.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δεν πρέπει να εμπιστευώμαστε, ούτε να δίνουμε θάρρος ποτέ στον εαυτό μας



Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι τὸν ἑαυτόν σου, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, εἶναι τόσο ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ χωρὶς αὐτό, νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι, ὄχι μόνον δὲν θὰ μπορέσεις νὰ πετύχεις τὴ νίκη ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν νὰ ἀντισταθεῖς στὸ παραμικρὸ καὶ αὐτό, ἂς τυπωθεῖ καλὰ στὸ νοῦ σου.

Γιατὶ, ἐμεῖς πράγματι, ὄντας φυσικὰ διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴ φύσι μας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, ἔχουμε σὲ μεγάλη ὑπόληψι τὸν ἑαυτό μας, ἡ ὁποία ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀλήθεια, παρὰ ἕνα ψέμα καὶ τίποτα ἄλλο, ἐμεῖς ὅμως, νομίζουμε μὲ μία ἀπατηλὴ ἐντύπωση, πὼς εἴμαστε κάποιοι. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ποὺ πολὺ δύσκολα ἀναγνωρίζεται, καὶ ποὺ δὲν ἀρέσει στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς μία γνῶσι χωρὶς δόλο γι᾿ αὐτὴ τὴν βεβαιότατη ἀλήθεια.

Δηλαδή, νὰ ξέρουμε, ὅτι κάθε χάρι καὶ ἀρετὴ ποὺ ἔχουμε, προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν μόνο, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ καὶ ὅτι, ἀπὸ μᾶς, δὲν μπορεῖ νὰ προέλθη κανένα καλό, οὔτε κανένας καλὸς λογισμός, ποὺ νὰ τοῦ ἀρέσῃ. Ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγκαιότατη ἀλήθεια (δηλαδή, τὸ νὰ μὴ πιστεύουμε στὸν ἑαυτόν μας) εἶναι ἔργο τοῦ θεϊκοῦ του χεριοῦ, ποὺ συνηθίζει νὰ τὸ δίνη στοὺς ἀγαπημένους του 
φίλους, πότε μὲ ἐμπνεύσεις καὶ φωτισμούς, πότε μὲ σκληρὰ μαστιγώματα καὶ θλίψεις, πότε μὲ βίαιους καὶ σχεδὸν ἀνίκητους πειρασμούς, καὶ πότε μὲ ἄλλα μέσα, ποὺ ἐμεῖς δὲν καταλαβαίνουμε· μὲ ὅλα αὐτά, θέλει νὰ γίνεται καὶ ἀπὸ μέρους μας ἐκεῖνο, ποὺ ἀνήκει, καὶ εἶναι δυνατὸν σὲ μᾶς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀδελφέ μου, σοῦ σημειώνω ἐδῶ τέσσερεις τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖς, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχης αὐτὴ τὴν ἀμφιβολία τοῦ ἑαυτοῦ σου, δηλαδή, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτό σου...

Ὁ α´ εἶναι τὸ νὰ γνωρίσῃς τὴν μηδαμινότητά σου καὶ νὰ σκεφθῇς, ὅτι ἀπὸ μόνος σου δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς κανένα καλό, γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ γίνῃς ἄξιος της βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ὁ β´ τὸ νὰ ζητῇς γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμὲς καὶ ταπεινὲς δεήσεις, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι χάρισμα δικό Του· καὶ ἂν θέλῃς νὰ τὸ πάρης, πρέπει πρῶτα νὰ σκεφθῇς τὸν ἑαυτό σου, ὄχι μόνο γυμνὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ πάντα ἀδύνατο νὰ τὴν ἀπόκτησεις· ἔπειτα, νὰ μιλᾷς μὲ οἰκειότητα πολλὲς φορὲς μπροστὰ στὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστεύω σταθερά, ἐξ αἰτίας τοῦ πελάγους τῆς εὐσπλαγχνίας του, θὰ σοῦ τὴν δώσῃ, ὅταν αὐτὸς γνωρίσῃ, μὴν ἀμφιβάλλῃς καθόλου, ὅτι θὰ τὴν ἀπολαύσεις.

Ὁ γ´ τρόπος, εἶναι τὸ νὰ συνηθίσῃς νὰ φοβᾶσαι πάντα τὸν ἑαυτό σου· νὰ φοβᾶσαι τοὺς ἀναρίθμητους ἐχθρούς, στοὺς ὁποίους, δὲν εἶσαι δυνατὸς νὰ κάνῃς οὔτε τὴν παραμικρὴ ἀντίστασι, νὰ φοβᾶσαι τὴ πολὺ δυνατή τους συνήθεια στὸ νὰ πολεμοῦν τὶς πανουργίες, τὰ στρατηγήματά τους, τὶς μεταμορφώσεις τους σὲ ἀγγέλους φωτός· τὰ ἀναρίθμητα τεχνάσματα καὶ παγίδες, ποὺ σοῦ στήνουν κρυφὰ στὸν ἴδιο τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.

Ὁ δ´ τρόπος εἶναι, ὅταν πέσῃς σὲ κανένα ἐλάττωμα νὰ σκεφθῇς καθαρὰ τὴν ἀπόλυτη ἀδυναμία σου· ἐπειδή, γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ παραχώρησε ὁ Θεὸς νὰ πέσῃς, γιὰ νὰ μάθης καλύτερα τὴν ἀσθένεια σου (11)καὶ ἔτσι νὰ μάθης, ὄχι μόνο νὰ περιφρονῇς ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕνα τίποτα, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλῃς νὰ σὲ καταφρονοῦν καὶ οἱ ἄλλοι σὰν τέτοιου εἴδους ἀσθενῆ. Γιατὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν θέλησι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ ἐνάρετη δυσπιστία τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία ἔχει τὸ θεμέλιό της στὴν ἀληθινὴ ταπείνωσι καὶ στὴν προλεγόμενη ἔμπρακτη γνῶσι τῆς δοκιμῆς.

Ὁπότε, καθ᾿ ἕνας βλέπει πόσο ἀπαραίτητο εἶναι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸ οὐράνιο φῶς, τὸ νὰ γνωρίσῃ τὸν ἑαυτό του, τὴν ὁποία γνῶσι συνηθίζει νὰ τὴν δίνη ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ στοὺς ὑπερήφανους καὶ προληπτικούς, μέσα ἀπὸ τὶς πτώσεις, ἀφίνοντάς τους δηλαδὴ μὲ δίκαιο τρόπο νὰ πέφτουν σὲ κανένα ἐλάττωμα (ἀπὸ τὸ ὁποῖο νομίζουν πὼς ἠμποροῦν νὰ φυλαχτοῦν) γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀδυναμία τους, καὶ νὰ μὴ ἐπιστεύωνται πλέον στὸν ἑαυτόν τους καθόλου.

Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μέσο, τὸ τόσο ἄθλιο καὶ ἀναγκαστικό, δὲν συνηθίζει νὰ τὸ μεταχειρίζεται πάντοτε ὁ Θεός, παρά, ὅταν τὰ ἄλλα μέσα, τὰ πιὸ ἐλεύθερα, ὅπως εἴπαμε, δὲν προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο αὐτὴ τὴν ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ του· γιατὶ τότε παραχωρεῖ νὰ πέσῃ ὁ ἄνθρωπος σὲ σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ἢ μικρότερα, ὅσο εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ὑπόληψις, ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του· ὥστε, ὅπου δὲν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ὑπόληψις, καθὼς συνέβη στὴν Παρθένο Μαρία, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει παρομοίως οὔτε καὶ καμία πτῶσις· λοιπόν, ὅταν ἐσὺ πέσεις, τρέξε ἀμέσως μὲ τὸν λογισμὸ στὴ ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ μὲ ἐπίμονη προσευχὴ ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀληθινὸ φῶς, γιὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν μηδαμινότητά σου καὶ νὰ μὴν δείχνῃς ἐμπιστοσύνη καθόλου στὸν ἑαυτόν σου, ἐὰν θέλῃς νὰ μὴ πέσῃς πάλι καὶ μάλιστα σὲ μεγαλύτερη βλάβη καὶ φθορά.

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Ἀόρατος Πόλεμος