.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Εν εστιν έγκλημα νυν σφοδρώς εκδικούμενον, η ακριβής τήρησις των πατρικών παραδόσεων» (Μ. Βασίλειος, επιστολή 243).

«Φοβούμεθα, μήπως το κακόν, αυξανόμενον σαν φλόγα που προχωρεί δια μέσου του καιομένου δάσους, όταν καταφάγη τα κοντινά, εγγίση και τα μακρυνά. Διότι το κακόν της αιρέσεως επεκτείνεται…», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του. Η επιστολή αυτή (243) του Μ. Βασιλείου (εποχή αρειανισμού) αναφέρεται διαχρονικά και στην αίρεση του οικουμενισμού, η οποία εκτυλίσσεται στον Ορθόδοξο χώρο. Συνεισφέρει, η επιστολή αυτή, στην ανάπτυξη της Ορθόδοξης εκκλησιολογικής συνείδησης. Μια τέτοια συνειδησιακή ανάπτυξη στους Εκκλησιολογικούς άξονες, που αναφέρει ο Μ. Βασίλειος, θα συνέτριβε γρήγορα τον οικουμενισμό στα θεμέλιά του.

Η έλλειψη αυτής της συνείδησης, σε κλήρο και λαό, τους κάνει «ανεύθυνους» (όπως νομίζουν), γα την πραγματικότητα που οι ίδιοι δημιουργούν.

Αναμφίβολα, η ορθότερη αντίληψη των Εκκλησιαστικών θεμάτων – προβλημάτων είναι η Πατερική αντίληψη, η οποία προβάλλει καθολικά την αλήθεια της Εκκλησίας.

Τα τελευταία εκατό χρόνια, σταδιακά, έγινε ενσωμάτωση οικουμενιστικών ιδεών – πρακτικών στη ζωή της Εκκλησίας. Η Πατερική σφαίρα μίκραινε αναλόγως. Για παράδειγμα, δυο βασικά κλειδιά της πνευματικής ζωής, επίσκοπος και πνευματικός, αναπροσδιορίσθηκαν σε οικουμενιστική προοπτική. Γι’ αυτό και η τροχιά αντίδρασης του Ορθοδόξου πληρώματος έναντι του οικουμενισμού είναι φθίνουσα, προς τον Άδη και όχι προς τον ουρανό. Έγινε, η Ορθόδοξη άμυνα, επιλεκτική, μια συστηματική εκκλησιαστική ορθολογικότητα.

Οι Αγιορείτες Πατέρες, πολλοί συνακόλουθοι αγωνιστές λαϊκοί και μοναχοί – ιερομόναχοι, έδωσαν στην Ορθόδοξη άμυνα πατερική στροφή.

Δυστυχώς, πάρα πολλοί κληρικοί – πνευματικοί, σε νέο-πατερική έκφανση, συνεχίζουν σε εκκλησιαστικό επίπεδο το πνεύμα του π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου. Μια καθαρά δηλ. συστημική εκκλησιαστική ορθολογικότητα, που ευνοεί την αίρεση. Στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, η αναδρομή στο Μ. Βασίλειο έχει στρατηγική σημασία, για να καταδειχθεί το λάθος της συστημικής εκκλησιαστικής ορθολογικότητας και η ορθότητα των Αγιορειτών Πατέρων.

Στην επιστολή 243 (προς Ιταλούς και Γάλλους επισκόπους) ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει τους εκκλησιολογικούς κινδύνους από την παρουσία αιρετικών – αρειανών επισκόπων στα ηνία της Εκκλησίας: «Παρασύρονται τα αυτιά των απλοϊκωτέρων· τώρα πλέον συνήθισαν την αιρετική δυσέβειαν. Τα νήπια της Εκκλησίας ανατρέφονται με τους λόγους της ασέβειας.

Τι ημπορούν τάχα να κάμουν; Όλα είναι εις τα ιδικά των χέρια. Βαπτίσματα, προπομπαί των αποθνησκώντων, επισκέψεις ασθενών, παρακλήσεις των θλιβομένων, βοήθειαι προς τους ταλαιπωρουμένους, ενισχύσεις κάθε είδους, κοινωνία μυστηρίων. Αυτά καθώς επιτελούνται όλα από τους αιρετικούς, γίνονται σύνδεσμος ομοφροσύνης, μεταξύ λαού και αυτών. Ώστε, έπειτα από ολίγον ακόμη καιρόν, και αν ακόμη εκλείψει κάθε φοβία, δεν θα υπάρχει ελπίς ν’ ανακληθούν πάλιν εις την επίγνωσιν της αληθείας αυτοί που κατελήφθησαν από την πολυχρόνιον απάτην (αίρεση)».

Είναι σαφές στην επιστολή, ότι ο Μ. Βασίλειος στρέφεται κατά του εργαλειακού αρειανισμού (χειρισμός της λειτουργία της Εκκλησίας), κατά του βιώματος και της εναίσθησης που δημιουργούνται στον απλό λαό από την συνύπαρξη Ορθοδόξων – αιρετικών (Μολυσμός) και κατά της δογματικής βάσης της αίρεσης. Φανεροί οι πνευματικοί άξονες των Πατέρων, που τους ακολουθούσαν σε καιρό αιρέσεως. 
Συνοψίζουμε τους τρεις αυτούς πνευματικούς άξονες που αναφέρει ο Μ. Βασίλειος: Καταδίκη της αιρέσεως, άρνηση του εργαλειακού χειρισμού της όλης Εκκλησίας από τους αιρετικούς (διακοπή κοινωνίας) και όχι στο βίωμα, που δημιουργεί η συνύπαρξη με τους αιρετικούς (Μολυσμός).

Η πρακτική της επιστολής αυτής ακυρώνει κάθε συνεργασία Ορθοδόξων – αιρετικών σε επίπεδο λατρείας, στα όρια μιας διευρυμένης «εκκλησίας».

Η συνύπαρξη Ορθοδοξίας – αίρεσης δημιουργεί, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, μια μη ανακατασκευάσιμη Εκκλησιαστική ανθρώπινη βάση.

Ερώτημα: Ο Μ. Βασίλειος, που καταγγέλλει την επίσημη αρειανική εκκλησία, σχίζει την (πραγματική) Εκκλησία ή την προστατεύει; Κάθε συνύπαρξη με την αίρεση, διδάσκει ο άγιος, ευνοεί την αίρεση, τη «χρόνια απάτη», όπως την χαρακτηρίζει στο αρχαίο κείμενο. Ας μη ξεχνάμε, ότι στη συνύπαρξη οι οικουμενιστές Πατριάρχες – επίσκοποι παίζουν ως Ορθόδοξοι και κερδίζουν ως οικουμενιστές!

Η απλή διακοπή μνημοσύνου με ταυτόχρονη Εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς, εμπλέκει τις Ορθόδοξες δυνάμεις σε καθεστώς αγωνιστικής πεδήσεως και αιχμαλωτίσεως σε κατώτερο εκκλησιολογικό επίπεδο, από αυτό που οριοθετεί η επιστολή (243). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δημιουργεί «σύνδεσμο ομοφροσύνης» μεταξύ λαού και αιρετικών ποιμένων όπως επισημαίνει ο Ιερός Πατέρας.

Οι ευθυγραμμισμένοι με την δυνητική ερμηνεία του 15ου κανόνα της ΑΒ συνόδου και οι απλά διακόψαντες τα μνημόσυνα οικουμενιστών επισκόπων, αδυνατούν να επαναλάβουν τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Δεν καταπολεμούμεθα δια χρήματα ούτε δια δόξαν ούτε δι’ οτιδήποτε άλλο από τα πρόσκαιρα, αλλά ιστάμεθα εις το στάδιον αγωνιζόμενοι δια το κοινόν κτήμα, τον πατρικόν θησαυρόν της υγιούς πίστεως».

Για τα σημερινά εκκλησιαστικά φαινόμενα αρμόζει η έκκληση του αγίου προς τους «Ιταλούς και Γάλλους επισκόπους»: «Συμπονέσατέ μας, ω φιλάδελφοι, διότι εδώ εις ημάς των ευσεβών τα στόματα έχουν κλεισθεί, ενώ έχει ανοιχθή κάθε θρασεία και βλάσφημος γλώσσα ανθρώπων που προφέρουν δυσσεβείς λόγους κατά του Θεού».

Η «συνοδική» κατοχύρωση του οικουμενισμού βρίσκει το σύνολο των Ορθοδόξων να αυτοεγκαταλείπεται και να δέχεται τις εκκλησιολογικές εξελίξεις με αδράνεια και παθητικότητα, σ’ αντίθεση με το σφριγηλό Ορθόδοξο πλήρωμα της εποχής του Μ. Βασιλείου. Γράφει ο Ι. Πατήρ: «φυγαί πρεσβυτέρων, φυγαί διακόνων και λεηλασίαι όλου του κλήρου, διότι είναι ανάγκη ή να προσκυνήσουν την εικόνα ή να παραδοθούν εις την πονηράν φλόγα των μαστίγων. Στεναγμοί πληθυσμών, συνεχές δάκρυον είτε ιδιωτικώς είτε δημοσίως».

Όπως την εποχή του Μ. Βασιλείου, παρόμοια θα ισχύσει και σήμερα διωγμός όλων εκείνων, που κρατούν την ακρίβεια της πίστεως. «Εν εστιν έγκλημα νυν σφοδρώς εκδικούμενον, η ακριβής τήρησις των πατρικών παραδόσεων» 
(Μ. Βασίλειος, επιστολή 243).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ