Μέσα στὴν γενικὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑποστηρίζεται ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μία ἄποψη, ἡ ὁποία πρεσβεύει, ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποτειχιστεῖ ἀλλὰ παράλληλα νὰ πηγαίνει στὶς ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦν "εὐσεβεῖς" ἱερεῖς, παρόλο ποὺ αὐτοὶ μνημονεύουν οἰκουμενιστὴ ἢ σιγονταριστὴ τὴν αἵρεση Ἐπίσκοπο. Μάλιστα αὐτὴ ἡ ἄποψη συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἐπιχειρήματα ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας, οἰκονομίας καὶ μαθηματικῶν ἐξισώσεων ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τοῦ ποιμνίου, ποὺ πρέπει νὰ αὐξηθεῖ.
Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια ἄποψη γεννιοῦνται διάφορα φυσικὰ καὶ εὔλογα ἐρωτήματα, ποὺ χρῶνται ἀπαντήσεως:
Μὲ τί μέτρα μετριέται ἡ εὐσέβεια ἂν ὄχι πατερικά;
Πῶς γίνεται κάποιος νὰ εἶναι εὐσεβὴς καὶ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ μπροστὰ στὴν αἵρεση;
Πῶς θὰ πιστοῦν οἱ πιστοί, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀντιμετώπισης τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς;
Ἂν πηγαίνω στοὺς ναοὺς τῶν "εὐσεβῶν" ἱερέων, τότε γιατί, ποιός ὁ λόγος νὰ ἀποτειχιστῶ καὶ νὰ ὑποφέρω;
Καὶ ἂν ἀποτειχιστῶ μὲ βάση τὴν συνεπὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θεωροῦμαι ἀκραῖος;
Ἐπειδὴ ὅμως αἰωρεῖται πάντα ἡ κατηγορία, ποιός εἶσαι ἐσὺ καὶ μὲ τί προσόντα τολμᾶς νὰ ἀμφισβητεῖς τέτοιες σοβαρὲς ἀπόψεις, ἂς δοῦμε τί λέει ἡ διηνεκὴς περὶ ἀντιμέτωπισης τῶν αἱρέσεων διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ μόνη ἀσφαλὴς διδασκαλία, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, δηλ. γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουμε σωστὰ τὴν κάθε αἵρεση.
Τί διδάσκουν λοιπὸν οἱ Πατέρες:
«Νὰ ἀποφεύγετε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ὅσους πιστεύουν φανερὰ τὰ ἀσεβῆ δόγματα. Νὰ φυλάσσετε δὲ τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ ὅσους νομίζουν, ὅτι δὲν πιστεύουν τὰ τοῦ Ἀρείου, κοινωνοῦν ὅμως μὲ τοὺς Ἀρειανούς.
Ἰδιαιτέρως δέ, ἁρμόζει σὲ μᾶς νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημά τους.
Ἐὰν πάλι κάποιος προσποιεῖται, ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη, παρουσιάζεται ὅμως νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει ἀπὸ μία τέτοια συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν συμφωνεῖ μαζί σας, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό.
Ἐάν ὅμως ἐπιμένει φιλόνικα, νὰ τὸν ἀποφεύγετε. Ἐφόσον συμπεριφέρεστε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι θὰ ὠφεληθοῦν βλέποντάς σας καὶ θὰ φοβηθοῦν, μήπως θεωρηθοῦν ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καὶ ἔχουν τὰ ἴδια φρονήματα μὲ αὐτούς» (Μέγας Ἀθανάσιος, Τοῖς τόν μονήρη βίον ἀσκοῦσι….P.G.26, 1188BC). (σ.σ. Καί, ἄρα, δὲν «θὰ διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή», ἐφ’ ὅσον δὲν ἀποφεύγεται ὅποιον κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές)
«Oἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους , εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν... Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι (σ.σ. οἱ ἰατροί), ὅπερ ἂν εὕρωσι τῶν μελῶν ἀνιάτῳ πάθει προειλημμένον, ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν, τομαῖς καὶ καύσεσιν ἐξαιρεῖν εἰώθασιν.
Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ.
Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεί, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται.
Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ, καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου» (TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae), Volume 31).
«῏Ην ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπίσκοπος ὀνόματι Δωρόθεος, τὰ αὐτὰ φρονῶν αὐτῷ (τῷ Νεστορίῳ), ἀνὴρ χρειοκόλαξ, καὶ προπετὴς χείλεσι, καθὼς γέγραπται· ὃς ἐν συνάξει, καθεζομένου ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς ἐκκλησίας τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὐλαβεστάτου Νεστορίου, ἀναστὰς μεγάλῃ τῇ φωνῇ τετόλμηκεν εἰπεῖν· Εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγει τὴν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω.
Καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐκδρομὴ (ἔξοδος). Οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν. Τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα» (P.G. 77, 81).
«Μὲ προστάσσετε ἐπίσης, ἐνῶ ἔχω αὐτὰ γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς καρδιᾶς μου, νὰ ἔλθω καὶ νὰ κοινωνήσω μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν ὁποία κηρύττονται τέτοιου εἴδους δόγματα. Ἐπίσης νὰ γίνω κοινωνὸς μὲ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τοῦ διαβόλου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;
Νὰ μὴ δώσει ὁ Θεός, ποὺ γεννήθηκε γιὰ μένα χωρίς ἁμαρτία!
Ὁτιδήποτε ἔχετε διαταγὴ νὰ κάνετε στὸν δοῦλο σας, σᾶς λέγω κάντε το.
Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ γίνω ποτὲ συγκοινωνὸς μὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς καινοτομίες (Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων…» P.G. 90, 144B-145C).
«Ἄλλοι μὲν ναυάγησαν ἐντελῶς πρὸς τὴν πίστη. Ἄλλοι δέ, ἂν καὶ δὲν καταποντίσθηκαν ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς σκέψεις, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση χάθηκαν καὶ αὐτοὶ μαζί τους. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν Ὀρθόδοξα φρονήματα συγχύζονται ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια λόγῳ τῆς ἐπιμονῆς τοῦ διωγμοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ζαλίζονται ἀπὸ τὶς τρικυμίες τῆς θαλάσσης ἐξαιτίας τῆς ἀπειρίας τους νὰ ταξιδεύουν σ’ αὐτήν» (Θεοδώρου Στουδίτου, ἐπιστολή ιέ, βιβλίο β’, P.G.99, 1161B-1164C).
«Μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρά τῶν Ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ (σ.σ. τῇ αἱρέσει) μέχρι καὶ συνεστιάσεως. Κἂν ἐν βρώματι, καὶ πόματι, καὶ φιλίᾳ συγκάτεισι (ὁ ὀρθόδοξεῖν δοκῶν) τοῖς αἱρετικοῖς, ὑπεύθυνος. Τοῦ Χρυσοστόμου ἡ ἀπόφασις.
Ἐπί καὶ παντὸς Ἁγίου». (Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1048 C-D).
«Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλη καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1049Α) .
«Νὰ φεύγετε ὁλοταχῶς μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ ὑπέκυψαν στὴ λατινικὴ ὑποταγή.
Νὰ μὴ συγκεντρώνεστε μαζί τους στὴν ἐκκλησία, οὔτε νὰ δέχεστε ἀπὸ τὰ χέρια τους ὁποιαδήποτε εὐλογία. Διότι εἶναι καλύτερο νὰ προσεύχεστε μόνοι σας στὰ σπίτια σας πρὸς τὸν Θεό, παρὰ νὰ συνάγεστε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς ὑποταχθέντας λατινόφρονας.
Ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ προαναφέραμε κοσμεῖται μὲ σεμνὸ βίο καὶ ἀποδέχεται τὴν εὐσέβεια, ἀλλὰ ἡμάρτησε μόνο σ΄αυτό τὸ πρᾶγμα –δηλαδὴ ἐνέδωσε λόγῳ βίας ἢ συναρπαγῆς στὴ λατινικὴ τυραννία, ποὺ εἰσχώρησε στὶς ἐκκλησίες σας καὶ ὁμολόγησε ὅτι ἔχει τὸν πάπα ὡς ἀρχιερέα- σ΄αὐτὸν ἂς μὴ παραχωρηθεῖ νὰ ἐκκλησιάζεται μαζί σας.
Οὔτε ἐπίσης νὰ ἐκτελεῖ τὰ τῆς ἱερωσύνης, ἐὰν προηγουμένως δὲν μετανοήσει καὶ πεῖ ἐνώπιον τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῶν Λατίνων καὶ τῶν ἐπισκόπων του, ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα… Ὅσοι κληρικοὶ ἀποδέχονται τὴν Ἐκκλησία μας καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ κρατήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστη, νὰ μὴν ὑποκύψουν στοὺς ἀρχιερεῖς τους ποὺ ὑποτάχθηκαν στοὺς Λατίνους. Οὔτε νὰ ὑπακούσουν ἔστω καὶ γιὰ λίγο σὲ αὐτούς, ἐπειδὴ οἱ ἐπίσκοποι θὰ τοὺς ἀφορίσουν μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πεισθοῦν στὴ ἐκκλησία.
Ἐπειδὴ ἕνας τέτοιος ἀφορισμὸς εἶναι ἄκυρος καὶ ἐπιστρέφει μᾶλλον σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν πράττουν. Καὶ τοῦτο διότι ἔχουν γίνει πρόξενοι σκανδάλων στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καταπάτησαν τὴν ἀκρίβεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ δέχθηκαν τοὺς ἐπιβήτορας καὶ ἀλλοτριοεπισκόπους καὶ τοὺς ἔδωσαν τὰ χέρια, τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο εὐπειθείας καὶ ὑποδουλώσεως…
Ἐσεῖς δέ, περιούσιε λαὲ τοῦ Χριστοῦ, στερεωθεῖτε στὴν πίστη, ἀνδρίζεσθε, γίνεσθε ἰσχυροί, σωφρονίζοντας τοὺς ἀτάκτους καὶ ἐλέγχοντας ὅσους παραποιοῦν τὴν εὐσέβεια. Νὰ μὴν προδίδετε κανένα ἀπὸ τα ὀρθὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ἔχετε λάβει ἀπὸ παλαιά.
Νὰ θεωρεῖτε χαρὰ καὶ κέρδος κάθε βιοτικὴ θλίψη καὶ κάθε ζημία, προκειμένου νὰ διαφυλαχθεῖ μέσα σας ἀπαραβίαστος ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» (Γερμανοῦ Κων/λεως, ἐπιστολὴ σταλεῖσα ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ…, παρά Κ.Ν. Σάθα, σελ. 17-19) .
«Εἰ δέ τις γνῶσιν ἐσχηκώς, καί τά τῆς ἀληθείας, καλῶς ἐξεπιστάμενος, τρόποις τισί καλύπτει, καί μή κηρύττῃ φανερῶς, καί παρρησίᾳ λέγῃ, Μηδέ τῶν θείων καί σεπτῶν ἀντέχεται Κανόνων, Τῶν νόμων τε προΐσταται τῶν παρά τῶν Πατέρων, Οὐχ ἥττονα τήν κόλασιν δικαίως ὑποστῆναι... Μη πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοῖς πρεσβυτέροις ἐφ οἱς ἀνόμως λέγουσι, κακίστως εἰσηγοῦνται. Καί τι φημί μονάζουσι, καί τι τοῖς πρεσβυτέροις; Μηδέ ἐπισκόποις εἴκετε τὰ μὴ λυσιτελοῦντα πράττειν καὶ λέγειν καὶ φρονεῖν δολίως παραινοῦσιν. Ὅτινες περικείμενοι μόρφωσιν εὐσεβείας πᾶσαν τὴν δύναμιν αὐτῆς εἰσὶν ἀπηρνημένοι» (Μελέτιος Γαλησιώτης, Ἀλφαβηταλφάβητος)
«Ἐφόσον ὁ Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τόσες φορὲς ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἀντιθέτως, ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἐνωμένος μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν εὐσεβὴ πίστη» (Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα,13, Ε.Π.Ε. τόμος 3, σελ. 670). [Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ καλέκας ἦταν ὁ νόμιμος Πατριάρχης].
«Ἀντιθέτως, δὲν γνωρίζω πῶς θὰ καταφέρει νὰ μὴ συγκαταλεχθεῖ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν (Ματθ. κδ’, 51) καὶ ἀπίστων, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἀμετανόητο (Ἀκίνδυνο), ἢ μάλλον αὐτὸς ποὺ δὲν ἐναντιώνεται διαρκῶς καὶ δὲν προετοιμάζεται πάντοτε γιὰ νὰ πολεμήσει κατὰ τοῦ ἀμετανοήτου, ἕως ὅτου διάκειται ἔτσι ἐχθρικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς αΐδιες ἐνέργειές Του» (Ἰωσήφ Καλοθέτου συγγράμματα, παρὰ Δ. Τσάμη, Λόγος 2, κεφ. 36-37, σ. 138).
«Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ τόσο πολλοὶ καὶ ἐξαίρετοι ἄνδρες περιφρόνησαν ὡς ἀναξίους γιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐμεῖς θὰ τοὺς δεχθοῦμε, ὡσὰν νὰ ἤμαστε δῆθεν ἁγιώτεροι καὶ σοφώτεροι ἀπὸ ὅλους αὐτούς; Μακριὰ ἀπὸ μᾶς μία τέτοια ἄγνοια, γιὰ νὰ μὴν πῶ πώρωσις! Διότι τὸ νὰ δεχθοῦμε αὐτοὺς ποὺ ἐκεῖνοι ἀπέφυγαν, προσάπτει μὲν σὲ ὅλους ἐκείνους τὴν κατηγορία τῆς μεγίστης ἀπραξίας, σὲ μᾶς δέ, καταδεικνύει τελείαπαραφροσύνη» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ εὑρεθέντα ἔργα, Μελέτη περί τῆς τῶν Κυπρίων…, τόμος β’, σ. 29).
«Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου (σ. ημ. Μητροφάνους του Β΄, λατινόφρονος) πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ ἐκέκτητο) καί ἦλθεν εἰς τὰ βασίλεια, καὶ ἰδὼν τὴν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ’ ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τὸ ἴδιον οἴκημα, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως), καὶ οὐδεὶς ἦλθεν εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ· ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν ὄρθρον, καὶ οὐδεὶς ἦλθε· ἐξεδέχετο δὲ καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν (=πρόσφορον), καὶ οὐκ ἔφερε· διὸ οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καὶ ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δὲ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καὶ σύ τῷ πατριάρχῃ καὶ ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καὶ πῶς ἐλατίνισα; ἐγὼ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τὴν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καὶ οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικὸν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δὲ εἶπον· Ἀλλ’ ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετὰ τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καὶ ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτοὺς μεθ’ ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τὸν πατριάρχην ἤ εἰς τοὺς πλησιάζοντας αὐτῷ, καὶ μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν» (V. Laurent, Les mémoires du grand ecclésiarque de l'Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos, Paris, 1971, p. 556).
«Καὶ διὰ τοῦτο λέγω, ὥσπερ παρὰ πᾶσάν μου τὴν ζωὴν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν τῶ καιρῶ τῆς ἐξόδου μου, καὶ ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἐμὴν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι τὴν αὐτῶν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν, καὶ ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ αὐτῶν προσεγγίση ἢ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἢ ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου, ἀλλ’ οὐδὲ ἄλλου τινός τῶν τοῦ μέρους ἡμῶν, ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι, καὶ συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ τὰ ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ δὲ παντάπασιν ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἂν δῶ ὁ Θεὸς τὴν καλὴν διόρθωσιν καὶ εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ» (Μάρκου Εὐγενικοῦ, Λόγος ἐν τῆ ἡμέρα ἐν ἧ μετέστη πρὸς τὸν Θεόν, Patrologia Orientalis17, 485-486).
«Πολὺ συχνά τὸ μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ «μικρόν ποίμνιον». Ἴσως ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι παρὰ ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ, ubique καὶ νὰ καταλήξει ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὸ περιθώριον τῆς ἱστορίας ἢ ἀποσυρθεῖ εἰς τὴν ἔρημον. Αὐτὸ συνέβει κατ᾿ ἐπανάληψη εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συμβεῖ καὶ πάλι… Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκλίνει ἀπὸ τὸ καθολικὸ κανόνα καὶ ὁ Λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσει, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ τὸν καθαιρέσει» (Γ. Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, Θεσσ. 1976, σ. 71, 75).
Ἔτσι μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες, ὄχι γιὰ νὰ τιμωρήσουν ἀλλὰ γιὰ νὰ προστατεύσουν καὶ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο, ἂν ἔχει συνέπεια, σωστὴ πίστη καὶ ὀρθὸ φρόνημα, ὑπενθυμίζοντας πάντοτε ὅτι ὅλα γίνονται γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἔχουμε μεγαλύτερη διάκριση ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου