.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οἱ ἁμαρτίες μας καί ἡ ἀχαριστία μας ἀπέναντι στόν Θεό

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” 
τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Ἄς σκεφτοῦμε, ἀγαπητοί, τό μεγάλο καί φοβερό ἀριθμό τῶν ἁμαρτημάτων μας,ἀπό τά ὁποῖα ἕνα μικρό μέρος θυμόμαστε καί τό μεγαλύτερο τό ξεχάσαμε. Γιά νάμπορέσουμε νά θυμηθοῦμε κάτι ἀπ’ τίς ἁμαρτίες μας, ἔστω καί συγκεχυμένα, ἄςστοχαστοῦμε ὅλους τους τόπους ὅπου μείναμε στή διάρκεια τῆς ζωῆς μας, ὅλεςτίς ὑποθέσεις πού μᾶς ἀπασχόλησαν, ὅλα τ’ ἀξιώματα πού πήραμε, ὅλες τίςἡλικίες μας καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συναναστραφήκαμε. Τότε μόνο θάδοῦμε πόσο μακριά εἶναι ἡ ἁλυσίδα τῶν ἁμαρτιῶν πού κάναμε...

Τό τέλος τῆς μιᾶς ἁμαρτίας ἦταν ἡ ἀρχή τῆς ἄλλης, μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε δένἀφήσαμε νά περάσει μέρος τῆς περασμένης μας ζωῆς, πού νά μήν τό μολύναμεμέ ἁμαρτίες. Ὅλες μας τίς αἰσθήσεις τίς κάναμε πόρτες, ἀπό τίς ὁποῖες κάθεὥρα μπαίνει ὁ θάνατος στήν ψυχή μας, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Ἀνέβηθάνατος διά τῶν θυρίδων» (9, 21). Ὅλες τίς ἐσωτερικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς μαςτίς χρησιμοποιήσαμε σάν ὄργανα τῆς ἁμαρτίας.
Κάναμε ὅλα τά κακά, ἐκτός μόνο ἀπό κεῖνα πού δέν μπορέσαμε ἤ δέν μᾶςδόθηκε ἡ εὐκαιρία νά κάνουμε. Ὅ,τι ὅμως κακό μπορέσαμε, τό κάναμε. Ὅλη τήθέληση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά ἐπιθυμοῦμε τό ἄκρο ἀγαθό, πού εἶναι ὁἼδιος, τή χρησιμοποιήσαμε γιά ν’ ἀγκαλιάσουμε τά σιχαμερά πράγματα τοῦκόσμου. Ἀποστραφήκαμε τόν τέλειο Θεό μέ ἀπίστευτη εὐκολία, μήνὑπολογίζοντας οὔτε τό φυσικό οὔτε τό θεϊκό νόμο. Γι’ αὐτό πρέπει νάὁμολογήσουμε, ἀδελφοί μου, πώς ἡ ψυχή μας μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναιπληγωμένη καί σαπισμένη τόσο, ὅσο ἦταν τό σῶμα τοῦ Ἰώβ βρωμερό καί γεμᾶτοσκουλήκια. Γιατί καί μιά ἁμαρτία ὅταν κυριέψει τόν ἄνθρωπο, ἀξίζει τό θάνατο.Ἄραγε ἐμεῖς πόσες φορές γίναμε ἄξιοι θανάτου, μέ τόσες ἁμαρτίες πού μᾶςκυρίεψαν; Κι ἄν μόνο μιά θανάσιμη ἁμαρτία μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στόν ἅδη,ἐμεῖς πόσες φορές γκρεμιστήκαμε στόν ἅδη μέ τίς θανάσιμες ἁμαρτίες μας; Μέὅλ’ αὐτά δέν μποροῦμε ν’ ἀρνηθοῦμε, πώς ἡ εὐσπλαχνία πού μᾶς ἔδειξε ὁ Θεόςἦταν ὑπερβολικά μεγάλη, ἐπειδή ὄχι μόνο μᾶς ὑπέμεινε τόσο καιρό φορτωμένους μέ τόσες ἁμαρτίες, ἄλλ’ ἀκόμα μᾶς ἔκανε τόσες καί τόσεςεὐεργεσίες. Μέχρι πότε λοιπόν θά κάνουμε κατάχρηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ;Ἄς ὁμολογήσουμε ἐπιτέλους τίς κακίες μας καί ἄς τίς μισήσουμε ὅσο μποροῦμεπερισσότερο. Ἄς ζητήσουμε ταπεινά ἀπό τόν Θεό συγγνώμη γιά τίςἀπειράριθμες πτώσεις μας, κι ἄς ὑποσχεθοῦμε ὅτι δέν θά Τόν παροργίσουμε στόμέλλον μέ τήν ἀναίσχυντη ζωή μας. Τότε Αὐτός θά μᾶς περιφρουρήσει μέ τήχάρη Του, γιά νά μήν πέσουμε πάλι στίς προηγούμενες ἁμαρτίες, ὅπως γράφει ὁ σοφός Σειράχ: «Κύριε, Πάτερ καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μή ἐγκαταλίπῃς με ἐνβουλῇ αὐτῶν, μή ἀφῇς με πεσεῖν ἐν αὐτοῖς» (23, 1).
Ἄς σκεφτοῦμε ἀκόμα τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐπειδή καθεμιά ἀπ’ αὐτέςεἶναι μεγάλο καί φοβερό κακό.
Ἄς συλλογιστοῦμε τήν ἀχαριστία πού δείξαμε στόν Θεό μέ τίς ἁμαρτίες μας καίτίς εὐεργεσίες μέ τίς ὁποῖες ἀνταποκρίνεται ὁ Θεός στήν ἀχαριστία μας αὐτή.Ἄς βάλουμε καλά στό νοῦ μας τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, τόσο τῶν κοινῶν ὅσο καί ἐκείνων πού χάρισε προσωπικά στόν καθένα μας. Οἱἄγγελοι μέ θαυμασμό καί ἔκσταση στέκονται μπροστά στίς ταπεινώσεις, τάπάθη καί τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Ἄς ἐξετάσουμε στήσυνέχεια πόσο ἀνάξιοι εἴμαστε νά εὐεργετηθοῦμε ἔτσι πλούσια καί ν’ἀγαπηθοῦμε τόσο πολύ ἀπό τόν Θεό. Καί ἄς βγοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας λόγια εὐχαριστήρια σάν τοῦ Δαβίδ: «Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριε ὁ Θεός, καί τίς ὁ οἶκοςμου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως αἰῶνος;» (Α΄ Παραλ. 17, 16). Καί «τί ἀνταποδώσω τῷΚυρίῳ περί πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;» (ψαλμ. 115, 3).
Βλέποντας τώρα τόν ἑαυτό μας κυκλωμένο ἀπό τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὄχιμόνο δέν πρέπει νά θέλουμε πιά τήν ἁμαρτία, μά οὔτε καί τόν παραμικρό λογισμόδέν πρέπει νά ἔχουμε γιά κάτι τέτοιο. Ἄς λέμε πάντοτε ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ πάγκαλοςἸωσήφ: «Καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο, καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίοντοῦ Θεοῦ;» (Γεν. 39, 9). Πῶς εἶναι δυνατό νά παροργίζουμε τό μεγάλο εὐεργέτημας, τόν γλυκύτατο Θεό μας, τό στοργικό πατέρα μας, πού μᾶς προσφέρει τόσες δωρεές; Ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε ἀπό τό μηδέν, κι ἐμεῖς Τόν καταφρονοῦμε γιάτό μηδέν! Προτιμᾶμε ἀπό Κεῖνον τό κορμί μας, πού δέν εἶναι τίποτ ἄλλο ἀπό μιάσαπίλα. Ὁ Θεός ἔδωσε τή ζωή Του γιά νά μᾶς δώσει ζωή. Κι ἐμεῖς, ἀντί νά Τοῦδώσουμε τή ζωή μας σταυρώνοντας τά πάθη μας, αὐξάνουμε τίς πληγές Του μέτίς ἁμαρτίες μας, σάν ἐκείνους τούς «ἀνασταυρούντας ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦΘεοῦ καί παραδειγματίζοντας» (Ἑβρ. 6, 6), πού ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος.
Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, κι ἐμεῖς, ἀντί γι’ Αὐτόν, ἀγαπήσαμε τήνἡδονή, πού φεύγει σάν τή σκιά. Ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «πολλῶνκινδύνων σέ ἐλύτρωσε· πλανηθέντα πρός τήν ὁδόν ἐπανήγαγεν· ἀγνοοῦντα σέἐδίδαξε· λυπούμενον παρεκάλεσεν· ἀπειρηκότα ἐνίσχυσε· πορευόμενον ὠδήγησεν·ἐρχόμενον ὑπεδέξατο· κοιμώμενον ἐφύλαξε· κράζοντα ἐπήκουσεν» (Εὐχή κα΄ ἤιγ΄). Κι ἐμεῖς γιά ὅλα αὐτά νά Τόν ἀνταμείψουμε μέ τήν ἀνήκουστη ἀχαριστίαμας; Αὐτή ἡ ἀχαριστία, λέει πάλι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «ἄνεμος ἐστι ξηραίνωνκαί καίων πᾶν ἀγαθόν καί ἐμφράττων τήν πηγήν τῆς εἰς τόν ἄνθρωπον θείαςεὐσπλαγχνίας» (εὐχή κς΄ ἤ ιη΄).
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν γιά τήν ἀχαριστία μας καί γιά τήν ἀναίδεια πού δείξαμε ὡς τώρα στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄς δουλεύουμε ἀπό δῶ καί πέραμέ τρόμο τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄς ὁμολογήσουμε πώς εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶςκαταπιεῖ ἡ γῆ ζωντανούς καί νά μᾶς πνίξει ἡ θάλασσα στά κύματά της καί νάμᾶς κάψει ὁ ἥλιος μέ τίς ἀκτῖνες του καί νά μᾶς καταφάει ὁ ἅδης μέ τίςκαυστικές φλόγες του. Πλήν ὅμως, ἐπειδή μᾶς δόθηκε ἀπό τήν εὐσπλαχνία τοῦΘεοῦ καιρός γιά μετάνοια, ἄς ἀποφασίσουμε νά ζήσουμε πιά μιά νέα ζωή, καίἄς παρακαλέσουμε ταπεινά τόν Θεό, δίπλα στίς τόσες ἄλλες εὐεργεσίες Του, νάπροσθέσει καί τούτη: Νά λησμονήσει τίς ἀνομίες μας καί μέ τή χάρη Του νάμᾶς σκεπάσει, ὥστε νά μήν ξαναπέσουμε σ’ αὐτές.

(Ἀπό τό βιβλίο «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδειαδημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης

Η γιατρειά της καρδιάς

Μη θυμώσεις μαζί μου, που σου λέω την αλήθεια. Ποτέ δε ζήτησες με όλη σου την ψυχή την ταπείνωση.

Όταν ο Θεός θελήσει να φέρει τον άνθρωπο σε μεγάλη στενοχώρια, ώστε να μετανοήσει και να εκζητήσει το έλεός του, παραχωρεί να εμπέσει στη μικροψυχία.

Και αυτή γεννά την ισχυρή δύναμη της αμέλειας, η οποία τον κάνει και γεύεται τον ψυχικό πνιγμό, που είναι μια γεύση της κόλασης.
Απ΄αυτό, χτυπά τον άνθρωπο, μετά, το πνεύμα της φρενοβλαβείας, από το οποίο πηγάζουν ατέλειωτοι πειρασμοί, όπως η σύγχυση, ο θυμός, η βλασφημία, η γκρίνια και η μεμψιμοιρία, οι χαλασμένοι λογισμοί, η μετάβαση από τόπο σε τόπο, γιατί πουθενά δε βρίσκει ανάπαυση, και τα όμοια.

Αν με ρωτήσεις ποια είναι η αιτία για όλα αυτά, σου απαντώ: Η αμέλειά σου, γιατί δε φρόντισες να βρεις τη γιατρειά τους. Η γιατρειά όλων αυτών είναι μία, και μ” αυτή ο άνθρωπος βρίσκει αμέσως στην ψυχή του την παρηγοριά που ποθεί. Και ποια λοιπόν είναι η αυτή γιατρειά;
Είναι η ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να χαλάσεις το φράχτη των πειρασμών, απεναντίας μάλιστα βρίσκεις ότι οι πειρασμοί είναι ισχυρότεροι και σε εξουθενώνουν.

Μη θυμώσεις μαζί μου, που σου λέω την αλήθεια. Ποτέ δε ζήτησες με όλη σου την ψυχή την ταπείνωση. Αν θέλεις, έλα στον τόπο της και θα δεις πως θα σε λυτρώσει από την κακία των πειρασμών σου, διότι κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, σου δίνει ο Θεός και τη δύναμη να υπομένεις τις συμφορές σου. Και κατά το μέτρο της υπομονής σου, το βάρος των θλίψεών σου γίνεται ελαφρό και, έτσι, παρηγοριέσαι. Και όσο παρηγοριέσαι, τόσο η αγάπη σου προς το Θεό αυξάνει. Και όσο αγαπάς το Θεό, τόσο μεγαλώνει η χαρά που σου χαρίζει το άγιο Πνεύμα.

Ο εύσπλαχνος Πατέρας μας, θέλοντας να βγάλει σε καλό τους πειρασμούς των πραγματικών του παιδιών, δεν τους παίρνει, παρά τους δίνει τη δύναμη να τους υπομείνουν. Όλα αυτά τα αγαθά (την παρηγοριά, την αγάπη, τη χαρά) τη δέχονται οι αγωνιστές ως καρπό της υπομονής, για να φτάσουν οι ψυχές τους στην τελειότητα.

Εύχομαι ο Χριστός και Θεός μας να μας αξιώσει με τη χάρη του να υπομένουμε την πίκρα των πειρασμών για την αγάπη του και με ευχαριστίες της καρδιάς μας.

Αμήν.

Ώστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς

Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, απορεί όμως πως ο Θεός για τους αγαθούς χαίρεται ενώ τους κακούς τους αποστρέφεται, και εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν οργίζεται, ενώ όταν υπηρετείται και λατρεύεται γίνεται ευμενής, πρέπει να του πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται. γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. ούτε με δώρα κολακεύεται, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι νικιέται από την ηδονή. 

Δεν πρέπει να κρίνομε τον Θεό με ανθρώπινα κριτήρια. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο και ουδέποτε βλάπτει, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος απαθής. Ενώ εμείς εφόσον είμαστε αγαθοί ενωνόμαστε με τον Θεό. Κι όταν είμαστε κακοί χωριζόμαστε από Αυτόν, επειδή είμαστε ανόμοιοι. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε τον Θεό, όταν όμως γινόμαστε κακοί, κάνομε εχθρό μας Εκείνον που δεν οργίζεται χωρίς λόγο. γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν τον Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά, αλλά μας ενώνουν με τιμωρούς δαίμονες. 

Αν με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζομε την άφεση των αμαρτιών μας, δεν κολακεύομε και δεν μεταβάλλομε το Θεό, αλλά με τα καλά έργα μας και την επιστροφή μας σ' Αυτόν γιατρεύομε την κακία μας και απολαμβάνομε πάλι την αγαθότητα του Θεού. 

Ώστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς.

Μέγας Αντώνιος

Η Πνευματική και νοερή Κοινωνία

Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχθούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, όμως πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχώμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγή δια μέσου της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών και ιδιαιτέρως με την θεία προσευχή και μάλιστα την νοερά 

Επειδή και ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις αγίες του εντολές, και όποιος κάνει μία αρετή ή εντολή, δέχεται αμέσως μέσα στην ψυχή του και τον Κύριο που είναι κρυμμένος μέσα σ αυτές, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήση μαζί με τον Πατέρα του μέσα σ εκείνον που θα φυλάξη τις εντολές του λέγοντας: «Εάν κάποιος με αγαπά θα τηρήση και τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθουμε προς αυτόν και θα κατοικήσουμε σε αυτόν» (Ιω. 14,23).

Η κοινωνία αυτή και η ένωσις δεν μπορεί να μας αφαιρεθή από κανένα κτίσμα παρά μόνον από την αδιαφορία μας ή από κάποιο άλλο σφάλμα μας. Και μερικές φορές αυτή η Κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και τόσο ευάρεστη στον Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριώδεις κοινωνίες από την έλλειψι εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις την διάθεσι και ετοιμασθής για μία παρόμοια κοινωνία, θα βρής πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, μόνος του να σε τρέφη πνευματικά με τα ίδια του τα χέρια.

Γιά να ετοιμασθής λοιπόν για την νοερή αυτή κοινωνία, κάνε ως εξής: Στρέψε το νού σου στον Θεό και βλέποντας με ένα σύντομο βλέμμα από το ένα μέρος τις αμαρτίες σου και από το άλλο τον Θεό, λυπήσου για την βλάβη που του προξένησες και με κάθε ταπείνωσι και πίστι παρακάλεσε τον να καταδεχθή να έλθη στην ταπεινή σου ψυχή με νέα χάρι για να την ιατρεύση και να την δυναμώση κατά των εχθρών.

Ή όταν πρόκειται να ασκηθής και να σκληραγωγηθής εναντίον κάποιας επιθυμίας σου ή για να κάνης κάποια νέα πράξι αρετής ή για να φυλάξης κάποια εντολή, κάνε όλο αυτό με σκοπό να ετοιμάσης την καρδιά σου για τον Θεό που πάντα σου την ζητεί. Και κατόπιν στρέφοντας την προσοχή σου σ Αυτόν, φώναξέ τον με επιθυμία μεγάλη να έλθη με την χάρι του να σε ιατρεύση και να σε ελευθερώση από τους εχθρούς, για να έχη αυτός μόνος την καρδιά σου στην εξουσία του.

Ή και θυμούμενος τις προσευχές της κοινωνίας των μυστηρίων, που προαναφέρθηκαν, πές με καρδιά που είναι αναμμένη: «Πότε, Κύριέ μου, να σε δεχθώ άλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.».

Και αν θελήσης να κοινωνήσης πνευματικά με ακόμη καλύτερο τρόπο, διεύθυνε και βάλε από το προηγούμενο βράδυ όλες τις σκληραγωγίες και τις πράξεις των αρετών και κάθε καλό έργο που σκέπτεσαι να κάνης στο σκοπό αυτό, δηλαδή στο να δεχθής πνευματικά τον Κύριό σου. Και το πρωί καθώς θα ξημερώνη, σκέψου, τι καλό! Τι ευτυχία!

Τι μακαριότητα υπάρχει στην ψυχή εκείνη που επάξια μεταλαμβάνει μυστηριακά το πανάγιο Μυστήριο της Ευχαριστίας! Διότι με αυτό αποκτούνται πάλι οι αρετές που έχουν χαθεί, και πάλι η ψυχή επιστρέφει στην προηγούμενη ωραιότητά της και γίνεται μέτοχος αυτή των μισθών του πάθους του Υιού του Θεού (κοινωνούνται εις αυτήν οι καρποί και οι μισθοί του πάθους του Υιού του Θεού).

Και από την μυστηριώδη κοινωνία πέρασε στην μυστική κοινωνία και σκεπτόμενος ότι νοερά τα ίδια αγαθά απολαμβάνεις με την μυστηριακή κοινωνία, φρόντισε να ανάψης την καρδιά σου μια μεγάλη επιθυμία να τον δεχθής νοερά και πνευματικά και αφού χορτάσης από την επιθυμία αυτή γύρισε προς τον Κύριό σου και πές: «Επειδή, Κύριέ μου, δεν μπορώ μυστηριωδώς να σε δεχθώ την ημέρα αυτή, κάνε εσύ, που είσαι η αγαθότητα και η άκτιστη δύναμις, να σε δεχθώ επάξια τώρα πνευματικά και κάθε ώρα και κάθε ημέρα δίνοντάς μου νέα δύναμι και χάρι εναντίον όλων μου των εχθρών, και μάλιστα εναντίον εκείνου του πάθους του εχθρού στο οποίο εναντιώνομαι και κάνω πόλεμο με την βοήθειά σου.

Αόρατος πόλεμος 

http://agapienxristou.blogspot.ca

Θάνατος και Αιωνιότητα

Στα σοβαρά ετοιμάζεσθε ν’ αναχωρήσετε; Δεν το πιστεύω. Θα υποφέρετε νομίζω, λίγο και μετά θα σηκωθήτε υγιής.
Θα έλθη φυσικά και για μας η ώρα του θανάτου. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς ν’ αποφύγη. Άλλος χθες, άλλος σήμερα, άλλος αύριο, όλοι αναχωρούμε για την αιώνια ζωή.
Σημασία δεν έχει το πότε, αλλά το πως θα φεύγει κανείς. Ετοιμαστήκατε καθόλου;

Αλλοιώς κανείς αντικρύζει τον θάνατο από μακρυά και αλλοιώς από κοντά. Ο υγιής και ακμαίος δυσκολεύεται να νοοήση τον εαυτό του στα πρόθυρα της άλλης ζωής. Ο θάνατος είναι μεγάλο μυστήριο για όλους. Φωτίζεται αρκετά με την πίστη στον Χριστό, παραμένει όμως βασικά σαν μυστήριο. Δεν υπάρχει λόγος να θλιβώμαστε με ανώφελους φόβους. Ο ίδιος ο Κύριος πέθανε και πέρασε το κατώφλι του θανάτου. Έτσι έκανε ευκολώτερη την διάβασι αυτή για μας. Βαδίζοντας κι εμείς στα ίχνη Του ας μην φοβηθούμε διότι μαζί Του θα βρεθούμε στην αιώνια μακαριότητα.

Μακάριος εκείνος που διαρκώς περιμένει την ώρα του θανάτου και καθημερινά ετοιμάζεται.
Ποιος είναι ικανός να πη: «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει»; Εκείνος πουπ στην ζωή του κοπίασε και κοπιάζει να ευαρεστήση τον Κύριο. Γι’αυτόν ο θάνατος είναι μία μετάβασις σε άλλη περιοχή γεμάτη παρηγοριά.
Βέβαια το πλησίασμα του θανάτου ίσως δημιουργεί κάποιο φόβο. Ας έχετε όμως θάρρος. Ο Κύριος νίκησε τον θάνατο. Αυτός θ’αναδείξη νικητή και κάθε πιστό.
Ο εχθρός θα κάνει την τελευταία του κίνηση. Ο πιστός που ετοιμάσθηκε δεν θα δειλιάσει αλλά θα παραδώσει τον εαυτό του στον Κύριο. Άγγελοι θα πλησιάσουν και θ’ απομακρύνουν κάθε διαμονική επήρεια. Δεν βαδίζουμε προς το άγνωστο και η ελπίδα μας δεν θα μας πλανέψει.

Βαθειά θλίψη επικρατεί όταν κάποιος πεθαίνη. Αλλά τί είναι ο θάνατος; Είναι η μετάβασις από μία μορφή ζωής στην άλλη, όπως το πέρασμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Δεν θλίβομαι για τους νεκρούς όταν είμαι βαθειά πεπεισμένος ότι σώθηκαν και βρίσκονται κοντά στον Θεό. Γιατί να λυπάμαι όταν αυτοί χαίρονται; Εάν αυτοί μας βλέπουν, δεν θα τους είναι δυσάρεστα τα πικρά μας δάκρυα;
Θα πω καλύτερα κλαίμε για τον εαυτό μας, επειδή τους χάσαμε. Και αυτό δεν είναι σωστό. Διότι δεν παύουν να είναι κοντά μας και να μας ευεργετούν, όχι βέβαια ορατά. Τώρα μάλιστα είναι ακόμα περισσότερο κοντά μας.

Αληθινή ζωή δεν είναι αυτή που ζούμε εδώ στην γη, αλλά εκείνη που θα ζήσουμε στον ουρανό. Εάν αυτή εδώ ήταν η αληθινή ζωή, τότε δεν θα πεθαίναμε. Εδώ στην γη προετοιμαζόμαστε για τον ουρανό, όπου δεν υπάρχη η κοσμική τάξις των πραγμάτων αλλά η αγγελική.

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
Πηγή: (από το βιβλίο: Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Απάνθισμα Επιστολών, εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)

Ένα αποκαλυπτικό και θαυμαστό όραμα!

Είπε κάποιος από τους αγίους Γέροντας, ότι μίαν φοράν όπου ήμουν εις το κελλίον μου, μου ήλθε λύπη, ακηδία και κακή καρδία και επήγα προς κάποιον Γέροντα,
όπου ήτον άγιος άνθρωπος, και τον εχαιρέτησα παρακαλώντας τον να μου ειπή κανένα λόγον ωφελείας, δια να στραφή η ταλαίπωρος ψυχή μου από την αμέλειαν και την ακηδίαν εκείνην όπου είχα, προς τα καλά και σωτήρια της αρετής και της αγιότητος έργα. 

Ο δε Γέρων εκείνος ο άγιος και θαυμαστός, επειδή ήτον θεοφόρος και ωδηγείτο υπό της θείας χάριτος εις το να πράττη το θέλημα του Θεού εις την ζωήν του, μου εδιηγήθηκε πολλά γλυκύτατα και σωτήρια λόγια όπου ήσαν ικανά και άξια να στηρίζουν και να οικοδομούν κάθε ψυχήν και να την προτρέπουν με φιλοτιμίαν να πορεύεται την οδόν της μετανοίας. Εστερεώθη η καρδία μου και ευχαρίστησα τον Θεόν. Κατόπιν ηρώτησα τον Γέροντα να μου ειπή περί καθαράς και ειρηνικής και αγίας προσευχής. Και αποκριθείς ο άγιος Γέρων είπεν: 

«Μίαν φοράν εις τον καιρόν της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτυχε και εσηκώθηκα από τον ύπνον πριν από το μεσονύκτιον. Και πρώτον μεν επροσκύνησα έως εδάφους μετά φόβου και σεβασμού και αγάπης τον υπό πάντων των ευσεβών και ορθοδόξου Χριστιανών προσκυνούμενον Θεόν. 

Έπειτα υψώσας τας χείρας μου και τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν προσηυχόμην επί πολλάς ώρας. Και όσον μου ήτο δυνατόν προσηυχόμην με πολλήν κατάνυξιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Και μοι εφαίνετο -καθώς είναι και η αλήθεια- ότι συνωμίλουν νοητώς και χωρίς λάλημα της φωνής μετά του αγαπητού και πολυποθουμένου μου Θεού. 

Συνέβη λοιπόν τότε, εις τον καιρόν της προσευχής μου εκείνης -καθώς με εφάνη- ότι ηρπάγη ο νους μου, και ανέβη, και απέρασεν αυτόν τον φαινόμενον ουρανόν και ευρέθη μέσα εις κάποιαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον. 

Το δε κάλλος της πόλεως εκείνης καθώς είναι, λογιάζω ότι δεν δύναται νους ανθρώπου να το ειπή και να το παραστήση καθώς πρέπει, πλην όσον δύναται ο νους μου και η γλώσσα μου να διηγηθώ: δια την ευμορφίαν και ευπρέπειαν όπου είχον τα τείχη της πόλεως εκείνης της ουρανίου δια τον πολύτιμον και μεγαλοπρεπή στολισμόν όπου είχον αι θύρες της, δια την λαμπροτάτην και χρυσοειδή θεωρίαν όπου είχεν το έδαφός της, και δια όλην την άλλην θαυμαστήν σύνθεσιν και τεχνουργίαν, της οποίας τεχνίτην και δημιουργόν ελογίαζα τον Θεόν. 

Ο δε πολύς και περισσός λαός και κόσμος, το πλήθος των ανθρώπων όπου ήσαν εκεί δεν είχαν μετρημόν ουδέ λογαριασμόν. Και ήσαν όλοι εστεφανωμένοι τας κεφαλάς, και εστολισμένοι με κάλλος, και με λαμπράς ενδυμασίας. Το δε είδος και η στολή ενός εκάστου δεν ήτον ομοία εις όλους, αλλ’ ήτο πολλών λογιών. 

Άλλων δηλαδή οι στέφανοι ήσαν ωσάν από γυαλί καθαρώτατον και λαμπροί ως κρύσταλλον. Άλλων ήσαν αργυροειδείς, άλλων χρυσοειδείς και εκ λίθων πολυτίμων και άλλων μαργαροειδείς. 

Και εις την ενδυμασίαν επίσης συνέβαινεν το όμοιον με τους στεφάνους, έβλεπον ενδυμασίας πολλών λογιών με διάφορα και πολύτροπα χρώματα. Εφορούσαν δηλ. οι μακάριοι κάτοικοι της πόλεως εκείνης της ουρανίου, στολάς και στεφάνους όχι μόνον από τες τιμημένες ύλες του χρυσίου και του αργυρίου και των πολυτίμων λίθων, αλλά και ωσάν από σιδήρου και χαλκού και μολύβδου εφαίνετο ότι είχον υφασμένες και πλεγμένες μερικοί τες στολές αυτών και τους στεφάνους, αναλόγως της πνευματικής αυτών καταστάσεως. 

Ταύτα βλέποντας εγώ εθαύμαζον και με εφάνη καλόν να ερωτήσω κάποιους από εκείνους τους φορούντας τους στεφάνους να με ειπούν τι λογής αρετήν είχον κατορθώσει εις τον κόσμον με το πολυπαθές σώμα των, και ποία ήτο η θαυμαστή και θεάρεστος εργασία των και κατηξιώθησαν να έλθουν εις εκείνην την αξιοθαύμαστον και πολυαγαπημένην πόλιν, δια να έχουν τόσην τιμήν και δόξαν. 

Αυτά συλλογιζόμενος επλησίασα εις έναν από εκείνους τους λαμπροφορεμένους όπου έβλεπα, του οποίου η στολή και ο στέφανος ήσαν ωσάν από τας χρυσοειδείς ακτίνας του ηλίου, και τον ηρώτησα, άρχοντά μου τιμημένε και υπέρλαμπρε, ειπέ μοι, εις την δόξαν σου αυτήν και την λαμπρότητα πώς εισήλθες; Ποίον ήτο το ύψος της κατά Θεόν αρετής σου εις την πρόσκαιρον ζωήν δια το οποίον τόσον υπέρλαμπρα εδώ ετιμήθης; Και αποκριθείς εκείνος μοι είπεν: 

Εγώ, αδελφέ μου ήμουν πτωχός και ταλαίπωρος και ασθενής και αδύνατος και χωλός από μικράς ηλικίας. Και επειδή υπέμεινα μετά ευχαριστίας την σιδηράν κάμινον της πτωχείας και την πολυχρόνιον της ασθενείας ταλαιπωρίαν χωρίς γογγυσμού, δι’ αυτό μου εδόθη παρά του φιλανθρώπου Θεού να έχω μετά θάνατον αυτήν την δόξαν και την λαμπρότητα, όπου βλέπεις. 

Τότε αφήκα αυτόν και ήλθον προς άλλον, του οποίου η μεν όψις ήτο ωσάν τον λαμπρόν αυγερινόν, η δε ενδυμασία και ο στέφανός του ήτον από μαργαρίτας και άλλους πολυτίμους λίθους εστολισμένα. Ηρώτησα λοιπόν και αυτόν ωσάν και τον πρώτον, και απεκρίθη και μου είπε: 

Εγώ, αδελφέ, ήμουν καλόγερος εις την πρόσκαιρον ζωήν, και αφού άρχισα την μοναχικήν πολιτείαν έως τέλους καλά εκοπίασα με τους κόπους της ασκήσεως και με ανδρείαν και υπομονήν εκαρτέρησα τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ασκητικής ζωής. Αλλ’ εις το τέλος εδελεάσθηκα από τους εκ δεξιών λογισμούς και εχειροτονήθην επίσκοπος. 

Όμως πάλιν φοβηθείς τον Θεόν οικονόμησα και εκυβέρνησα καλά με ευσέβειαν και ευλάβειαν τα της αρχιερωσύνης, και δι’ αυτό ωσάν εχωρίσθην από το σώμα μου ήλθον εδώ και έλαβον παρά του φιλανθρώπου Θεού την δόξαν αυτήν όπου βλέπεις εις τον τόπον αυτόν της χαράς και ευφροσύνης. 

Εάν όμως δεν είχον στέρξει το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εάν είχα αποστραφή την πρόσκαιρον εκείνην δόξαν του κόσμου, θα ήμουν τώρα και εγώ όλος φως, και όλος ενδεδυμένος τον ήλιον, καθώς εκείνος ο αδελφός με τον οποίον ομίλησες προτύτερα. 

Τότε αφήνοντας και αυτόν τον σεβάσμιον Γέροντα επήγα προς κάποιον άλλον όπου εφόρει στέφανον αργυρούν, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και χαριέστατον και η ενδυμασία του ήτο λευκή ωσάν το χιόνι καθώς δέχεται τας ακτίνας του ηλίου. Ηρώτησα και αυτόν να μου ειπή ποίαν αρετήν είχε κατορθώσει εις τον κόσμον. Και αποκριθείς μου είπεν: 

Εγώ αδελφέ ήμουν άνθρωπος λαϊκός εις την ζωήν εκείνην, εξοικονομών τον άρτον μου και τα απαραίτητα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου μου, καθώς επρόσταξεν ο Θεός. Και ελθών εις ηλικίαν έλαβον γυναίκα νόμιμον κατά τας ευλογίας της Εκκλησίας, και απέκτησα τέκνα όσα έδωκεν ο Θεός, και εις όλην μου την ζωήν άλλην γυναίκα δεν εγνώρισα. 

Και με την χάριν του Χριστού πορευόμενος κανένα δεν επείραξα, κανένα δεν ηδίκησα, κανένα δεν επίκρανα, κανένα δεν εσυκοφάντησα. Ελεημοσύνην έκαμνα όσον ημπορούσα. Από την Εκκλησίαν και από τα άγια Μυστήρια δεν έλειπα και με φόβον Θεού και αγάπην των συνανθρώπων μου απέρασα την ζωήν μου. 

Δι’ αυτό και όταν δια του θανάτου εχωρίσθηκα από το σώμα μου ήλθον, Θεού βουλήσει, εις τον τόπον αυτόν και εις την ανάπαυσιν αυτήν όπου με βλέπεις μετά των Δικαίων. 

Τότε, αφήνοντας και αυτόν επήγα προς δύο άλλους όπου έστεκαν μαζί και είχον ο μεν ένας ωσάν από σίδηρον πλεγμένον τον στέφανόν του, ο δε άλλος ωσάν από χαλκόν, και η όψις των ήτον εις το κατά φύσιν, καθώς φαίνονται εις τον κόσμον αυτόν όλοι οι άνθρωποι. 

Τα δε ενδύματά των ήσαν εις την μέσην τάξιν. Ούτε εντελώς λερωμένα, ούτε πάλιν, ακάθαρτα, αλλά ωσάν να ήτον πλυμμένα. Και όταν τους ερώτησα τι έκαμαν εις την ζωήν, απεκρίθησαν και με είπαν: 

Ημείς, αδελφέ, ήμεθα κακότροποι άνθρωποι εις την ζωήν και κατά πολύ αμαρτωλοί. Καμμίαν αμαρτίαν δεν αφήκαμεν όπου να μην την πράξωμεν. Και επειδή δεν αφήναμεν με το καλόν τες αμαρτίες μας, ήλθεν ο θάνατος με την προσταγήν του Θεού να μας κόψη ωσάν άκαρπα δένδρα και να μας παραπέμψη εις το πυρ το αιώνιον. 

Όμως, τότε την ώραν του θανάτου, εβάλαμεν εις τον νουν μας την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και το αμέτρητον έλεος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου λέγει δια του προφήτου: «Και μετά ταύτα πάντα επίστρεψον». 

Και πάλιν αλλού όπου λέγει: «Ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Δια ταύτα και ημείς, επέσαμεν εις μετάνοιαν αληθινήν με ταπείνωσιν και συντετριμμένην καρδίαν και με το φάρμακον της εξομολογήσεως ευρήκαμεν την ιατρείαν της ψυχής μας. 

Εδώσαμεν δε λόγον εις τον Θεόν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας να παύσωμεν τελείως τες αμαρτίες μας, όχι μόνον να μην τες ξαναπράξωμεν αλλά μήτε να τες ξαναεπιθυμήσωμεν. 

Και με τοιαύτας σταθεράς υποσχέσεις εστερεώσαμεν την μετάνοιάν μας προς τον Πανάγαθον Θεόν, παρακαλούντες την Παναγίαν Θεοτόκον και πάντας τους Αγίους να βοηθήσουν εις την απόφασίν μας να μη στρέψωμεν εις τα οπίσω. 

Αλλά, πώς να σου διηγηθώμεν, αδελφέ, την άπειρον ευσπλαχνίαν του Ουρανίου Πατρός την οποίαν έδειξεν εις ημάς και ανά πάσαν στιγμήν δεικνύει εις όλους τους αμωρτωλούς, αναμένων την μετάνοιάν τους και δίδων εις τον καθένα χωριστά και εις όλους μαζί αφορμήν και τρόπους και ευκαιρίες επιστροφής και διορθώσεως! 

Καθώς δεν έχουν μετρημόν τα φύλλα των δένδρων και η άμμος της θαλάσσης, ομοίως δεν έχει μετρημόν και το έλεος του Θεού όπου απλώνει εις τον αμαρτωλόν παρακαλώντας τον με την χάριν του να συνέλθη και να μετανοήση έστω και την ενδεκάτην ώραν της ζωής του, έστω ολίγον προ του θανάτου του, καθώς ο ληστής επάνω εις τον Σταυρόν. 

Αυτά τα παρηγορητικά λόγια μου είπον οι αδελφοί εκείνοι, οι οποίοι αν και υπήρξαν κατά πολύ αμαρτωλοί εις την ζωήν αυτών, όμως εις το τέλος φοβηθέντες την κόλασιν και ελπίσαντες εις το θείον έλεος έπλυναν την στολήν της ψυχής των με τα δάκρυα της μετανοίας και λυτρωθέντες της κολάσεως εισήλθον εις τον τόπον της αιωνίου αναπαύσεως». 

Αυτά μου είπεν ο άγιος εκείνος Γέρων της ερήμου και έπειτα έσκυψε την κεφαλήν κάτω και εστέναξεν από καρδίας. Εγώ ακούοντας εκείνον τον στεναγμόν εσυλλογίστηκα με πολλήν ταπείνωσιν και είπα εις εαυτόν: Αλλοίμονον εις εμέ και εις τους κατ’ εμέ αμαρτωλούς! 

Αν αυτός ο άγιος Γέρων αναστενάζει τόσον βαθέως, παρ’ ότι ο Θεός τον ηξίωσε να ιδή και να θαυμάση τόσα θαυμαστά του άλλου κόσμου, πόσον πρέπει να αναστενάζω και να δακρύω και να μετανοώ καθ’ ημέραν και ώραν εγώ δια τες αμαρτίες μου; 

Τότε τον ηρώτησα δια τελευταίαν φοράν να μου ειπή δι’ εκείνον τον βαθύν στεναγμόν. Και ο τίμιος Γέρων καθώς εσήκωνεν την ολόλευκον κεφαλήν του με τους δακρυσμένους οφθαλμούς επρόσθεσεν έναν ακόμη στεναγμόν και με κατανυκτικήν φωνήν μου είπεν: 

«Δεν ημπορώ, αδελφέ, να λησμονήσω τα όσα είδα και άκουσα εις την άνω εκείνην Ιερουσαλήμ, από τα οποία δεν σου εδιηγήθηκα ουδέ ένα χιλιοστόν. Στενάζω και θρηνώ δια την αμέλειάν μου και δια την σκληροκαρδίαν και αμετανοησίαν των συνανθρώπων μου, όπου ο Πανάγαθος, μας έχει ετοιμάσει τα κάλλη του Παραδείσου και ημείς οι ταλαίπωροι και εσκοτισμένοι δεν θέλομεν να αφήσωμεν τες αμαρτίες μας και τες κακές επιθυμίες μας, τες πλεονεξίες και αδικίες και τους φθόνους και τες μνησικακίες μας να μετανοήσωμεν από καρδίας και να συμφιλιωθώμεν με τον Θεόν και τους συνανθρώπους μας δια να αξιωθώμεν και ημείς της χαράς εκείνης των σωζομένων». 

Ωφελεί να σκεφτόμαστε τις περασμένες αμαρτίες μας ή τις περασμένες επιτυχίες μας; Ωφελεί δηλαδή να σκεφτόμαστε το παρελθόν;

Το παρελθόν μας έχει ασφαλώς και θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Στη ζωή μας που πέρασε έχουμε και θετικές εμπειρίες, επιτυχίες στις προσπάθειες μας, νίκες στους πνευματικούς μας αγώνες. Έχουμε όμως και πτώσεις, αποτυχίες στην πάλη μας με το κακό, αμαρτήματα κάποτε σοβαρά, πού ταλαιπώρησαν την ψυχή μας. Πώς θα σταθούμε απέναντι σ’ όλα αυτά;
Για τα θετικά του παρελθόντος πρέπει να πούμε ότι είναι επικίνδυνο το να γυρίζουμε με τη μνήμη μας σ’ αυτά. Να θυμόμαστε τούς αγώνες που κάναμε, τις νίκες που σημειώσαμε, τις αρετές που καλλιεργήσαμε. Διότι τότε μπορεί να τα θυμόμαστε με καύχηση, να επαναπαυόμαστε σ’ αυτά και να μην προχωρούμε στα επόμενα, σ’ εκείνα που έχουμε χρέος να κάνουμε στη συνέχεια. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω έτη το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. γ’ 14).
Δηλαδή: Ένα πράγμα με απασχολεί και γι’ αυτό φροντίζω: Όσα έγιναν στο παρελθόν και τα έχω αφήσει πίσω μου, τα λησμονώ. Απλώνομαι δε διαρκώς και σπεύδω προς αυτά πού βρίσκονται μπροστά μου και τα όποια πρέπει να εργασθώ. Και έτσι προχωρώ για να πετύχω το σκοπό μου, τρέχω για να πάρω το βραβείο που μας επιφυλάσσει η πρόσκληση μας προς τον ουρανό, όπου μας καλεί ο Θεός διά του Ιησού Χρίστου.
Να λοιπόν ότι πρέπει να ξεχνούμε το παρελθόν ως προς τα θετικά που πετύχαμε.
Για τα αρνητικά; 
Για τα λάθη μας, τις πτώσεις και τα αμαρτήματα μας;
Και αυτά δεν πρέπει πια να τα σκεπτόμαστε, εφόσον μετανοήσαμε, εφόσον εξομολογηθήκαμε την αμαρτία μας και πήραμε την άφεση. Ο Θεός τα έσβησε μέσα στον απέραντο ωκεανό του ελέους του,δεν τα θυμάται πλέον. Γιατί να τα θυμόμαστε εμείς; Γιατί να ξαναγυρνάμε σε τέτοιες δυσάρεστες και πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, που η ανάμνηση τους μπορεί να βάζει και πάλι σε πειρασμό την ψυχή, ή και αν αυτό δεν συμβαίνει, μπορεί να την απελπίζει;
Ε, όχι! Μη γυρίζουμε ξανά στο αμαρτωλό παρελθόν μας. Τέλειωσαν αυτά. Νέα ζωή τώρα άρχισε, με χαρά να κάνουμε τον αγώνα μας, να προοδεύουμε στην αρετή, να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17). Όλα είναι καινούργια τώρα. Το αμαρτωλό παρελθόν δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει ως ζωή αμαρτωλή, ως ένοχη, ως αιτία καταδίκης. Έτσι δεν πρέπει να το σκεπτόμαστε.
Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως απόδειξη της αδυναμίας μας, που η συνειδητοποίηση της μας βοηθεί στην καλλιέργεια του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως κατάσταση θανατηφόρα, που όμως τη θεράπευσε το έλεος του Θεού και ή ανάμνηση της μας βοηθεί να στεκόμαστε με διαρκή ευγνωμοσύνη απέναντι στον οικτίρμονα και ελεήμονα Κύριο.
Η στροφή στο παρελθόν με τα αρνητικά του στοιχεία μπορεί να μας βοηθήσει μόνον όταν γίνεται με τέτοιο πνεύμα. Ό απόστολος Παύλος πολλές φορές τα σκέπτεται έτσι. Μέσα στις Επιστολές του κατηγορεί τον εαυτό του για την απαράδεκτη στάση του απέναντι της Εκκλησίας και των πιστών στα χρόνια που άνηκε στον χώρο του Ιουδαϊσμού. «Έδιωξα την εκκλησίαν του Θεού», λέγει (Α’ Κορ. ιε’ 9). Υπήρξα «βλάσφημος και διώκτης και υβριστής» (Α’ Τιμ. α’ 13). Αυτές οι δυσάρεστες αναμνήσεις τον κρατούν στην ταπείνωση. Ενώ λησμονεί τα κατορθώματα του παρελθόντος, για να μην επαίρεται και εφησυχάζει, φέρνει στο νου τα λάθη του, αναπολεί το παρελθόν τής αγνοίας του, για να ταπεινοφρονεί, να συντρίβεται και να ευγνωμονεί τον Θεό για το έλεος του και την αγάπη του.
Μόνον έτσι μπορούμε να σκεφθούμε το αρνητικό παρελθόν μας. Διαφορετικά δεν ωφελεί ούτε τις περασμένες αμαρτίες μας να φέρνουμε στο νου ούτε τα καλά που έχουμε κάμει. Εκείνο πού χρειάζεται και μας ωφελεί είναι να κοιτάμε μπροστά και να εκμεταλλευόμαστε με συστηματικό αγώνα τις πολλές ευκαιρίες του παρόντος.


επεξεργασία (Ορθ.Απαντ. 5/12/10), από το περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τεύχος 2012

http://orthodoxanswers.gr/

Τὸ ποτὸ τοῦ Θεοῦ

Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἕνα πρᾶγμα εἶναι βέβαιο: ὁ θάνατος· κάποια στιγμή, ὅλοι μας, θά ἀφήσουμε αὐτή τήν ζωή· βιολογικά, θά πάψουμε νά ὑπάρχουμε.
Ὅλα τά ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται ἀπό τήν σφραγίδα τῆς φθορᾶς· τῆς ἀστάθειας· τῆς ἀβεβαιότητας. Ὅπου κι ἄν στρέψεις τό βλέμμα σου θά ἰδεῖς, κυρίαρχο στοιχεῖο τήν ρευστότητα. Ἀκόμη καί ἡ δική μας παρουσία ἐπάνω στήν γῆ εἶναι μία περιπλάνηση. Ζοῦμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στό σπίτι πού σύ τώρα ζεῖς, θά σέ διαδεχθῆ κάποιος ἄλλος, ὅπως καί σύ διαδέχθηκες τόν προκάτοχό του. Τό ἀληθινό μας σπίτι εἶναι κάπου ἀλλοῦ. Στόν οὐρανό. Καί νά, τό παράξενο: δέν ξέρομε πότε θά ἀναχωρήσωμε· πότε θά ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Πατέρα μας νά μᾶς καλεῖ νά γυρίσωμε στό σπίτι Του· στό σπίτι μας.
Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ ζωή! Τί γλυκειά πού εἶναι ἡ ζωή!
Ὅλοι μας ἔχομε ἀνάγκη καί ἀπό λίγη ἀναψυχή· λίγη «χαλάρωση», γιά νά μπορέσωμε νά συνεχίσωμε αὐτό τό ἐπίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, μέ τήν «χαλάρωση» δέν ἐννοῶ τήν ἁμαρτωλή διασκέδαση, οὔτε τήν σπατάλη. Γιά ρίξε μιά ματιά στόν ἄνθρωπο πού κατάλαβε ποῦ βρίσκεται ἡ πραγματική χαρά. Γι᾿ αὐτόν, ἀναψυχή εἶναι τό ζεστό περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του καί ἡ ἀνέμελη ζωή τῆς ἁπλότητας.
Ὅμως. Ὅσο ἀθῶα κι ἄν ζεῖ κανείς, ἀπολαμβάνοντας τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς καί τά ὡραῖα τοῦ κόσμου, διατρέχει τόν μέγιστο κίνδυνο: νά λησμονήσει τήν ἀληθινή του πατρίδα· τό πατρικό του σπίτι. Γι᾿ αὐτό, ὁ πανάγαθος Πατέρας, βλέποντας τό παιδί Του, μέσα στήν χαρά τῆς ζωῆς, νά ἀποπροσανατολίζεται, θέλοντας νά συμμετέχει καί αὐτός στήν χαρά του, τοῦ προσφέρει τό δικό Του ποτό: ἕνα μεῖγμα, δικῆς Του κατασκευῆς. Τοῦ ἀνακατεύει:
•τά χαρούμενα μέ τά λυπηρά·
•τά εὐχάριστα μέ τά δυσάρεστα·
•τά γλυκά μέ τά πικρά.
Γι᾿ αὐτό, καί σύ ἀδελφέ, μή κάνεις τό λάθος καί ἀπελπίζεσαι, ὅταν στήν πορεία τῆς ζωῆς σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο καί θλίψη. Τό ποτό τοῦ Θεοῦ, γιά σένα πού ταξιδεύεις γιά τήν ἀληθινή σου πατρίδα, εἶναι εὐεργεσία καί προστασία, ὥστε νά μή νομίσεις τό ξενοδοχεῖο (τήν παρούσα ζωή) σάν τήν μόνιμη κατοικία σου (τήν αἰώνια ζωή).
Θυμίσου, τότε, καί τό πάθημα τοῦ Πέτρου. Μέ μιά διαφορά: Ἐκεῖνος, περπάτησε ἐπάνω στά νερά μιᾶς λίμνης. Ἐσύ, περπατᾶς ἐπάνω στά νερά τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου τούτου. Γιά σένα, κύματα εἶναι οἱ δοκιμασίες· καί φουρτούνα οἱ πειρασμοί· γύρω σου, οἱ ἄνθρωποι σάν ἄλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιός θά καταβροχθίσει τόν ἄλλο. Ἐσύ ὅμως, μή φοβᾶσαι! Μή δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα ἐπάνω στά νερά μέ σταθερότητα καί ἐμπιστοσύνη σέ Ἐκεῖνον πού σέ πρόσταξε νά περπατήσεις, γιά νά μή βυθισθεῖς. Ὁ Πέτρος φώναξε: ἐάν πράγματι εἶσαι Σύ Κύριε, πρόσταξε νά ἔρθω κοντά Σου. Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: Ἐμπρός, ἔλα! Ὁ Πέτρος ἄκουσε, ὑπάκουσε καί ξεκίνησε νά περπατάει ἐπάνω στά νερά. Ὅταν ὅμως, νοῦς καί καρδιά ἔπαυσαν νά ἀτενίζουν τόν Χριστό, ἄρχισε νά βουλιάζει. Καί μέσα στήν ἀπελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σῶσε με». Καί ὁ Χριστός τόν ἅρπαξε ἀπό τό χέρι.
Καί ἐσύ, ἀδελφέ μου, τό ἴδιο κάμε. Ὅταν δυσκολεύεσαι νά πιεῖς τό ποτό πού σοῦ ἔφτιαξε ὁ Χριστός, φώναξε Του ὅπως ὁ Πέτρος: Κύριε, χάνομαι! Ἅπλωσε τό παντοδύναμο Σου χέρι καί κράτα με στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας γιά νά μήν πνιγῶ, νά μή χαθῶ! Καί τότε, θά Τόν ἰδεῖς νά ἁπλώνει τό χέρι Του καί νά σέ κρατάει γερά ἐπάνω ἀπό τά νερά.

Ἅγιος Αὐγουστῖνος

αφ’ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων,ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία...



«Το Αίμα του Αμνού της Θείας Μεταλήψεως συντηρεί την ψυχή βαθύτατα και στηρίζει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του. (…)

Ιδού γιατί όλος ο κόσμος θα έπρεπε να είναι στη Θεία Λειτουργία, διότι η παράταση της ζωής του είναι δώρο της Θείας Λειτουργίας. (…)

Συνεπώς όσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ζητούν τη μετάνοια και τη Θεία Κοινωνία, ο σατανάς δεν θα έχει δύναμη. Τον εμποδίζει η δύναμη του Θεού. 

Αλλά, αφ’ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία, λόγω της απιστίας τους, τις ημέρες εκείνες θα καταπαύσει να τελείται η θυσία αυτή και θ’ αρχίσει το “βδέλυγμα της ερημώσεως”».


Γέροντος Αρσενίου Μπόκα, Βίος, Λόγοι, Νουθεσίες εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2004.

«Ο κατακτητής Γερμανός θα φύγει και θα ξανάρθει και μετά θα πάτε στην Πατρίδα με χαρά μεγάλη»

Το κλάμα ενός μωρού ελπίδα μέσα στην δυστυχία..τότε, τώρα και για πάντα.


Εκεί που σερφάριζα μέσα στην δυστυχία της καθημερινής επικαιρότητας μας με τις οιμωγές το τι θα μας κάνουν και τι έχουμε να πάθουμε από τους νέους οικονομικούς κατακτητές;
Το μάτι μου έπεσε στην παραπάνω εικόνα με το γνωστό τουριστικό αξιοθέατο της Χίου…
Το μυαλό κόλλησε και μεταφέρθηκε πολλά χρόνια πίσω στην αφηγηματική ροή των λόγων του μακαρίτη Πατέρα μου.
-παιδί μου μέσα σε αυτούς τους ανεμόμυλους είδα το φώς της ζωής όταν τις ημέρες της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς η βάρκα που μετέφερε την εγκυμονούσα μητέρα μου σε εμένα μας άφησε στην προβλήτα αυτή.
– η γιαγιά σου η Αγγελική και ο παππούς σου Κώστας εκείνο το πρώτο βράδυ δεν μπορούσαν να συνέλθουν από την δυστυχία που τους περικύκλωνε μαζί με όλους τους άλλους συνεπιβάτες-προσφυγες ομοιοπαθείς.
-λίγες ώρες πριν εγκατέλειψαν το σπιτικό τους στην Αγία Παρασκευή στον απέναντι από την Χίο Τσεσμέ ( Ελληνιστί Κρήνη) γλυτώνοντας στο παρά-πέντε από τις φανατικές ορδές των λυσσασμένων Τσετών –λύκων.
-ένας καλόγερος εκείνες τις δύσκολες ώρες περιδιάβαινε ανάμεσα στους ρημαγμένους πρόσφυγες και ήταν η ζωντανή παρουσία ότι ο Ουρανός δεν τους εγκατέλειψε οριστικά.
– ένας άνθρωπος τι να σου κάνει και όμως έκανε πολλά…
-εκείνο το βράδυ με έφερε στην ζωή η γιαγιά σου.
-την πρώτη φροντίδα και υλική μέριμνα την δέχτηκα από αυτό τον άγνωστο καλόγερο για τους πρόσφυγες.
-για αυτό και η συγκίνηση εκείνων των στιγμών αποτυπώθηκαν εσαεί στους γονείς μου οι οποίοι με την σειρά τους.. μου μετέφεραν την αγάπη που τους έδειξε αυτός ο ιερομόναχος με τον οποίο συνδέθηκαν αργότερα και πνευματικά.
-από την πρώτη κιόλας στιγμή από αυτόν τον σεβαστό Γέροντα ακούσανε λόγους παραμυθίας.
΄ παιδιά μου τους είπε… -σήμερα γλυτώσατε από του Χάρου τα δόντια και ο Άγιος Θεός σας χάρισε μέσα σε λίγες ώρες την ελπίδα με το κλάμα αυτού του μωρού..
-αύριο η πρόνοια του ΘΕΟΥ θα σας διασκορπίσει στην μητέρα Ελλάδα και η Υπεραγία Θεοτόκος θα επιδαψιλεύει κάθε στιγμή εσάς και τα παιδιά σας σε όλες τις ανάγκες σας.
– οι γενιές της προσφυγιάς θα είναι κάτω υπό την ΣΚΕΠΗ της ΠΑΝΑΓΙΑ μας γιατί θα είναι αυτές που θα τρέξουν πάλι πίσω στις πατρίδες που τους ανήκουν όταν έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα.¨
-η οικογένεια παιδί μου από την Χίο με εμένα νεογέννητο βρέθηκε στην ηρωική και αγιοποτισμένη γη της Αν. Μακεδονίας.
-εκεί ¨αποβιβάσαμε ¨ την δυστυχία και την πτώχεια μας αλλά μέσα στο μυαλό μας είχαμε τα λόγια αυτού του Χιώτη Ιερομόναχου που μας παρηγορούσαν και μας σκόρπιζαν ελπίδες όταν τα θυμόμασταν.
-πέρασαν 18 ολάκερα χρόνια και ριζώσαμε στην φιλόξενη Μακεδονίτισσα γη.
-μεροδούλι μεροφάι..το πρωί βοηθούσα τον παππού σου στα ψαράδικα και το βράδυ νυκτερινό Γυμνάσιο με τα άλλα προσφυγόπουλα.
-με τα καΐκια πηγαίναμε στην Χίο και συναντούσαμε τον ευλογημένο Ιερομόναχο Άνθιμο τον Βαγιανό που διακονούσε με αυταπάρνηση το λεπροκομείο της Χίου και αργότερα το Καθίδρυμα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ της ΒΟΗΘΕΙΑΣ με την θαυματουργό εικόνα της Υπαπαντής ¨Υπακοής¨.
-ΦΕΥ όμως ήρθε το μαύρο 40-41 και την γερμανική μπότα στην Ανατολική Μακεδονία την διαδέχτηκε σε λίγο η κομιτατζίδικη ωμότητα της δήθεν ομόδοξης Βουλγαρίας.
-πάλι μπήκαμε στα καΐκια σαν πρόσφυγες για να γλυτώσουμε από την αγριότητα των Βουλγάρων…
-και που να πάμε να παρηγορηθούμε;
– πίσω στον Γέροντα Άνθιμο στην Χίο.
-να του πούμε τότε τι;
– γιατί Γέροντα πάλι προσφυγιά ,αδικία και πτώχεια;
– εσείς δεν μας λέγατε ότι θα έρθει η ώρα να ξαναγυρίσουμε στις πατρογονικές μας εστίες στην Μικρά Ασία;
ΚΑΙ η ΑΠΑΝΤΗΣΗ του Άγιου Γέροντα!!!
-¨ ο κατακτητής Γερμανός θα φύγει και θα ξανάρθει και μετά θα πάτε στην πρώτη Πατρίδα με χαρά μεγάλη¨
¨ να πάτε τώρα στον Βόλο για να σωθείτε και να σώσετε¨
¨και καλή υπομονή για εκείνη την ευλογημένη ώρα¨
Εδώ αγαπητοί μου σταματάω από την συγκίνηση και την πίεση που αισθάνθηκα να σας μεταφέρω λόγους παλαιοτέρων.
Ο παππούς μου ο Κώστας κοιμήθηκε 2 μήνες μετά την Οσιακή κοίμηση του πνευματικού του Γέροντα του ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ του Βαγιανού του εν Χίω στις 15 Φεβρουαρίου του 1960.

Κωνσταντίνος Βαρδάκας

Οἱ δρόμοι τῆς μετάνοιας


Αγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπίζεσαι! Μπές στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια. Ἁμάρτησες; Πές στόν Θεό! “Ἁμάρτησα”. Τόσο δύσκολο εἶναι νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου; Μά, ἄν δέν κατηγορήσεις ἐσύ τόν ἑαυτό σου, θά ἔχεις κατήγορό σου τόν διάβολο. Πρόλαβε, λοιπόν, καί ἅρπαξέ του τό ἀξίωμα· γιατί, πράγματι, ἀξίωμά του εἶναι τό νά κατηγορεῖ. Πρόλαβέ τον καί σβῆσε τό ἁμάρτημα· γιατί ἔχεις κατήγορο πού δέν μπορεῖ νά σωπάσει...

Ἁμάρτησες; Δέν σοῦ ζητῶ τίποτ ἄλλο, παρά τοῦτο μόνο: “Μπές στήν ἐκκλησία καί πές μετανοημένος στόν Θεό τό “Ἁμάρτησα”. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Λέγε πρῶτος ἐσύ τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43, 26). Πές τήν ἁμαρτία, γιά νά τήν ἐξαλείψεις. Δέν χρειάζονται γι’ αὐτό οὔτε κόπος, οὔτε πολλά λόγια, οὔτε ἔξοδα, οὔτε ἄλλο τίποτα παρόμοιο. Ἕνας λόγος μόνο: «Ἁμάρτησα».
Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις, πώς, ἄν πῶ τήν ἁμαρτία μου, τή σβήνω;
Σοῦ ἀπαντῶ: Στή Γραφή θά βρεῖς τόσο ἐκεῖνον πού τήν εἶπε καί τήν ἔσβησε, ὅσο κι ἐκεῖνον πού δέν τήν εἶπε καί καταδικάστηκε.
Ὁ Κάιν σκότωσε τόν ἀδελφό του ἀπό φθόνο. «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἄβελ;», τόν ρώτησε ἀργότερα ὁ Θεός (Γέν. 4, 9). Καί τόν ρώτησε ὄχι γιατί δέν ἤξερε Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά γιατί ἤθελε νά ὁδηγήσει τόν φονιᾶ σέ μετάνοια. Μά ὁ Κάιν ἀποκρίθηκε: «Δέν ξέρω· μήπως εἶμαι φύλακας ἐγώ τοῦ ἀδελφοῦ μου;» (Γέν. 4, 9).Ἔστω, δέν εἶσαι φύλακας· γιατί ὅμως ἔγινες φονιᾶς; Δέν τόν φύλαγες· γιατί ὅμως καί τόν σκότωσες; Πῶς τολμᾶς καί μιλᾶς ἔτσι; «Ἡ φωνή τοῦ αἱματοκυλισμένου ἀδελφοῦ σου μοῦ φωνάζει δυνατά ἀπό τή γῆ», τοῦ λέει τότε ὁ Θεός (Γέν. 4, 10)· καί τόν τιμώρησε ἀμέσως, ὄχι τόσο γιά τόν φόνο, ὅσο γιά τήν ἀναίδειά του· γιατί δέν σιχαίνεται ὁ Θεός τόσο ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, ὅσο ἐκεῖνον πού εἶναι ἀδιάντροπος.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κάιν, μολονότι στή συνέχεια μεταμελήθηκε, δέν ὁμολόγησε πρῶτος τήν ἁμαρτία του, γι’ αὐτό δέν βρῆκε συγχώρηση. Βαρειά ἦταν ἡ τιμωρία του: «Θά στενάζεις καί θά τρέμεις πάνω στή γῆ» (Γέν. 4, 12). Δέν τοῦ πῆρε τή ζωή ὁ Θεός, γιά νά μήν ξεχαστεῖ ἡ ἀλήθεια· ἀλλά τόν ἔκανε νόμο, γιά νά τόν διαβάζουν ὅλοι οἱ κατοπινοί ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἡ συμφορά του νά γίνει στούς ἄλλους ἀφορμή φιλοσοφίας (μετανοίας). Καί περιπλανιόταν ὁ Κάιν σάν νόμος ἔμψυχος, σάν στήλη κινούμενη, σιωπηλή μά πιό βροντόφωνη κι ἀπό σάλπιγγα. «Άς μήν κάνει κανένας ὅ,τι ἔκανα, γιά νά μήν πάθει τά ἴδια», διαλαλεῖ μέσ’ ἀπό τή Γραφή. Τιμωρήθηκε γιά τήν ἀδιαντροπιά του. Καταδικάστηκε, γιατί δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του. Ἄν τήν ὁμολογοῦσε, θά τήν ἔσβηνε.
Ὁ πρῶτος δρόμος, λοιπόν, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔτσι εἶναι, κοίτα πῶς ἕνας ἄλλος, ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του, τήν ἔσβησε.
Ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ ἔπεσε σέ διπλό ἁμάρτημα μοιχείας καί φόνου. Εἶδε, λέει ἡ Γραφή, μιά ὡραία γυναίκα νά λούζεται, τήν πόθησε σφοδρά καί στή συνέχεια ἁμάρτησε μαζί της. Ἔτσι ἕνας προφήτης ἔπεσε σέ μοιχεία, ἕνα μαργαριτάρι στόν βοῦρκο. Ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ἀκόμα πώς ἁμάρτησε· τόσο τόν εἶχε σκοτίσει τό πάθος. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι γιά τό σῶμα ὅ,τι ὁ ἁμαξᾶς γιά τό ἁμάξι. Ἔχει μεθύσει ὁ ἁμαξᾶς; Καί τό ἁμάξι προχωράει ἄτακτα. Ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τό πάθος ἡ ψυχή; Καί τό σῶμα κυλιέται στόν βοῦρκο.
Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Δαβίδ; Μοίχευσε. Δέν εἶχε, ὅμως, συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔκανε, ἄν καί βρισκόταν σχεδόν στά γεράματά του. Τά γεράματα, βέβαια, δέν ὠφελοῦν τόν ἀμελῆ καί ἀδιάφορο, οὔτε πάλι τά νιάτα μποροῦν νά βλάψουν ὅποιον ἔχει ζῆλο γιά τήν ἀρετή. Γιατί τό ἦθος δέν εἶναι δημιούργημα τῆς ἡλικίας, ἀλλά κατόρθωμα τῆς θελήσεως. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι ἀφενός ὁ προφήτης Δανιήλ, πού σέ ἡλικία δώδεκα χρονῶν ἦταν ἤδη κριτής, καί ἀφετέρου οἱ γέροι ἐκεῖνοι δικαστές, πού σέ τόσο μεγάλη ἡλικία θέλησαν ν’ ἁμαρτήσουν μέ τήν εὐσεβῆ Σωσάννα. Οὔτε ἐκεῖνον τόν ἔβλαψαν τά νιάτα του οὔτε αὐτούς τούς ὠφέλησαν τά ἄσπρα τους μαλλιά. Καί ὁ Δαβίδ, λοιπόν, πού ἁμάρτησε ἀρκετά ἡλικιωμένος, δέν συναισθανόταν τήν ἁμαρτία του, γιατί ὁ ἁμαξᾶς νοῦς του ἦταν μεθυσμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀκολασίας.
Καί ὁ Θεός τί ἔκανε; Τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Νάθαν. Ὁ προφήτης ἦρθε στόν προφήτη. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς γιατρούς. Ὅταν ἕνας γιατρός ἀρρωστήσει ἔχει τήν ἀνάγκη ἄλλου γιατροῦ. Τό ἴδιο κι ἐδῶ. Προφήτης ἁμάρτησε, προφήτης ἔφερε τό γιατρικό. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Νάθαν, μά δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις μπῆκε μέσα, οὔτε τοῦ λέει, “Παράνομε καί μαγαρισμένε, πού ἔπεσες σέ μοιχεία, καί φόνο, πῶς, ἐνῶ τόσο πολύ τιμήθηκες ἀπό τόν Θεό, καταπάτησες τίς ἐντολές Του;”. Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, γιά νά μήν τόν κάνει πιό ἀναίσχυντο· γιατί ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ξεσκεπάζονται τά ἁμαρτήματά του, ὁδηγεῖται στήν ἀδιαντροπιά. Τί τοῦ λέει, λοιπόν; «Βασιλιᾶ, θέλω νά θέσω ὑπό τήν κρίση σου μιάν ὑπόθεση: Ἦταν ἕνας πλούσιος κι ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια προβάτων καί βοδιῶν. Ὁ φτωχός δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο παρά μιά προβατίνα, πού ἔπινε νερό ἀπό τό ποτήρι του, ἔτρωγε ἀπό τό ψωμί του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του», μ’ αὐτό φανέρωνε τόν τίμιο δεσμό τοῦ ἄνδρα μέ τή σύζυγό του. «Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα κι ἔσφαξε τήν προβατίνα τοῦ φτωχοῦ, γιά νά φιλοξενήσει τόν ἐπισκέπτη του>>(πρβλ. Β΄ Βασ. 12, 1-4). Καί ὁ βασιλιᾶς τί ἀποκρίθηκε; Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά ἄλλον, ὀργίστηκε ὑπερβολικά καί εἶπε στόν Νάθαν: «Θάνατος πρέπει σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Καί νά δώσει ἑφτά φορές τήν ἀξία τῆς προβατίνας» (Β΄ Βασ. 12, 5-6). Ἀπόφαση πολύ αὐστηρή. Ἔτσι εἶναι, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι. Τούς ἄλλους τούς καταδικάζουν εὔκολα μέ μεγάλη αὐστηρότητα καί σκληρότητα.
Τί κάνει τότε ὁ Νάθαν; Δέν βάζει μαλακτικά στήν πληγή γιά πολλές ὧρες, ἀλλά στή στιγμή χώνει τό νυστέρι βαθιά, γιά νά πονέσει τόν βασιλιᾶ. «Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος πού τό ἔκανε αὐτό», τοῦ λέει. Καί ὁ Δαβίδ ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β΄ Βασ. 12, 13). Δέν λέει, «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιός σ’ ἔστειλε νά μοῦ μιλήσεις τόσο θαρρετά; Πῶς τολμᾶς νά κάνεις κάτι τέτοιο;». Ἀλλά συναισθάνεται τήν ἁμαρτία του καί παραδέχεται: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Τότε καί ὁ Νάθαν τόν βεβαιώνει: «Καί ὁ Κύριος συγχώρησε τό ἁμάρτημά σου». Τόν συγχώρησε, γιατί καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἔσβησε τήν ἁμαρτία του, γιατί τήν ὁμολόγησε μέ γενναιοφροσύνη. Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, εἶναι ὁ πρῶτος δρόμος πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια.
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.
Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!
Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».
Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.
Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).
Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.
Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).
Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.
Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;
Ἔχεις, ὅμως, καί τρίτο δρόμο μετάνοιας. Πολλούς δρόμους ἀναφέρω, γιά νά σοῦ κάνω, μέ τήν ποικιλία τους, πιό εὔκολη τή σωτηρία. Ποιός, λοιπόν, εἶναι τοῦτος ὁ τρίτος δρόμος;
Ἡ ταπεινοφροσύνη. Γίνε ταπεινός, καί θά ἐξαφανίσεις τίς πολλές σου ἁμαρτίες. Σοῦ τό ἀποδεικνύει ἡ Γραφή μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14): Ἀνέβηκαν, λέει, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας τελώνης στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ μιά-μιά τίς ἀρετές του. «Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους», ἔλεγε, «ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ὅλο τόν κόσμο καταδίκασες. Γιατί πλήγωσες μέ τόν σκληρό λόγο σου κι αὐτόν πού ἦταν δίπλα σου; Δέν σοῦ ἔφτανε ἡ οἰκουμένη, ἔπρεπε καί τόν τελώνη νά καταδικάσεις; Ὅλους τους κατηγόρησες· οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν λυπήθηκες; «Δυό φορές τήν ἑβδομάδα νηστεύω», συνέχισε, «καί δίνω στούς φτωχούς τό δέκατο ἀπό τά εἰσοδήματά μου». Τί περήφανα λόγια!
Καί ὁ τελώνης τί ἀποκρίθηκε; Ἀφοῦ τόν ἄκουσε, δέν εἶπε, «Ποιός εἶσαι ἐσύ, πού μιλᾶς γιά μένα ἔτσι; Ἀπό ποῦ ξέρεις τή ζωή μου; Δέν μέ συναναστράφηκες, δέν ἔμεινες μαζί μου, δέν μέ γνωρίζεις. Γιατί εἶσαι τόσο ξιπασμένος; Γιατί παινεύεσαι; Ποιός βεβαιώνει τά καλά σου ἔργα;». Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ τελώνης. Μόνο ἦταν σκυμμένος, χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Ἔτσι, μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, δικαιώθηκε. Ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπό τόν ναό γυμνός ἀπό ἀρετή, ἐνῶ ὁ τελώνης φορτωμένος μέ ἀρετή· γιατί τά λόγια του νίκησαν τά πράγματα. Ὁ Φαρισαῖος δηλαδή καταδικάστηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, χάνοντας ὅ,τι εἶχε κερδίσει μέ τά ἔργα του, ἐνῶ ὁ τελώνης ἀθωώθηκε μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, σβήνοντας τά ἁμαρτήματά του. Στήν οὐσία, βέβαια, δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη· γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά ταπεινώνει κάνεις τόν ἑαυτό του, ἄν καί εἶναι μεγάλος στήν ἀρετή. Ὁ τελώνης εἶπε ἁπλά τήν ἀλήθεια, γιατί ἦταν ἁμαρτωλός. Καί πραγματικά, τί χειρότερο ἀπό τόν τελώνη; Ἔμπορος τῶν ξένων συμφορῶν, σφετεριστής τῶν ξένων κόπων, συμμέτοχος τῶν ξένων κερδῶν, ἐκβιαστής ἀσύστολος, πλεονέκτης εὐπρόσωπος, ἁμαρτωλός νόμιμος. Ἄν, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔλαβε τόσο μεγάλη δωρεά μόνο γιατί ἔδειξε ταπεινοφροσύνη, πόσο μᾶλλον ἕνας ἐνάρετος πού ταπεινοφρονεῖ; Ὥστε, ἄν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί γίνεις ταπεινός, ἀθωώνεσαι καί συμφιλιώνεσαι μέ τόν Θεό.
Θέλεις τώρα νά μάθεις ποιός εἶναι ταπεινός; Κοίτα τόν Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τό λιμάνι τό γαλήνιο, τόν πύργο τόν ἀσάλευτο, πού μέ τό μικρό του σῶμα γύρισε τόν κόσμο γιά νά κηρύξει τόν Χριστό, μπῆκε σέ τόσους κόπους, ἔστησε τόσα τρόπαια ἐναντίον τοῦ διαβόλου, φυλακίστηκε, πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, σαγήνεψε τήν οἰκουμένη μέ τίς ἐπιστολές του, κλήθηκε στό ἀξίωμά του μέ οὐράνια φωνή... Καί μολαταῦτα, ταπεινοφρονοῦσε κι ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἀποστόλους· δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 9). Βλέπεις μέγεθος ταπεινοφροσύνης; Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους. Αὐτό εἶναι στ’ ἀλήθεια ταπεινοφροσύνη, τό νά ταπεινώνεται κανείς σέ ὅλα καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Σκέψου, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια. Ἦταν ὁ Παῦλος ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ στῦλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος μετάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη, πού δικαίωσε τόσο εὔκολα τόν τελώνη καί τοῦ χάρισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ ἕναν τέταρτο δρόμο. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν.
«Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· μά πιό μεγάλο καί πολύτιμο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος», φωνάζει ὁ Σολομῶν (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα εἶναι τά φτερά τῆς ἐλεημοσύνης. Σκίζει τόν ἀέρα, περνάει τή σελήνη, ἀφήνει πίσω της τόν ἥλιο καί φτάνει στά οὐράνια. Μά μήτ’ ἐκεῖ στέκεται. Περνάει καί τόν οὐρανό, παραμερίζει καί τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔρχεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Μάθε το ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, πού παρουσιάστηκε στόν εὐσεβῆ καί ἐλεήμονα ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὥς τόν Θεό» (Πράξ. 10, 4). Τί σημάινει αὐτό; Ὅτι, κι ἄν ἔχεις πολλές ἁμαρτίες, συνηγορεῖ γιά σένα στόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη. Μή φοβᾶσαι, γιατί καμμιά δύναμη δέν μπορεῖ νά τῆς ἐναντιωθεῖ. Ἔχει γραμμάτιο στά χέρια της καί ἀπαιτεῖ ἐξόφληση τοῦ χρέους. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅποιος κάνει μιά καλοσύνη σ’ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, σ’ ἐμένα τήν ἔκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ἑπομένως, ἡ ἐλεημοσύνη σου εἶναι πιό βαρειά καί τίς ἀντισταθμίζει ὅλες.
Δέν πρόσεξες στό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες πού ἀσκοῦσαν τήν παρθενία ἀλλά δέν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Γιατί, ἀπό τίς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετές καί οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετές εἶχαν πάρει λάδι γιά τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες δέν εἶχαν πάρει, καί γι’ αὐτό τά λυχνάρια τους ἄρχισαν νά σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπό τίς συνετές. Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δέν θά φτάσει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δέν ἀρνήθηκαν ἀπό ἀσπλαχνία ἤ κακία, ἀλλ’ ἀπό ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καί ἀπό φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καί τίς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νά πᾶτε σ’ ἐκείνους πού πουλᾶνε λάδι καί ν’ ἀγοράσετε γιά τά λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτές λυχνάρια, ἀλλά δέν εἶχαν λάδι. Τό λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τό λάδι ἡ ἐλεημοσύνη· καί ὅπως τό λυχνάρι, ἄν δέν τροφοδοτηθεῖ μέ λάδι, σβήνει, ἔτσι καί ἡ παρθενία, ἄν δέν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι πού πουλᾶνε αὐτό τό λάδι; Οἱ φτωχοί. Καί πόσο τό πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις. Ἡ τιμή δέν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δέν μπορεῖς νά φέρεις σάν δικαιολογία τή δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τόν οὐρανό· ὄχι γιατί εἶναι φτηνός ὁ οὐρανός, ἀλλά γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δέν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· γιατί «καί ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερό γιά χάρη μου, ἀλήθεια σᾶς λέω, θά λάβει τήν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανός κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμί καί πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρά καί πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καί πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτά καί πάρε ἄφθαρτα. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θά μποροῦσες νά βρεῖς ἄφθονα καί πολύ φτηνά πράγματα, δέν θά πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δέν θά ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, γιά ν’ ἀγοράσεις τά ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιά τά φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιά τό ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καί ἀδιαφορεῖς; Δῶσε στούς φτωχούς, καί, ἄν ἐσύ σωπαίνεις τήν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θά ἀπολογοῦνται γιά σένα· γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θά εἶναι ἐκεῖ καί θά συνηγορεῖ γιά τή σωτηρία σου. Μήν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα πού φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μά ἡ φτώχεια δέν τήν ἐμπόδισε νά τόν φιλοξενήσει καί νά τόν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς ἐλεημοσύνης της.
Ἵσως θά μοῦ πεῖς: “Δώσ’ μου κι ἐμένα τόν προφήτη Ἠλία, καί θά τόν φιλοξενήσω”. Γιατί ζητᾶς τόν Ἠλία; Τόν Κύριο τοῦ Ἠλία σοῦ δίνω, κι ἐσύ δέν τόν ἐλεεῖς· πῶς θά ἐλεοῦσες τόν Ἠλία, ἄν τόν ἔβρισκες; Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅ,τι κάνατε γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, τό κάνατε γιά μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τόν Χριστό ἐκείνη τήν ἡμέρα, νά λέει γιά σένα μπροστά στούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ὅλο: «Αὐτός στή γῆ μέ φιλοξένησε· αὐτός μέ μύριους τρόπους μέ περιμάζεψε». Τί παρρησία θά ἔχεις τότε μπροστά στούς ἀγγέλους! Τί καύχημα μπροστά στίς οὐράνιες δυνάμεις!
Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί. Καί ἁμαρτίες ἐξαλείφει καί τήν καταδίκη ἀπομακρύνει. Ἄς δώσουμε, λοιπόν, στόν φτωχό ψωμί. Δέν ἔχουμε ψωμί; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕναν ὀβολό. Δέν ἔχουμε ὀβολό; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕνα ποτήρι νερό. Δέν τό ΄χουμε κι αὐτό; Ἄς τόν συμπονέσουμε γιά τή δυστυχία του, καί θά πάρουμε τήν ἀμοιβή μας· γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἀμοίβει γιά τήν πράξη, ἀλλά γιά τήν προαίρεσή μας.
Μέ ὅλα τοῦτα, ὅμως, ξεχάσαμε τίς δέκα παρθένες, γιά τίς ὁποῖες μιλούσαμε. Ἄς γυρίσουμε, λοιπόν, σ’ αὐτές. Οἱ πέντε συνετές, ὅπως εἴπαμε, ἔστειλαν τίς πέντε ἄμυαλες ν’ ἀγοράσουν λάδι. Ἀλλά στό μεταξύ ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ συνετές, πού εἶχαν ἕτοιμα καί ἀναμμένα τά λυχνάρια τους, μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, καί ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερ’ ἀπό λίγο ἔφτασαν καί οἱ ἄλλες κι ἄρχισαν νά χτυπᾶνε. «Ἄνοιξέ μας», φώναζαν στόν γαμπρό. Αὐτός, ὅμως, τούς ἀποκρίθηκε ἀπό μέσα: «Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν σᾶς ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους, τί ἄκουσαν; «Δέν σᾶς ξέρω»! Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους ἔμειναν ἔξω. Ἀφοῦ τίς σαρκικές ὁρμές χαλιναγώγησαν, ἀφοῦ στίς οὐράνιες δυνάμεις ἔμοιασαν, ἀφοῦ τά κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, ἀφοῦ τόν μεγάλο καύσωνα ὑπέμειναν, ἀφοῦ πάνω ἀπό τά σκάμματα πέρασαν, ἀφοῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό πέταξαν, ἀφοῦ τό μεγάλο χάρισμα τῆς παρθενίας ἀπέκτησαν, ἀφοῦ τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καταπάτησαν, ἀφοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση λησμόνησαν, ἀφοῦ στό σῶμα τους ἀσώματα ἔργα πραγματοποίησαν, τότε ἄκουσαν: «Δέν σᾶς ξέρω»!
Μεγάλο πρᾶγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη ἀρετή ἡ παρθενία. Ὅταν εἶναι μαζί μέ τήν ἀδελφή της, τήν ἐλεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, καί τότε κανένα κακό δέν μπορεῖ νά τήν καταβάλει. Οἱ πέντε ἄμυαλες κοπέλες δέν εἶχαν καί τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν παρθενία, γι’ αὐτό ἔμειναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Τί ντροπή! Νίκησαν τήν ἡδονή, μά νικήθηκαν ἀπό τά χρήματα. Ἀπαρνήθηκαν τόν κοσμικό βίο, μά ὄχι καί τήν ὕλη. Ἀλλά καί οἱ παντρεμένες γυναῖκες, πού δέν σπλαχνίζονται τούς φτωχούς, εἶναι ἀδικαιολόγητες, κι ἄς προφασίζονται τή συντήρηση τῶν παιδιῶν τους. «Δῶσε ἐλεημοσύνη» τούς λές. «Ἔχουμε παιδιά καί δέν μποροῦμε», σοῦ ἀπαντοῦν. Ἀλλά ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε παιδιά γιά νά γίνεις φιλάνθρωπη, ὄχι ἀπάνθρωπη. Θέλεις ν’ ἀφήσεις κληρονομιά καλή στά παιδιά σου; Ἄφησέ τους ἐλεημοσύνη, γιά νά σέ θαυμάζουν ὅλοι καί ν’ ἀφήσεις μνήμη ἀγαθή, προπαντός ὅμως γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τήν ἁλυσίδα τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτημάτων σου καί νά ἐλεηθεῖς ἀπό τόν Κύριο.
Ἔχεις κι ἕναν πέμπτο δρόμο μετάνοιας, εὔκολο κι αὐτόν, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἡ προσευχή.
Κάθε ὥρα νά προσεύχεσαι. Μήν ἀποκάμεις. Μήν ἀμελήσεις. Μή σταματήσεις νά ἐπικαλεῖσαι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κι Ἐκεῖνος, ἄν ἐπιμένεις, δέν θά σέ παραβλέψει, ἀλλά τίς ἁμαρτίες σου θά συγχωρήσει καί ὅ,τι Τοῦ ζητήσεις θά σοῦ δώσει. Ἄν σέ εἰσακούσει, εὐχαρίστησέ Τον καί συνέχισε νά προσεύχεσαι. Ἄν πάλι δέν σέ εἰσακούσει, ὄχι μόνο νά μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καί πιό ἐπίμονα νά Τόν παρακαλᾶς. Μή λές, «πολλές προσευχές ἔκανα καί τίποτα δέν ἔγινε», γιατί κι αὐτό γιά τό συμφέρον σου γίνεται. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός γνωρίζει πώς εἶσαι ἀμελής καί ἀδιάφορος καί πώς, ἄν ἀποκτήσεις μέ τήν προσευχή αὐτό πού χρειάζεσαι, θά πάψεις πιά νά προσεύχεσαι, ἀναβάλλει νά σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶς, γιά νά καταγίνεσαι στήν προσευχή καί νά ἐπικοινωνεῖς μαζί Του συχνότερα. Γιατί ἄν δέν προσεύχεσαι ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά δύσκολη περίσταση, τί θά κάνεις ὅταν ὅλα πᾶνε καλά; Ὁ Θεός, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν σ ἀκούει γιά τό καλό σου, γιά νά σέ κάνει νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσευχή. Γι’ αὐτό συνέχισε νά προσεύχεσαι, μήν ἀμελεῖς. Μήν ὑποτιμᾶς τή δύναμη τῆς προσευχῆς, πού πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει. Καί τό ὅτι συντελεῖ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μάθε το ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί λέει ἐκεῖ;
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του κι ἔπεσε μέ τά παιδιά του νά κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ζητήσει ψωμί. Χτύπησε καί τοῦ φώναξε: «Ἄνοιξέ μου, γιατί ἔχω ἀνάγκη ἀπό ψωμί». Αὐτός ἀπό μέσα τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω πιά κλειδώσει τήν πόρτα· τά παιδιά μου κι ἐγώ εἴμαστε στό κρεβάτι· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ γιά νά σοῦ δώσω». Ὁ ἄλλος, ὅμως, συνέχισε μέ ἐπιμονή νά χτυπάει. Ὁ σπιτονοικοκύρης τοῦ ξαναεῖπε: «Δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω ψωμί. Πέσαμε νά κοιμηθοῦμε». Μά ὁ ἐνοχλητικός ἐπισκέπτης δέν ἔφυγε. Ἔμενε ἐκεῖ χτυπώντας τήν πόρτα. Τί νά κάνει τότε ὁ οἰκοδεσπότης; «Σηκωθεῖτε», εἶπε στά παιδιά του, «δῶστε του ὅ,τι ζητάει, γιά νά φύγει καί νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους» (πρβλ. Λουκ. 11, 5-8). Τί διδάσκεσαι ἀπ’ αὐτό; Νά προσεύχεσαι πάντοτε καί νά μή χάνεις τό θάρρος σου. Κι ἄν δέν παίρνεις ὅ,τι ζητᾶς, νά ἐπιμένεις στήν προσευχή, ὥσπου νά τό πάρεις.
Ἔχεις κι ἕναν ἄλλον δρόμο μετάνοιας, καθόλου δύσκολο. Ποιός εἶναι αὐτός; Τά δάκρυα. Κλάψε γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως διδάσκεσαι ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο:
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχτηκε τή θεία ἀποκάλυψη ἀπό ἀνθρώπους ἀλλ’ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Κύριος μαρτυρεῖ -«Μακάριος εἶσαι Σίμων, γυιέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστεως κανένας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου» (πρβλ. Ματθ. 16, 17)-, αὐτός ὁ Πέτρος ἔπεσε σέ παράπτωμα πάρα πολύ μεγάλο: Ἀρνήθηκε τόν ἴδιο τόν Χριστό! Καί αὐτό τό λέω ὄχι γιά νά κατηγορήσω τόν ἅγιο, ἀλλά γιά νά δώσω σ’ ἐσένα ἀφορμή μετάνοιας. Ναί, τόν Κύριο καί Κυβερνήτη καί Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀρνήθηκε! Ἄς πάρουμε ὅμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Κάποτε ὁ Σωτήρας μας εἶδε μερικούς μαθητές Του νά Τόν ἐγκαταλείπουν. Τότε εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;». «Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε;», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἐσύ ἔχεις λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω. 6, 67-68). Ἀργότερα πάλι ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ, προεῖπε ὅτι ὁ Πέτρος θά Τόν ἀρνιόταν τρεῖς φορές. Μά ἐκεῖνος ἐπιπόλαια Τοῦ δήλωσε: «Κι ἄν ἀκόμα χρειαστεῖ νά πεθάνω μαζί Σου, δέν θά Σέ ἀπαρνηθῶ» (Ματθ. 26, 35).
Τί λές, Πέτρε; Ὁ Θεός προλέγει τί θά συμβεῖ, κι ἐσύ διαφωνεῖς; Ἔτσι, ὅμως, φανερώθηκε ἀπό τή μιά ἡ προαίρεσή του κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του.
Πότε ἔγινε αὐτό; Τή νύχτα πού παραδόθηκε ὁ Χριστός. Ὅταν πιά Ἐκεῖνος βρισκόταν στά χέρια τῶν Ἰουδαίων καί ἀνακρινόταν στό παλάτι τοῦ Καϊάφα, ὁ Πέτρος καθόταν ἔξω, στήν αὐλή, μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Τότε τόν πλησίασε μιά κοπελίτσα καί τοῦ εἶπε: «Ἤσουνα κι ἐσύ μέ τόν Ἰησοῦ τόν Γαλιλαῖο» (Ματθ. 26, 69). Αὐτός ὅμως ἀπάντησε: «Δέν τόν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 26, 72). Τό ἴδιο ἔγινε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Ἔτσι πραγματοποιήθηκαν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, πού γύρισε κι ἔριξε στόν Πέτρο μιάν εὔγλωττη ματιά. Δέν μίλησε στόν μαθητή Του μέ τό στόμα, γιά νά μήν τόν ντροπιάσει μπροστά στούς Ἰουδαίους, τοῦ μίλησε ὅμως μέ τό βλέμμα. Ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Πέτρε, ὅ,τι εἶπα ἔγινε». Τότε ὁ Πέτρος συναισθάνθηκε τό παράπτωμά του καί ἄρχισε νά κλαίει· νά κλαίει ὄχι ἁπλᾶ, ἀλλά πικρά. Βαπτίστηκε, θά λέγαμε, μέσα στά δάκρυά του καί καθαρίστηκε μ’ αὐτά ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἁμαρτία τόσο φοβερή, ὅπως εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τά δάκρυά σου σβῆσε κι ἐσύ κάθε ἁμαρτία σου. Κλάψε ὄχι ἁπλᾶ, ὄχι τυπικά, ἀλλά πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου νά πηγάζουν τά δάκρυα, γιά νά σέ σπλαχνιστεῖ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί νά σέ συγχωρέσει. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τό νά ἐπιστρέψει μετανοημένος καί νά ζήσει» (Ἰεζ. 18, 23). Ἀπό σένα ζητάει κάτι μικρό, ἐνῶ Αὐτός σοῦ δίνει τά μεγάλα. Ἀφορμή ζητάει γιά νά σοῦ προσφέρει θησαυρό σωτηρίας. Μέ λίγα δάκρυα μετάνοιας σοῦ χαρίζει τήν ἄφεση.
Στή Γραφή θά βρεῖς καί πολλούς ἄλλους δρόμους μετανοίας, πέρα ἀπ’ αὐτούς πού ἀνέφερα. Τή μετάνοια κήρυσσε καί πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Μήπως αὐτός πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως αὐτός πού χάνει τόν δρόμο του, δέν προσπαθεῖ νά τόν ξαναβρεῖ;» (Ἱερ. 8, 4). «Γυρίστε μετανοημένοι κοντά μου» (Ἱερ. 3, 7). Γι’ αὐτό πολλούς καί διάφορους τρόπους μετάνοιας μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κόψει κάθε πρόφαση ἀμέλειας.
Ἁμάρτησες; Ἔλα στήν Ἐκκλησία καί σβῆσε τήν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορές κι ἄν πέσεις στόν δρόμο, τόσες καί σηκώνεσαι· ἔτσι, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσεις, τόσες μετανόησε. Μήν ἀπελπιστεῖς, μήν ἀμελήσεις, γιά νά μή χάσεις τήν ἐλπίδα στά οὐράνια ἀγαθά, πού προορίζονται γιά μᾶς. Κι ἄν ἀκόμα στά βαθιά σου γεράματα ἁμαρτήσεις, μετανόησε καί ἔλα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο, δέν εἶναι δικαστήριο. Συγχώρηση δίνει, δέν ζητάει εὐθύνη γιά τ’ ἁμαρτήματα. Πές στόν Θεό, «Σ΄ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καί τό πονηρό μπροστά Σου ἔκανα» (Ψαλμ. 50, 6), καί θά σέ συγχωρήσει. Δεῖξε Του μετάνοια, καί θά σέ ἐλεήσει. Γιατί ἄλλα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς καί ἄλλα ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, κάνει καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος τῶν ὅλων εἶναι τόσο φιλάνθωπος, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τή σωτηρία μας. Βασιλεία οὐρανῶν μᾶς περιμένει καί παράδεισος καί ἀγαθά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τά συλλάβει, καί δέν πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά μήν τά χάσουμε; Δέν πρέπει νά δώσουμε κάτι, ἔστω καί μικρό, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά μεγάλα καί ἀνεκτίμητα; Ἄς μετανοήσουμε, λοιπόν, ἄς συνηθίσουμε τά χέρια μας στήν ἐλεημοσύνη, ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς πενθήσουμε, ἄς κλάψουμε. Μικρά εἶναι ὅλα τοῦτα. Μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τίς δυνάμεις μας, εἶναι ὅσα θά μᾶς δοθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Παράδεισος καί ἡ Οὐράνια Βασιλεία, στήν ὁποία εἴθε νά εἰσέλθουμε ὅλοι μέ τή χάρη Του.


(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙKH)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης 

"Στήριξον τα διαβήματά μου εν ταις οδοίς Σου, διά να μη σαλευθώσιν οι πόδες μου." (Ψαλμός ιζ΄ 5)

Μια γυναίκα είδε ένα όνειρο. 
Βρισκόταν, λέει, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος χαρούμενων νέων πάνω σ’ έναν καταπράσινο λόφο. 
Μπροστά της ξεκινούσε ένα στενό, ανώμαλο μονοπάτι, που πιο πέρα γινόταν χαράδρα. 
Όλο ανηφόριζε κι ήταν στρωμένο με μεγάλες, μυτερές πέτρες και άγρια αγκάθια. 
Μια φωνή την πρόσταξε: 
«Αυτός είναι ο δρόμος της ζωής σου. Περπάτησέ τον!» 
Αυτή φοβήθηκε, μαζεύτηκε και αρνήθηκε. 
«Ανθρώπινο πόδι δεν μπορεί να πατήσει σ’ αυτό το δρόμο χωρίς να ματώσει. Δεν έχω τη δύναμη να σκαρφαλώσω. Θα ματώσω, θα λιποθυμήσω, θα πεθάνω». 
Η φωνή συνέχισε: «Αυτό το μονοπάτι φτιάχτηκε για σένα. Προχώρησε». 
Η γυναίκα ξεκίνησε. 
Δυο βήματα πιο κάτω άρχιζαν τα’ αγκάθια και οι πέτρες. 
Μα ξαφνικά, μόλις σήκωσε το πόδι της, ένα παιδί, σαν άγγελος, βρέθηκε μπροστά της και καθάρισε τόσο τόπο, ώστε να χωράει ακριβώς μια πατημασιά. 
Η γυναίκα πάτησε το πόδι της και το παιδί καθάρισε άλλη μια πατημασιά. 
Έτσι συνέχισε το δρόμο της. 
Σαν γύρισε το κεφάλι της για να δει πόσο είχε προχωρήσει, εκεί, στην αρχή του μονοπατιού, στεκόταν ο Κύριος κι έδειχνε στο παιδάκι με το δάχτυλο πού ακριβώς να κάνει τόπο για το πόδι της. 
Αυτό το όνειρο κυριάρχησε στη σκέψη της σ’ όλη της τη ζωή και ανακούφισε κάθε πικρή της στιγμή... 
Η ζωή του Χριστού φαίνεται δύσκολη, ο διάβολος την παρουσιάζει ακατόρθωτη. 
Μα είναι ο Χριστός, που με την αναγέννηση που μας χαρίζει, την κάνει μπορετή και όμορφη. 
Ο δρόμος Του είναι στενός, μα δεν είμαστε μόνοι. 
Εκείνος στηρίζει το κάθε μας βήμα. 
Κύριέ μου, μάθε με να μην κοιτάζω τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες, μα να κοιτάζω στα μάτια Εσένα με πίστη κι έτσι να παίρνω δύναμη και να προχωρώ με θάρρος και χαρά για την Ουράνια Πατρίδα.


… αυτό που Τον ευχαριστεί περισσότερο είναι η απλή, αθώα και παιδική αγάπη

Ο Κύριός μας ευαρεστείται με τα καλά μας έργα. Ελεημοσύνες και καθετί άλλο που κάνουμε για τη σωτηρία μας και το συμφέρον του πλησίον και της Αγίας μας Εκκλησίας ,είναι εύαρεστα στο Θεό. 
Ωστόσο, αυτό που Τον ευχαριστεί περισσότερο είναι η απλή, αθώα και παιδική αγάπη, που προσκολλάται στην καρδιά Του. Αυτό είναι που Του είναι πιο ευάρεστο και θέλει από μας. Αυτό είναι που μπορεί να Του δώσει κάθε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή γέρος.

Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα

Να, που οι παπάδες είχαν δίκιο!!!

Αν τολμούσε κανείς τα προηγούμενα χρόνια να ομιλήσει για τα επερχόμενα δεινά, που τελικά συνέβησαν στην Ελλάδα, βάσει των λεγομένων από τους Αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθούσαν οι "πληρωμένες" ειρωνικές απαντήσεις αυτών που βγάζουν σπυράκια όταν βλέπουν ράσο ή χριστιανό, ότι αυτά τα λένε οι παπάδες. Να όμως που τα όσα έλεγε η Εκκλησία εδώ και πολλά χρόνια, έρχονται να επαληθευτούν με τον πιο ακριβή τρόπο.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανατρέχουν στα βιβλία με τις προφητείες του Αγίου Παΐσιου, για να βρουν απαντήσεις σε αυτή την εποχή τη γεμάτη με ταλαιπωρίες...

«Θα έχετε κυβέρνηση και θα είναι σαν να μην έχετε. Θα σας δώσουν πολλά λεφτά και μετά θα σας βάλουν δυσβάσταχτους φόρους, αλλά δεν θα προλάβουν να τους πάρουν» έλεγε και είχε προβλέψει:

«Επέβαλαν (και θα επιβάλουν) στη χώρα μας ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό δημόσιο χρέος, τόσο μεγάλο, που όχι μόνον να μην μπορούμε να το ξεχρεώσουμε, αλλά ούτε τους τόκους αυτού του δανείου να μην προλαβαίνουμε. Με αυτό καταφέρνουν με εύλογη δικαιολογία να επιβάλουν στον λαό ένα οικονομικό πρόγραμμα εξόντωσης έως εσχάτων. Θα επιβάλλουν συνεχώς νέα οικονομικά μέτρα, δυσβάστακτα, φόρους ασήκωτους και πάρα πολλά άλλα μέτρα, έτσι ώστε να κάνουν τον λαό να αγανακτήσει. Ο λαός καταπιεζόμενος από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα θα ζητάει κάποια στιγμή να ξανασάνει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να του τη χαρίσουν ποτέ, παρά μόνον έως ότου σκύψει το κεφάλι του εντελώς στο έδαφος, δηλώνοντας τέλεια υποταγή στο καινούργιο τους σύστημα.

»Θα λένε: «Εχετε δίκιο που διαμαρτύρεστε, όμως έχετε μεγάλο εξωτερικό χρέος και αυτοί που έχουν πολλά λεφτά φοροδιαφεύγουν. Για να μη σας επιβάλλουμε άδικα μεγάλους φόρους, πρέπει να αποδεχθείτε το τέλειο σύστημα ηλεκτρονικού οικονομικού ελέγχου. Ετσι ώστε να βλέπουμε ποιοι είναι οι νομοταγείς πολίτες και ποιοι οι φοροφυγάδες».

Αναφερόμενος στους πολιτικούς, ο άγιος είχε πει «ο κόσμος θα σιχαθεί τους πολιτικούς και θα τους πάρει με τις πέτρες», ενώ στο βιβλίο «Μαρτυρίες Προσκυνητών», αναφέρει:

«Θα έρθει καιρός που θα ανεβοκατεβαίνουν κυβερνήσεις, θα εναλλάσσονται τα κόμματα, θα ανακαλούνται διατάγματα, θα ψηφίζονται νόμοι και θα καταργούνται άλλοι, και θα επικρατεί σύγχυση. Ο κόσμος θα υποφέρει πολλά, αλλά δεν θα κρατήσει για πολύ αυτό. Κάποιους μήνες. Μετά θα ξεκινήσει ο πόλεμος με την Τουρκία που θα γίνει Παγκόσμιος. Και η Ελλάδα θα μεγαλουργήσει!».