στο άλλο χέρι μας δίνει αμύγδαλα, για να σπάζουμε και να τρώμε! Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός τους πειρασμούς, όχι για να μας τυραννά ο διάβολος, αλλά για να δίνουμε με αυτόν τον τρόπο “εξετάσεις” για την άλλη ζωή και να μην έχουμε παράλογες απαιτήσεις στην Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει να το καταλάβουμε καλά ότι πολεμούμε - και έχουμε να πολεμήσουμε, έως ότου βρισκόμαστε σ' ετούτη την ζωή - με τον ίδιο τον διάβολο. Όσο ζη ο άνθρωπος, έχει πολλή δουλειά να κάνη για την καλυτέρευση της ψυχής του και έχει δικαίωμα να δίνη εξετάσεις πνευματικές. Εάν πεθάνη και δεν περάση, κόβεται πια. Μετεξεταστέος δεν υπάρχει.


ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α΄, 
ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, 
εκδ. ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2003 σ. 62 κ.ε.