Άχραντε, ώς αληθώς, και υπέραγνε Παρθένε και Θεοτόκε, τό φρικτόν μέν Αγγέλοις, τοίς βροτοίς δέ ανερμήνευτον θαύμα, μάλλον δέ κάκείνοις και τούτοις φρικώδες όντως και ακατάληπτον, ή απαρχή του γένους ημών, τό της θεότητος υπέραγνον δοχείον, τό εργαστήριον της σωτηρίας ημών, ή τόν ένα της Τριάδος, τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τέλειον Θεόν όντα, και τέλειον άνθρωπον, υπέρ πάντα νουν και λόγον δι' άκραν αγαθότητα προαγαγούσα ημίν, όπως τώ ανθρωπίνω φυράματι του παλαιού πτώματος, τήν φύσιν ημών ανασώσηται, και προς τό αρχαίον αύθις έπαναγάγη αξίωμα.
Η επανόρθωσις τών καταπιπτόντων, και μετά τήν σωτήριον ταύτην του Θεού Λόγου οικονομίαν, ή και εμέ τόν πάσης αντιλήψεως και προνοίας ανάξιον, ώς αυθαιρετώ γνώμη διά παντός αμαρτάνοντα, έν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι, υπερβολή προμηθείας πλείστων όσων ρυομένη κινδύνων.
Έπιδε και νύν επί τήν εμήν αθλιότητα, και συνήθως επίσκεψαί συνέχομαι γάρ και ούκ έχω τι γένωμαι, αν προς τό πλήθος απίδω τών αμέτρητων μου κακών πόρρω τών φρικτών μυστηρίων εμαυτόν συνορώ, και όλως ανάξιον άν τούτοις επί πολύ μή προσέλθω, ώς εις κρίμα μεταληψάμενος, υποχείριος όλος τώ εχθρώ γίνομαι.
Δι'ο τώ πελάγει τών ανεξιχνίαστων οικτιρμών του σου Υιού και Θεού, τό άπειρον πλήθος τών εμών ανομιών επιρρίψας, και σέ κραταιάν προβαλλόμενος μεσίτην, θαρρήσας ήδη προσέρχομαι, χρήσαι ούν τη μητρική σου παρρησία προς αυτόν, πανάχραντε Δέσποινα, καί ιλεών μοι τούτον απέργασαι, δέομαι.
Ναί, πρόστηθί μοι, Πάναγνε, καί μή μέ βδελύξη τον πολλαίς αμαρτίαις συσχεθέντα, τόν καί πράξεσι καί λόγοις καί διανοίας κινήμασι, καί μυρίοις επιτηδεύμασί τε καί σχήμασι καί περιπεποιημέναις δαιμωνιώδεσιν υποκρίσεσι, διά πασών των αισθήσεων εμαυτόν καταχράναντα, φάνηθί μοι συνεργός κάν τη ώρα ταύτη, καί δυσώπησον τόν ευδιάλλακτον καί ανεξίκακον Κύριον, ίνα μή άπωσάμενος, τής αυτού με χάριτος κενόν αποδείξη, άλλα τά πολλά μου παριδών πταίσματα, διά τής αγίας αυτού σαρκός, καί τού τιμίου καί ζωοποιού αίματος αγιάση, φωτίση, σώση καί υιόν φωτός απεργάσηται, προς μέν τάς αγίας αυτού εντολάς πορευόμενον καί κατευθυνόμενον, προς δέ τήν αμαρτίαν μή καί αύθις επιστρέφοντα καί καταρυπούμενον, όπως ακατακρίτως έν μετοχή τής ακήρατου καί φρικτής δωρεάς γενόμενος καί τής μελλούσης καί τελειότερα τους αρραβώνας δεχόμενος, απαλλαγείην μέν τών αιωνίων κολάσεων, τύχοιμι δέ τής αιωνίου ζωής, διά σου τής βεβαίας ελπίδος μου καί προστάτιδος, δοξάζων καί μεγαλυνων Πατέρα Υιόν καί άγιον Πνεύμα, τήν παναγίαν καί μακαρίαν Τριάδα, εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.