«Ο 15ος Κανόνας ως Θεία Οικονομία»
(Η οικονομία ανάκλησις εστιν από της εκπτώσεως – Μ. Βασίλειος)
Είναι αλήθεια, ότι η Κτίση–Φύση είναι μια διαλεκτική ενότητα αντιθέσεων. Ο άνθρωπος, χωρίς να παύει τη σχέση του με τους φυσικούς νόμους, ως προερχόμενοι από την Θεία ενέργεια, ως μια προέκταση του Πνευματικού Νόμου του Τριαδικού Θεού, τους υπερβαίνει αφού ποιοτικά μεταβαίνει από το «κατά φύσιν» εις το «υπέρ φύσιν» (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής). Όλη η Οικονομία της σωτηρίας γίνεται από τη Ζωοποιό Θεία Τριάδα. Όλες δηλ. οι γνωστές και άγνωστες σε μας ενέργειες του Θεού για τη σωτηρία μας είναι Τριαδοκεντρικές (Θεία Οικονομία).
Ο Μ. Βασίλειος στην ερμηνεία του ΚΗ΄ Ψαλμού υπογραμμίζει: «Μετά την ώδε οικονομίαν υπό την κρίσιν αχθήσεται» δηλ. «Μετά το παρόν σχέδιο του Θεού θα οδηγηθούν εις κρίσιν (οι άνθρωποι)».
Γενικά, η έννοια «οικονομία–σχέδιο» είναι μια λαμπρή εκδήλωση της ανθρώπινης λογικότητας, δώρο του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, για τη συνειδητή προσαρμογή του στο βιοφυσικό περιβάλλον.
Η επιδίωξη στόχων και η εκλογή κατάλληλων μέσων μπορούν,μέχρις έναν ορισμένο βαθμό, να καθορίσουν την ανθρώπινη πορεία. Το «σχέδιο» ως προσπάθεια θετικής οργάνωσης των επί μέρους δυνάμεων, πάντα απασχολεί το καλύτερο των ανθρωπίνων ικανοτήτων. Ειδικότερα, το «σχέδιο» με τη βοήθεια της επιστήμης ερμηνεύεται ως επιστημονική οργάνωση της κοινωνίας. Η αυτονόμηση αυτής της προσπάθειας, για μια παγκόσμια οργάνωση, εκφράζει την υλιστική θεώρηση της ζωής. Έτσι, τροφοδοτείται ακατάπαυστα η λαίμαργη δυναμική της ζωής. Στην ταύτιση της ελευθερίας του ανθρώπου με την υλιστική «σχεδίαση» της ζωής, απαντά σωστικά η Εκκλησία. Στην ερμηνεία του ΚΗ΄ Ψαλμού, ο Μ. Βασίλειος διευκρινίζει: «Επειδή λοιπόν υπάρχουν πολλοί ανάμεσα εις τα έθνη και τους γηγενείς, οι οποίοι πιστεύουν αυτά τα πράγματα και εξαιτίας της φαινομενικής ανωμαλίας του μαρασμού των βιοτικών πραγμάτων θεωρούν ότι ο κόσμος είναι χωρίς πρόνοια· προς αυτούς ομιλεί ο λόγος (του Θεού) δια να καταπραΰνη την κίνησιν της αμάθειας».
Όσοι ξεφεύγουν πνευματικά από τον αγιογραφικό άξονα, που ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος, γνωρίζουν την ήττα στον ανταγωνισμό με τον κόσμο – ύλη και βρίσκουν διαφυγή στα θεάματα, στις ηδονές, στις ουσίες εως τα ναρκωτικά ή την αυτοκτονία. Η αναζήτηση (συνεχής) νέων υποστάσεων προσωπικής ύπαρξης, συνιστά μια δαιμονοποίηση.
Με την ίδια έμφαση και θεολογική σαφήνεια ο Ι. Χρυσόστομος αναλύει την οικονομία του Θεού για την Εκκλησία Του. «Ουκ ανθρώπινα τα καθ’ ημάς αλλ’ άνωθεν εκ των ουρανών έχει την ρίζαν ημίν η της διδασκαλίας υπόθεσις και Θεός εστιν ο πανταχού τας Εκκλησίας άγων», ο Θεός δηλ. κυβερνά πάντοτε την Εκκλησίαν.
Οι σημερινές θεσμικές ορθόδοξες ηγεσίες (πατριάρχες, επίσκοποι) αναζήτησαν στον οικουμενισμό «νέα υπόσταση εκκλησιαστικότητας». Πίστεψαν, ότι η οικουμενιστική δόμηση μιας νέας Εκκλησίας, ολοκληρώνει την Θεία οικονομία. Η ορθόδοξη αλήθεια των Εκκλησιών αντικαθίσταται από την συνεργατική σχεδίαση των αιρέσεων–θρησκειών.
Η «νέα Εκκλησία» καθορίζεται και οριοθετείται από την «ορθή» αναλογικότητα αλήθειας, που υποτίθεται ότι έχουν οι αιρέσεις (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών). Εισάγουν νέα εκκλησιαστική «Δογματική ευκινησία» σε συνοδικό επίπεδο (Κρήτη).
Λησμόνησαν, ότι η καθολική σχεδίαση της Εκκλησιαστικής λειτουργίας είναι η παραδοθείσα συνοδική ορθοδοξία, διότι «ο Θεός εστιν ο πανταχού τας Εκκλησίας άγων» (Ι. Χρυσόστομος). Με απλά λόγια, η «νέα οικονομία» της θεσμικής ορθοδοξίας αρνείται την όντως οικονομία του Χριστού, που εκφράστηκε επί αιώνες ως πνευματική φύση – σχεδιασμός, ως πνευματική τάξη – δόγμα και ως εκκλησιαστικός ρυθμός, από τις άγιες οικουμενικές Συνόδους, ως οργανωμένες οντότητες της Εκκλησιαστικής οικονομίας – θεολογίας, θεωρητικά και πρακτικά.
Ερώτημα: Είναι επιτρεπτό, η θεία πρόνοια και οικονομία με την ευρεία εποπτεία της στην Εκκλησιαστική ζωή – ορθοδοξία για αιώνες, να χαρακτηρίζεται ως προϊόν αποτυχίας των ανθρώπων (των Πατέρων) από τη «σύνοδο» της Κρήτης και να χρειάζεται η αίρεση του οικουμενισμού ως νέος πνευματικός άξονας ανακατανομής της θείας οικονομίας;
Αναμφίβολα, από τη «σύνοδο» της Κρήτης διαχωρίσθηκε ο Χριστός από την οικονομία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε–φανερώθηκε μετά την έκπτωση των Δυτικών. Αμφισβητήθηκε η θεία οικονομία, γύρω από την οποία περιστράφηκε για αιώνες το Εκκλησιαστικό Σώμα, και η οποία συνοδικά υπογράμμισε την έλλειψη χάριτος στις αιρέσεις.
Τέλος, πίστεψε, θεωρητικά ότι έδωσε «νέα ώθηση» στην θεία οικονομία, που σταθεροποίησε παγκόσμια τον Χριστιανισμό! Οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι αγιασμένοι Θεοφόροι Πατέρες, γνώριζαν ότι οι αιρέσεις, οι αιρετικές ζυμώσεις στο πλήρωμα της Εκκλησίας δημιουργούν ψυχικό και πνευματικό πεδίο απώλειας.
Γνώριζαν επίσης, ότι η πλέον επικίνδυνη (πνευματικά) πραγματικότητα είναι η διάχυτη άρνηση–παραχάραξη ή αλλοίωση της Ορθοδοξίας, όπως λέγεται «Γυμνή τη κεφαλή», από τον επίσκοπο.
Ο Μ. Βασίλειος στην 128 επιστολή του προς «ΕΥΣΕΒΙΟΝ ΣΑΜΟΣΑΤΩΝ», τονίζει για τον Αρειανίζοντα επίσκοπο Ευΐππιο, ότι δεν μπορεί να έχει μαζί του Εκκλησιαστική κοινωνία, όσο παραμένει στην αίρεση του Αρείου: «σύγγνωθι, θεοφιλέστατε Πάτερ (Ευσέβιε), μη δυναμένω μετά υποκρίσεως θυσιαστηρίω Θεού παριστάναι».
Στην επιστολή του 266 προς «ΠΕΤΡΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», που υπήρξε διάδοχος του Μ. Αθανασίου, υπογραμμίζει: «Οι ουδ’ αν προς ώραν αυτών επεδεξάμεθα την συνάφειαν, ει σκάζοντας αυτούς περί την πίστιν εύρομεν» δηλ. «Ημείς άλλωστε ούτε ώραν δεν θα εδεχόμεθα την επικοινωνίαν με αυτούς, εάν τους ευρίσκαμεν να χωλαίνουν εις ζητήματα πίστεως».
Στα όρια της Θείας οικονομία διατυπώθηκε και ο περίφημος 15οςκανόνας της Α-Β Συνόδου, ο οποίος δεν επιτρέπει αιρετική ρευστότητα συνειδήσεων, Δογματική μεταβλητότητα και απώλεια των σταθερών σημείων (Επίσκοποι) μέσα στον περίβολο της αληθινής Εκκλησίας–Ορθοδοξίας, που μας δώρισε η ένσαρκη οικονομία του Χριστού.
Στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, έχει καταγραφεί συνοδικά. Εμπειρικά, γραπτά και θαυματουργικά, όλο το πνευματικό νόημα–θεολογία της Θείας οικονομίας.
Οι ιεροί κανόνες, όπως και ο 15ος κανόνας, αποτελούν ακριβώς τη διαχρονική συνέχεια–διδασκαλία της Εκκλησίας, της οικονομίας της. Στην επιστολή του προς «ΠΕΤΡΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ» ο Μ. Βασίλειος είναι κατηγορηματικός: «Εκείνο δε πέπεισο, ως αληθώς τιμιώτατε, ότι ουκ εστι τι ρήμα Ορθοδοξίας ο μη μετά πάσης παρρησίας παρά των ανδρών τούτων εκηρύχθη υπό Θεώ μάρτυρι και ακροαταίς ημίν».
Στο δε επίσκοπο Αμφιλόχιο υπενθυμίζει: «Ου γαρ αντιδιδόναι αυτοίς υπεύθυνοι χάριν εσμέν, αλλά δουλεύειν ακριβεία κανόνων» δηλ. έχουμε χρέος να υπηρετώμεν εις την ακρίβειαν των κανόνων.
Στην πραγματικότητα η εφαρμογή του 15ου Κανόνα, η διακοπή δηλ. κοινωνίας και μνημονεύσεως ενός οικουμενιστού επισκόπου, «ανάκλησις εστίν από της εκπτώσεως (της οικονομίας) και επάνοδος εις οικείωσιν του Θεού, από της δια παρακοήν γενομένης αλλοτριώσεως» (Μ. Βασίλειος, περί Αγίου Πνεύματος).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο λόγο του, για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, υπογραμμίζει για τον Επίσκοπο: «Δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι, ως Θεού οικονόμον, μη αυθάδη, μη οργίλον…, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα ή και ετέρους παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν» (Τιτ. 1, 7-9).
Ο 15ος κανόνας δεν περιέχει αντιφάσεις, διότι δεν παρεκκλίνει από την Θεία οικονομία, όπως ο αιρετικός επίσκοπος. Μέσα στον κανόνα έχει αποτυπωθεί το ορθόδοξο βίωμα των Πατέρων, η ορθή περί επισκόπου αντίληψη, ως οικονόμου του Θεού.
Σήμερα, εποχή αιρετικής–οικουμενιστικής ταραχής και αποστασίας από την Ορθοδοξία, το Εκκλησιαστικό έδαφος σταθεροποιείται μόνο με εφαρμογή του 15ου Κανόνα. Η μη εφαρμογή του δημιουργεί συνθήκες μετα-ορθόδοξης εποχής και συνθήκες ψυχικής απωλείας.
Για τους σημερινούς Ορθοδόξους, που εφαρμόζουν γενναία τον Κανόνα, ακούγεται η παραμυθητική και ενθαρρυντική φωνή του Μ. Βασιλείου: «Μη φοβηθής κατά σεαυτόν· μη πτοηθείς τη διανοία, ως άρα ουδαμού εστι πρόνοια του Θεού επισκοπούσα τα ανθρώπινα» (Ερμηνεία στον ΜΗ΄ Ψαλμό).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ