.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Διάλογος στό τραῖνο.



Ἐπήγαινα κάποτε μέ τόν τραῖνο ἀπό τήν πόλι Φωσκάνη στήν πόλι Μπακέου. Ἐπειδή ἤμουν ἄρρωστος ἀπό τήν καρδιά μου καί μή μπορώντας νά ὑπομένω τό κάπνισμα τῶν ἄλλων, ἔβγαλα εἰσιτήριο πρώτης θέσεως, ὅπου ἦταν ἕνα βαγόνι γιά μή καπνιστές.
Ἐπλήρωσα λίγα χρήματα περισσότερα, ἀλλά ἤμουν ἥσυχος καί δέν εἶχα πρόβλημα μέ τόν καπνό. Ἐταξίδευα μόνος μου σ᾿ αὐτό τό βαγόνι, ἀλλά καί δέν ἤξερα ποιός μετά ἀπό λίγο θά ἔλθη κοντά μου. Ἐπῆρα τήν θέσι καί τό κάθισμά μου καί περίμενα τήν ὥρα μέχρι ν᾿ἀναχωρήση τό τραῖνο.
Ὅταν τό τραῖνο ἦταν ἕτοιμο νά ξεκινήση, σηκώθηκα καί μπῆκα γιά λίγο στό βαγόνι πού ἦταν οἱ ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς ὑπηρεσίας.
Ἐγώ δέν ἤξερα τί βαθμούς εἶχαν, διότι ὅταν ἐγώ ἤμουν στόν στρατό στά νειᾶτα μου, τότε εἶχαν μέ σειρήτια τούς διαφόρους βαθμούς τους, ἐνῶ τώρα ἔχουν τά ἀστέρια.
Ἦταν ἀκόμη καί ἕνας ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀνθυπασπιστής μέ τήν γυναῖκα του καί μέ τό παιδάκι τους. Τήν γυναῖκα του τήν μετέφερε ἀπό τό νοσοκομεῖο τοῦ Ἰασίου. Πιάνοντας μαζί του γιά λίγο κουβέντα, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐγώ εἶμαι ὁπλοποιός καί ὑπεύθυνος τοῦ ὁπλοστασίου τοῦ στρατοῦ, τῆς ἀεροπορικῆς ὑπηρεσίας». Καταγόταν ἀπό τά μέρη Ποντολένι.
Ἐγώ ὄντας μοναχός καί ἀνάμεσα σέ μία ὁμάδα ἀξιωματούχων τοῦ στρατοῦ, ἐσκεπτόμουν: τί διάλογο ἠμπορῶ νά κάνω ἐγώ μ᾿ αὐτούς; Ἤμουν ἐκεῖ ἀφοσιωμένος στήν προσευχή μου καί ἐκαθόμουν μέ ἡσυχία, διότι ἐγνώριζα ὅτι ἔχω νά ταξιδεύσω δύο φορές μ᾿ αὐτούς. 
Ἕνα ταξίδι μου μέχρι τήν πόλι Μπακέου καί μέ ἄλλο τραῖνο γιά τήν κωμόπολι Ταρκέου. Ἐπήγαινα στόν π. Κασσιανό, τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Ταρκέου καί στόν π. Ἰανουάριο.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, μικρός στήν ἡλικία καί κοντός, δέν σιωποῦσε καί ἔλεγε διάφορα ἀστεῖα.
-Κυττᾶξτε σήμερα τό τραῖνο θά πάη καλά στό ταξίδι του, διότι ἔχουμε κι ἕνα παπᾶ μαζί μας!
-Ξέρεις, εἶπε ὁ ἄλλος, λένε, πώς ὅταν παρουσιάζεται παπᾶς μπροστά σου, ὅλα σοῦ πᾶνε κατά διαβόλου! Αὐτό τώρα ὅμως δέν εἶναι σωστό, διότι τό τραῖνο πάει καλά μέ τόν παπᾶ μέσα. Ὑπάρχουν ξέρετε καί δεισιδαιμονίες, ὅπως: «Εἴθε νά μή συναντήσης μπροστά σου παπᾶ, γιατί θά πάθης κακό». Ἐγώ τούς ἄκουα μέ τό στόμα μου κλειστό.
-Τί ἀφέλεια ὑπάρχει καί σ᾿ αὐτούς τούς παππάδες! Αὐτοί λένε ὅτι ὅλη ἡ οἰκουμένη θά γίνη μία γενεά (ποίμνη) καί μέ ἕνα ποιμένα μέ λευκά γένεια. Αὐτός, ὅπως λένε, ἔκανε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί τά βουνά καί τήν θάλασσα...Ἀκοῦστε, εἶπε ἕνας ἄλλος, ἐπειδή εἶναι καί παππᾶς ἐδῶ, νομίζω ὅτι εἶναι καλόν νά λέμε τέτοιες διηγήσεις γιά τόν Θεό.
-Ἀκούσατε; Ἕνας «γενάρχης»!
Ἕνας ἦλθε καί ἐκάθισε δεξιά ἀπό μένα.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ;
Ἀντί νά τούς εἰπῶ, ὅτι εἶμαι ἀπό τήν Μονή Συχαστρία, τούς εἶπα ὅτι εἶμαι ἀπό τήν μονή Νεάμτσου, διότι αὐτή ἡ μονή εἶναι παλαιά καί πιό ξακουστή στόν κόσμο.
-Ποῦ πηγαίνεις;
-Μέχρι ἐκεῖ στήν σκήτη Ταρκέου.
-Ἐγώ εἶμαι ἀπό τήν κοινότητα Χρεάσκα τῆς ἐπαρχίας Ντοροχόϊ.
-Νομίζω ὅτι ἦταν αὐτός πού ἔλεγε τά παραπάνω εἰρωνικά λόγια. Ἁπλώνει τό χέρι του νά μοῦ δώσει κεράσια. Ἦταν ἡ ἐποχή παραγωγῆς τῶν κερασιῶν.
-Σᾶς εὐχαριστῶ!
-Πάτερ, ποῦ εἶναι ἡ γενέτειρά σας;
-Κατάγομαι ἀπό τό χωριό Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποντοσάνι.
-Ἔε, δέν εἴμεθα καί πολύ μακριά. Εἴμεθα ἀπό τόν ἴδιο νομό.
Ἔτσι ἀρχίσαμε τήν συζήτησι. Μεσολάβησε ἄλλος καί μ᾿ἐρώτησε:
-Πάτερ, μή στενοχωρηθῆτε, τί εἶσθε; Ἱερεύς, καθηγητής, δάσκαλος. Τί εἶσθε;
-Εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός. Πηγαίνω κι ἐγώ πιό πέρα, μέχρι τό Μπακέου.
-Ἄκουσες γιά ὅλα τά ἰδικά μας. Τώρα εἴμεθα κι ἐμεῖς περίεργοι νά μάθουμε γιά τόν Θεό! Τί λένε τά βιβλία σας γιά τόν Θεό; Τά πάντα γιά τόν Θεό γράφονται στήν Βίβλο πού εἶναι καί δικό σας βιβλίο, ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν οὐρανό, τήν γῆ, τόν κόσμο, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε ἄλλη θεωρία γιά τόν κόσμο.
-Κυττᾶξτε, ἀδελφοί μου. Κατ᾿ ἀρχήν νά ἔχω τόν λόγο τῆς τιμῆς σας ὅτι δέν θά στενοχωρηθῆτε μέ ὅσα, θά ἀκούσετε. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός, ἀλλά, ἐάν ἀρχίσω νά διηγοῦμαι γιά τόν Θεό, αὐτό τό τραῖνο θά πρέπει νά ταξιδεύση τρεῖς φορές ὁλόκληρη τήν ὑδρόγειο σφαῖρα καί τότε μόνο θά ἠμπορέσω νά τελειώσω. Τόσα πολλά ἔχω νά εἰπῶ γιά τόν Θεό!
-Ἀκοῦστε, λοιπόν, τί θά μᾶς εἰπῆ ὁ παπᾶς, ἔλεγαν μεταξύ τους!
-Εἶχαν μία μεγάλη περιέργεια. Πρίν ἀρχίσω νά τούς ὁμιλῶ γιά τόν Θεό, τούς εἶπα ὅτι θά τούς τραγουδήσω ἕνα τραγούδι τοῦ Θεοῦ. Δέν θά εἶναι μεγάλο, τούς εἶπα.
-Πάτερ, κρατοῦμε τόν λόγο της τιμῆς μας. Καί τρελλός νά εἶσαι δέν θά στενοχωρηθοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως θέλουμε νά σ᾿ ἐρωτήσουμε. Ἔχουμε τήν ὡραία εὐκαιρία νά συνομιλήσουμε μ᾿ ἕνα μοναχό. Εἴμεθα ἀρχηγοί τοῦ κράτους καί ὅλοι πᾶμε μέχρι τήν πόλι Μπακέου. Τί λέτε ἐσεῖς, πάτερ;
Τό τραῖνο δέν ἔχει ἀκόμη ξεκινήσει. Ὅταν ἀνεχώρησε, σηκώθηκα καί ἔκαμα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Αὐτοί ὄχι. Δική τους δουλειά.
Τότε σηκώθηκε ἕνας. Ἦταν ταγματάρχης. Ἐγώ δέν τό ἤξερα, ἀλλά μοῦ τό εἶπαν ὅτι εἶχε ἕνα ἀστέρι καί ἕνα γαλόνι, λόγῳ τῆς πολυχρονίου ὑπηρεσίας του. Τούς λέγω:
-Νά μέ συγχωρῆτε. Ἐμπήκατε σ᾿ αὐτό βαγόνι μόνο ἀνώτεροι ἀξιωματικοί τοῦ κράτους, ἀλλά ὑπηρέτησα κι ἐγώ στόν στρατό, τήν ἐποχή πού οἱ ἀξιωματικοί μας εἶχαν τούς βαθμούς τους μέ σειρῆτια. Ἐγώ αὐτούς τούς ἀστερίσκους δέν γνωρίζω τί δηλώνουν, διότι βλέπω ὅτι ἔχετε δύο καί τρία ἀστέρια στούς ὤμους σας. Μή στενοχωρηθῆτε, διότι δέν γνωρίζω τούς βαθμούς σας, διότι στήν μονή πού μένω εἶμαι ἕνας ἄχρηστος καλόγερος!
-Πάτερ, μοῦ αὐτοπαρουσιάσθηκαν μόνοι τους λέγοντας, ἐγώ εἶμαι διοικητής, ἐγώ εἶμαι ὑποδιοικητής, ἐγώ εἶμαι ταγματάρχης καί ἐγώ εἶμαι καπετάνιος.
Ὁ ταγματάρχης εἶπε τά ἐξῆς ἐν συνεχείᾳ:
-Πάτερ, πρόσεξε, θέλω νά σοῦ εἰπῶ κάτι. Δέν εἶναι ἕνας παραλογισμός νά πιστεύουμε ἐμεῖς σέ κάτι πού δέν φαίνεται; Ἐσεῖς λέγετε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά τόν εἶδε κάποιος κάποτε τόν Θεό; Εἶναι μία ἀνοησία νά πιστεύη κάποιος σέ κάτι πού δέν τό βλέπει! Νά μοῦ εἰπῆς ποιός τόν εἶδε καί μπορεῖ νά πιστεύση ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος σέ κάτι πού δέν τό εἶδε.
-Κύριοι, λέγω, σᾶς εἶπα ἀπό τήν ἀρχή μοῦ δίδετε τόν λόγο τῆς τιμῆς σας, ὅτι δέν θά στενοχωρηθῆτε; Λοιπόν, ἀπό τώρα ἀρχίζουμε μία πολύ σοβαρή συζήτησι!
-Ναί, πάτερ, κρατοῦμε τήν ὑπόσχεσίν μας.
-Σᾶς βλέπω ἔξυπνους άνθρώπος καί μπροστά σας αἰσθάνομαι σάν ἕνας ἀνόητος, ἀλλά ἄς ἀρχίσουμε νά διηγούμεθα γιά τόν Θεό. Εἴμεθα ὅλοι ἄνθρωποι καί σάν ἄνθρωποι θά μιλήσουμε. Ἀκοῦστε με, κύριοι: Ἔχω ἀπό τήν ἀρχή νά σᾶς εἰπῶ ὅτι ὅλοι ἐσεῖς πού εἶσθε στό βαγόνι σήμερα, ὅλοι εἶσθε τρελλοί!
-Ἀκοῦτε, τί λέγει αὐτός ὁ παπᾶς, ὅτι εἴμεθα τρελλοί! 
-Πῶς, παππᾶ, μᾶς θεωρεῖς τρελλούς; Ἐμεῖς εἴμεθα ἀξιωματικοί!
-Βλέπω ὅτι εἶσθε. Ἐάν δέν ἔχω δίκαιο, στόν πρῶτο σταθμό τοῦ τραίνου, παραδώστε με στήν ἀστυνομία. Ἀλλά πρῶτα θέλω νά σᾶς ἐξηγήσω γιατί σᾶς θεωρῶ τρελλούς.
Μοῦ εἶπαν: Λέγε μόνο τί πιστεύεις γιά τόν Θεό! Μή σταματᾶς νά λέγης ὅ,τι ξεκινήσεις γιά τόν Θεό ἀπό ἐδῶ καί πέρα.
Χάρηκα γιά τά λόγια τους αὐτά.
-Πρῶτα θά σᾶς εἰπῶ τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα στό Ψαλτήριο, πού εἶναι βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ 13 καί τοῦ 52. «Εἶπε ἄφρων (ἀνόητος) μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός!
Δεύτερον. Εἶπες ἡ ἀφεντιά σου, ἔλα πιό κοντά μου, ὅτι εἶναι ἀνοησία νά πιστεύης γιά κάτι πού δέν φαίνεται;
-Ναί, ἐγώ τό εἶπα.
-Ἀλλά ἐγώ σᾶς εἶπα ὅτι ὅλοι σας δέν ἔχετε μυαλό. Ὅλοι εἶσθε τρελλοί. Ξέρετε γιατί; Ἔχω δίκαιο νά σᾶς ὀνομάζω τρελλούς.
-Γιατί εἴμεθα τρελλοί;
-Διότι ἐγώ δέν εἶδα τόν νοῦ κανενός οὐδέποτε! Ὁπότε, δέν εἶναι μία ἀνοησία νά πιστεύω ὅτι ἔχετε μυαλό, ἀφοῦ ποτέ δέν τό εἶδα; Ἐάν λέγετε ὅτι δέν εἶσθε τρελλοί, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ δείξετε τό μυαλό σας. Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς σας; Πῶς νά πιστεύσω ἐγώ ὅτι ἔχετε νοῦ, ἐάν δέν δεχθῆτε νά μοῦ τόν δείξετε νά τόν ἰδῶ νά πιστεύσω κι ἐγώ ὅτι ἔχετε νοῦ; 
-Κυττᾶξτε ὁ παππᾶς μᾶς ἔβαλε «στόν τοῖχο».
Γελοῦσαν μεταξύ τους κυττάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἡ συζήτησις ἦταν καί ὡραία καί σοβαρή καί εὐτράπελη.
Πῶς νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε μυαλό, ἀφοῦ ὅση ὥρα εἶμαι ἐδῶ, δέν τό εἶδα; Οὔτε τό δικό σας μυαλό εἶδα, οὔτε τό δικό μου. Πῶς εἶναι ἄραγε; Ἄσπρο, μαῦρο, κόκκινο, πράσινο; Τί σχῆμα ἔχει; Τετραγωνικό, ἑξαγωνικό, ὀρθογώνιο; Ἐάν μοῦ δείξετε τίς ἰδιότητες τοῦ νοῦ, τότε ἐγώ θά πιστεύσω ὅτι ἔχετε νοῦ, ἀλλά, ἀφοῦ δέν τόν εἶδα, δέν μπορῶ ἀκόμη νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε!
Ὁ Θεός εἶναι νοερά ὕπαρξις, λογική καί ὅπως δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε τόν νοῦν σας, ἔτσι δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε καί τόν Θεό. Καί ἡ ψυχή μας ὁμοιάζει μέ τόν Θεό: ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, ἔτσι ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός.
-Κύτταξε τώρα, πάτερ! Μπορεῖς νά μᾶς εἰπῆς κάτι σχετικό μέ τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου;
-Οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦν σ᾿ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό. Δέν εἶναι ἔτσι; Πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό, χωρίς ὅμως νά τό ἔχουν ἰδεῖ ποτέ. Ἰδού ἕνα ἐπιχείρημα ὅτι ὅλος κόσμος πιστεύει ὅτι ἔχει μυαλό! Καί ἐσεῖς πιστεύετε καί ἐγώ, ἀλλά δέν τόν εἴδαμε ποτέ.
Ἀλλά τήν ζωή σας, τήν εἴδατε ποτέ; Ποιός εἶδε τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου; Καί μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ποιός λέγει ὅτι εἶναι νεκρός, ἐνῶ εἶναι ζωντανός καί ἔχει ζωή; Ποιός ἀπό ἐσᾶς ἔχει ζωή;
-Πῶς δἐν ἔχουμε ζωή, ἀφοῦ εἴμεθα ζωντανοί, πάτερ;
-Ἐγώ δέν πιστεύω ὅτι ἔχετε. Οὔτε νοῦν, οὔτε ζωή ἔχετε, διότι δέν τά βλέπω. Καί δέν εἶναι μία τρέλλα νά πιστεύω σέ κάτι πού δέν φαίνεται; 
-Γιά κυττᾶξτε τόν παππᾶ, μᾶς λέγει τώρα ὅτι εἴμεθα ὄχι μόνο τρελλοί, ἀλλά καί νεκροί. Δέν ἔχουμε δηλαδή οὔτε μυαλό, οὔτε ζωή!
-Ἐάν δέν τήν βλέπουμε, δέν εἶναι λοιπόν μία τρέλλα νά πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ζωή;
-Ἀλλά τί σημαίνει ζωή, πάτερ;-
-Πολύ καλά. Ἀπό τίς ἐκδηλώσεις της πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει, παρότι δέν τήν βλέπουμε.
Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο;
Καί ἀμέσως ἄρχισα νά λέγω ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
-Ἡ ἀφεντιά σας, ἔχετε φαντασία;
-Ναί.
-Τήν εἴδατε κάποτε; Ὄχι! Ἔχετε ὀργή; Τήν εἴδατε κάποτε; Ἔχετε σκέψεις καί λογισμούς; Τούς εἴδατε κάποτε; Ἔχετε τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ; Ἔχετε ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς πού λέγονται τό ἐπιθυμητικό καί τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου;
Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά, ἔχετε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι: Ὁ λογισμός, ἡ ἀπόφασις, ἡ ὀργή, ὁ διαλογισμός, ἡ λύπη, ἡ χαρά; Εἴδατε κάποτε ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι οἱ ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου;
-Κλεῖσε τό στόμα σου ἐσύ, ἔλεγες ὁ ἕνας. Βρέ ἀνόητε, δέν ἔθεσες καλά τό ἐρώτημα ἀπό τήν ἀρχή, τοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας κακολογοῦσε τόν ἄλλον.
-Πῶς νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε μυαλό, ἀφοῦ ὅση ὥρα εἶμαι ἐδῶ, δέν τό εἶδα; Οὔτε τό δικό σας μυαλό εἶδα, οὔτε τό δικό μου. Πῶς εἶναι ἄραγε; Ἄσπρο, μαῦρο, κόκκινο, πράσινο; Τί σχῆμα ἔχει; Τετραγωνικό, ἑξαγωνικό, ὀρθογώνιο; Ἐάν μοῦ δείξετε τίς ἰδιότητες τοῦ νοῦ, τότε ἐγώ θά πιστεύσω ὅτι ἔχετε νοῦ, ἀλλά, ἀφοῦ δέν τόν εἶδα, δέν μπορῶ ἀκόμη νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε!
Ὁ Θεός εἶναι νοερά ὕπαρξις, λογική καί ὅπως δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε τόν νοῦν σας, ἔτσι δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε καί τόν Θεό. Καί ἡ ψυχή μας ὁμοιάζει μέ τόν Θεό: ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, ἔτσι ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός.
-Κύτταξε τώρα, πάτερ! Μπορεῖς νά μᾶς εἰπῆς κάτι σχετικό μέ τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου;
-Οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦν σ᾿ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό. Δέν εἶναι ἔτσι; Πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό, χωρίς ὅμως νά τό ἔχουν ἰδεῖ ποτέ. Ἰδού ἕνα ἐπιχείρημα ὅτι ὅλος κόσμος πιστεύει ὅτι ἔχει μυαλό! Καί ἐσεῖς πιστεύετε καί ἐγώ, ἀλλά δέν τόν εἴδαμε ποτέ.
Ἀλλά τήν ζωή σας, τήν εἴδατε ποτέ; Ποιός εἶδε τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου; Καί μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ποιός λέγει ὅτι εἶναι νεκρός, ἐνῶ εἶναι ζωντανός καί ἔχει ζωή; Ποιός ἀπό ἐσᾶς ἔχει ζωή;
-Πῶς δἐν ἔχουμε ζωή, ἀφοῦ εἴμεθα ζωντανοί, πάτερ;
-Ἐγώ δέν πιστεύω ὅτι ἔχετε. Οὔτε νοῦν, οὔτε ζωή ἔχετε, διότι δέν τά βλέπω. Καί δέν εἶναι μία τρέλλα νά πιστεύω σέ κάτι πού δέν φαίνεται; 
-Γιά κυττᾶξτε τόν παππᾶ, μᾶς λέγει τώρα ὅτι εἴμεθα ὄχι μόνο τρελλοί, ἀλλά καί νεκροί. Δέν ἔχουμε δηλαδή οὔτε μυαλό, οὔτε ζωή!
-Ἐάν δέν τήν βλέπουμε, δέν εἶναι λοιπόν μία τρέλλα νά πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ζωή;
-Ἀλλά τί σημαίνει ζωή, πάτερ;-
-Πολύ καλά. Ἀπό τίς ἐκδηλώσεις της πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει, παρότι δέν τήν βλέπουμε.
Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο;
Καί ἀμέσως ἄρχισα νά λέγω ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
-Ἡ ἀφεντιά σας, ἔχετε φαντασία;
-Ναί.
-Τήν εἴδατε κάποτε; Ὄχι! Ἔχετε ὀργή; Τήν εἴδατε κάποτε; Ἔχετε σκέψεις καί λογισμούς; Τούς εἴδατε κάποτε; Ἔχετε τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ; Ἔχετε ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς πού λέγονται τό ἐπιθυμητικό καί τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου;
Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά, ἔχετε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι: Ὁ λογισμός, ἡ ἀπόφασις, ἡ ὀργή, ὁ διαλογισμός, ἡ λύπη, ἡ χαρά; Εἴδατε κάποτε ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι οἱ ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου;
Μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾿εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ὄχι κατά τήν ἐξωτερική μορφή, ἀλλά μόνο κατά τήν ἐσωτερική, τήν ψυχική μορφή.
Ἰδού πόσες δυνάμεις ἔχει ἡ ψυχή μας! Καί ποτέ δέν εἶδε ὁ ἄνθρωπος τήν ὀργή του, τό λογικό του, τήν πεῖνα, τήν χαρά, τήν λύπη, τήν φαντασία, τήν ἐλευθερία του, τήν ζωή του, τόν νοῦ του! Κι ὅμως ὅλα αὐτά ὑπάρχουν! Καί στήν φιλοσοφία διδάσκονται ὅτι ὑπάρχουν ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἀλλά κανείς δέν εἶδε τήν ψυχή του, οὔτε τήν ψυχή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων!
-Τί λέτε ἐσεῖς; Δέν εἶναι ἔτσι; 
-Πῶς δέν εἶναι; 
-Ἐάν δέν εἶχες ψυχή, δέν θά ἠμποροῦσες νά μιλήσης μαζί μου! Δέν ἠμπορεῖς νά ζήσης οὔτε ἕνα λεπτό χωρίς τόν Θεό, ἄν δέν εἶχες τήν ζωή. Ὅλες οἱ ἰδιότητες τῆς ψυχῆς πού ἀπαριθμήσαμε, εἶναι τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος! Ἐάν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μορφή καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στήν γῆ, σημαίνει τήν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς μέ τά τρία χαρακτηριστικά της: τόν νοῦ, τόν λόγο καί τό πνεῦμα.
Εἶδες κάποτε τόν λόγο; Εἶδες τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖον ὁμιλεῖς; Ἰδού ποιές εἶναι οἱ δυνάμεις καί οἱ ἀόρατες ἰδιότητες τῆς ψυχῆς καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ! Καί ἐσεῖς δέν εἴδατε βέβαια αὐτές τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἀλλά πιστεύετε καί τό ζῆτε καθημερινά, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιθυμία, λογική, ἐλεύθερη θέλησι, ζωή, νοῦ, φαντασία κλπ.
Εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς: Θά ἦταν καλλίτερα νά σιωπούσαμε. Δέν τοποθετήσαμε καλά τό πρόβλημά μας ἀπό τήν ἀρχή. Αὐτός πρέπει νά εἶναι διευθυντής ἐκκλησιαστκῆς σχολῆς!
-Ὄχι, κύριε, νά μᾶς εἰπῆ ὁ παππᾶς τήν ἀλήθεια! Βλέπεις ὅτι ὅλοι πιστεύουμε σ᾿ αὐτά καί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχη αὐτές τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν τίς βλέπουμε! Τοῦ ἀπήντησε ἕνας ἄλλος.
-Καί ἐσύ εἶπες μία ἀνοησία νά πιστεύης σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο δέν βλέπεις! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τρελλοί, ἀλλά ἐμεῖς δέν πιστεύουμε κάτι πού δέν τό βλέπουμε.
Σηκώθηκε ἀπό ἀνάμεσά τους ἕνας γιατρός:
-Πάτερ, ἐγώ εἶμαι ταγματάρχης γιατρός. Κάνω ἐγχειρήσεις καί βυθίζω τό νυστέρι μέσα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, κόπτω σάρκες, χειρουργῶ ἐπί 30 χρόνια καί δέν εὑρῆκα πουθενά τήν ψυχή! Καί πῶς νά πιστεύσω ὅτι ὑπάρχει, οὔτε τήν εὑρῆκα μέ τό νυστέρι μου;
Δεῖξε μου καί μένα ποῦ εἶναι ἡ ψυχή!-Ἡ ἀφεντιά σου εἶσαι γιατρός;
-Ναί.
Καί γι᾿ αὐτό δέν πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει ψυχή, διότι δέν τήν εἶδες;
-Ναί.
-Ἐσεῖς σάν γιατρός καί κάθε γιατρός πιστεύετε ὅτι ὑπάρχει πόνος στόν ἄνθρωπο;
-Ὑπάρχει, πάτερ, διότι, ὅταν τραυματίζεται ὁ ἄνθρωπος, πονεῖ καί τρέχει τό αἷμα.
-Ναί, τραυματίζεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά φαίνεται πουθενά ὁ πόνος μέ τά μάτια;
-Ὄχι, αὐτό δέν φαίνεται!
-Καί θέλεις νά ἰδῆς τήν ψυχή! Καί τόν πόνο, πού εἶναι μία ἀντίδρασι τοῦ σώματος, φυσική στόν ἄνθρωπο, δέν τόν βλέπεις καί ὅμως τόν ὁμολογεῖς ὅτι ὑπάρχει. Ἀφοῦ λοιπόν, δέν ἠμπορεῖς νά ἰδῆς τόν πόνο, δέν ἠμπορεῖς νά ἰδῆς καί τήν ψυχή. Καί μάλιστα τήν πνευματική ὕπαρξι τῆς ψυχῆς.
-Ἄκουσε τώρα καί σύ μέ τήν ἰατρική σου σοφία, ὅτι λέγεις ἀνοησίες, πού ἔχουν παραλύσει τό κεφάλι σου! Εἶπες ὅτι δέν εἶδες τόν πόνο, ἔε; Ἀλλά καί ποιός διάβολος εἶδε τόν πόνο; Ὅμως ὅλος ὁ κόσμος πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ὁ πόνος.
-Ἔε, δέν μιλᾶς ἐσύ; Ποιός σοῦ ἐστούπωσε τό στόμα;
-Ἐγώ ἔδιωξα πλέον τόν διάβολο ἀπ᾿ ἐδῶ!
-Ναί, εἶναι ὡραῖα, κύριε, νά διηγούμεθα κι ἐμεῖς στούς ἄλλους. Πές μας ἀκόμη κάτι ἄλλο, πάτερ!
Τότε ἄρχισε ὁ ἕνας: Πάτερ, πάντοτε ἐγνωρίζαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης. Κύτταξε, οἱ Ρῶσσοι ἔκαναν ἕνα δορυφόρο, ὁ ὁποῖος περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν γῆ τρεῖς φορές μέ τόν ἀστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν καί προσγειώθηκε ὁμαλά πάλι στήν γῆ.
-Καί τί σημαίνει αὐτό; 
-Αὐτά εἶναι τά ἐπιτεύγματα καί οἱ πρόοδοι τῆς ἐπιστήμης, χωρίς τήν συμμετοχή τῆς θρησκείας.
-Τίποτε δέν ἐκάνατε!
-Ὁρῖστε μας, αὐτός ὁ παππᾶς εἶναι ἐνάντια στήν ἐπιστήμη! Πάτερ, μοιάζετε μέ ἐκεῖνον πού ἦταν «κόντρα» στόν Γαλιλλαῖο!
-Περιμένετε νά σᾶς εἰπῶ! Ξέρετε τί ἐκάνατε ἐσεῖς; Εἴδατε μέλι ἀπ᾿ αὐτό τό μελίσσι; Μία μέλισσα, πού ἔζησε στήν κυψέλη της μετά βγῆκε ἔξω καί ξαναγύρισε μέσα στήν φωλιά της. Καί νομίζετε ὅτι τό ἔμαθε αὐτό ὅλος ὁ κόσμος! 
-Ἀκοῦστε, τί λέγει αὐτός ὁ παππᾶς!
-Ὁ Θεός ἔκαμε ὅλο τό Ἡλιακό καί πλανητικό σύστημα καί ὁ κάθε πλανήτης ἀπέχει ἀπό τόν ἄλλον δισσεκατομμύρια χιλιόμετρα. Πρέπει λοιπόν νά δοξάζουμε τόν Θεό, ὅπως λέγει τό Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ: «Οἱ ούρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγέλλει τό στερέωμα». 
Οἱ ἀστροναύτες Ἰσαάκ Νεύτων καί ὁ Κέπλερ καθώς καί ἄλλοι σοφοί, ἐγνώρισαν τόν Θεό μόνον ἀπό τίς σπουδές τους ἐπάνω στά οὐράνια ἀστρικά σώματα καί φαινόμενα.
Οἱ οὐρανοί μᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔκαμε τίποτε στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης. Ἐπῆρε ἕνα κουταλάκι νερό ἀπό τόν εἰρηνικό ὠκεανό καί ἰσχυρίζεται ὅτι τόν ἤπιε ὅλον. Αὐτός ὁ ὠκεανός ἔχει 17.000 χιλ. μῆκος καί 18.000 φάρδος, ἐνῶ τό βάθος του φθάνει μέχρι τά 11 χλμ., πού εἶναι τό βαθύτερο βάθος στόν κόσμο. Καί ὁ ἄνθρωπος ἐπῆρε ἕνα κουταλάκι νερό καί εἶπε ὅτι, ἰδού, ἤπια ὅλον τόν Εἰρηνικό Ὠκεανό. Αὐτό τό ἔργο ἔκαμε μόνο ὁ ἄνθρωπος!
Πέραν ἀπ᾿ αὐτά, ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδειξε μόνο τήν παντοδυναμία Του σ᾿ αὐτά τά μεγάλα ἔργα, ἀλλά καί στά πιό μικρά. Ἕνας βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἐκάλεσε μία γυναῖκα ξυλογλύπτη, πού ἦταν διάσημη καί τῆς εἶπε νά φτιάξη τήν μορφή του, σάν καβαλλάρη ἐπάνω στό ἄλογό του, ἔτσι ὅπως ἦταν. 
Ἐκείνη ἔκαμε τό σχέδιο καί τοῦ εἶπε: «Ἰδού εἶμαι ἕτοιμη νά κάνω τήν μεγαλειότητά Σου». Καί ἐπῆρε ἕνα κομμάτι μάρμαρο καί ἐσμίλευσε τόν βασιλέα ἀκριβῶς, ὅταν ἐπήγαινε στόν πόλεμο μέ τό ἄλογό του καί στήν λοιπή φυσική του ζωή. Καί τότε ὁ βασιλεύς τῆς ἔδωσε ἕνα δίπλωμα ἀριστείας μέ τό ὁποῖο τήν ἐπαινοῦσε ὅτι ἦταν ἡ μαγαλύτερη μαρμαρογλύπτρια. Καί τῆς εἶπε: «Τώρα δέν εἶναι μεγάλο ἔργο νά σμιλεύση κάποιος τήν μορφή ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά θά εἶναι μεγάλο, ἐάν μπορέση νά τήν κάνη σέ σμικρογραφία (μινιατοῦρα). Θέλω νά γίνη ἡ μορφή μου μέ τό ἄλογό μου στήν πιό μικρή μορφή, ὅσο εἶναι δυνατόν».
Ἐκεῖ στό ἐργαστήριο ἦταν ἕνας ἄλλος γλύπτης πού ἐδούλευε στήν μινιατοῦρα. Αὐτός εἶδε ὅτι ὁ βασιλεύς εἶχε στό δακτυλίδι του μία ὡραία πέτρα, μεγάλης ἀξίας καί εἶπε: «Κάνω ἐγώ γιά τήν Μεγαλειότητά Σου, ἀλλά δός μου τήν πέτρα αὐτή ἀπό τό δακτυλίδι σου». «Καί τί ἔχεις νά κάνης μ᾿ αὐτήν; Εἶναι πολύ ἀκριβή! Ἐάν τήν χάσης, δέν πρόκειται νά τήν πληρώσης, οὔτε μέ ὁλόκληρο τό ἔθνος σου».
Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἐάν τήν χάσω, καλά, ἐάν δέν τήν χάσω, θά κάνω τήν μορφή σου ἀπ᾿ αὐτή τήν πέτρα». Πῶς μπορεῖς νά τό κάνης αὐτό;» «Αὐτό εἶναι δική μου δουλειά». Ἔπιασε ἐκεῖνος καί τοῦ ἔκανε ἀπ᾿ αὐτή τήν πέτρα ἕνα ὠρολόγιο. Τέλειο ὠρολόγιο, ὅπως εἶναι καί λειτουργοῦν ὅλα τά ὠρολόγια τοῦ κόσμου. Καί ἐπάνω στό καπάκι τοῦ ὠρολογιοῦ ἔφτιαξε τήν μορφή τοῦ βασιλέως. Αὐτός ἦταν γλύπτης ἀληθινός! Τότε ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε: «Αὐτό ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλη τήν βασιλεία μου! Καί τώρα πέστε μου ἐμένα ἄν αὐτό δέν εἶναι μεγαλοφυΐα!-Σίγουρα, πάτερ, ἐκεῖνος ὁ γλύπτης ἐδούλευσε σέ μινιατοῦρα. Ποιός δέν μπορεῖ νά κάνη κάτι τό μεγάλο; Ἀλλά νά κάνη κάποιος ἕνα τόσο μικρό καί λεπτό ἔργο!....
-Ἔτσι κάνει καί ὁ Θεός. Δείχνει τήν δύναμί του ὄχι μόνο στά μεγάλα, ἀλλά καί στά μικρά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Σκεφθῆτε ὅτι μέσα σ᾿ἕνα αὐτί ὑπάρχουν 8 ἐξάκις ἑκατομμύρια ἄτομα. Ἀστρονομικός ἀριθμός καί νά σκεφθοῦμε ὅτι ἕνα (1) ἑξάκις ἑκατομμύρια εἶναι τό νούμενο ἕνα (1) μέ 21 μηδενικά. Αὐτά τά ἄτομα γιά νά τά μετρήση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζήση 250.000 χρόνια, πού ὑπολογίζεται περισσότερο ἀπό ἕνα δισσεκατομμύριο δευτερόλεπτα. Ὁπότε, πέστε μου, τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δική του γνῶσι καί ἐπιστήμη σήμερα; 
Ὅταν λοιπόν, βλέπουμε τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, σέ μιά μικρογραφία (μινιατοῦρα) νά ἐργάζεται τόσα ἀνεκλάλητα καί ἀκατάληπτα πράγματα στόν ἀνθρώπινο νοῦ, ὅταν βλέπουμε ὅτι καί στόν μικρόκοσμο ὑπάρχει ἡ κίνησις τῶν στοιχείων, τά ὁποῖα εἶναι ἀόρατα μέ τό γυμνό μάτι τοῦ ἀνθρώπου, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἀπ᾿ Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτὀν τά πάντα ἐδημιουργήθηκαν.
-Ἀδελφοί, δέν ἠμπορεῖτε οὔτε μία φορά νά ἀνοιγοκλείσετε τά μάτια σας, χωρίς τόν Θεό!
-Ἀλλά γιατί, πάτερ;
-Ἡ ζωή μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, τόν χορηγό τῆς ζωῆς μας καί ἐάν πεθάνη κάποιος, ἔστω καί νά θέλη, μπορεῖ νά κρατήση τά μάτια του ἀνοικτά; Ὄχι βέβαια....
Βλέπω ὅτι πλησιάζουμε στόν σταθμό τῆς πόλεως Μπακέου καί πρέπει νά κατέβω.
-Πάτερ, ἐάν εἶναι δυνατόν μή κατεβαίνης. Αἰσθανόμεθα ἄσχημα νά ἀποχωρισθοῦμε.
Σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια ὅτι μερικοί μέ ἀσπάσθηκαν στά μάγουλά μου, ἐνῶ ἄλλοι μοῦ ἔδιναν κεράσια καί ἄλλοι καραμέλλες. Ἄλλοι μοῦ ἔδωσαν καί ὀνόματα γιά μνημόνευσι στήν ἐκκλησία.
-Πάτερ, θέλουμε νά σοῦ γράψουμε, ἀλλά νά μᾶς εἰπῆς τί ἐσπούδασες; Πρέπει νά εἶσαι διευθυντής ἤ ἕνας καθηγητής ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς.
-Ἐγώ θά σᾶς εἰπῶ, ἀλλά νά μέ πιστεύσετε! Εἶμαι ἕνας τσοπάνης καί φύλακας τῶν προβάτων ἑνός μοναστηριοῦ.
-Καί ποῦ πηγαίνεις τώρα;
-Πηγαίνω σέ μία σκήτη. Σᾶς εἶπα, ὅτι εἶμαι τσοπάνης, ἀλλά, ἐάν θέλετε νά συνομιλήσετε μ᾿ ἕνα ἡγούμενο ἑνός μοναστηριοῦ ἤ μ᾿ ἕνα ἐπίσκοπο, θά ἰδῆτε ὅτι τά ξέρουν καλλίτερα αὐτά ἀπό μένα.
-Ἀλλοίμονό μας, τζάμπα ζοῦμε! Εἴμεθα ἀνόητοι! Πόσα ἐμάθαμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν μοναχό!
Τούς εἶπα πολλά γιά τ᾿ ἀστέρια, γιά τήν κίνησι τοῦ πλανητικοῦ συστήματος. Τούς εἶπα γιά τούς ἀνέμους, πού ὑπάρχουν μέν, ἀλλά δέν φαίνονται, γιά τά ζώδια καί γιά τίς ἀποστάσεις τους ἀπό τόν ἥλιο καί γιά ἄλλα φαινόμενα ἀστρικά. Ἤθελα νά τούς εἰπῶ ἀπό τήν Ἑξαήμερο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιά τήν ζωή τῶν μεγάλων ψαριῶν, γιά τήν ζωή τῶν ἀνθέων, γιά τήν κίνησι τῶν οὐρανίων ἀστέρων, ἀλλά ἐχωρίσαμε μέ πολύ πόνο στήν καρδιά.
-Κύριοι, μέ προκαλέσατε σ᾿ αὐτή τήν συζήτησι, γιά τήν ὁποίαν δέν εἶχα ἑτοιμασθῆ καθόλου νά μιλήσω. Συγχωρέστε με καί πηγαίνετε μέ ὑγεία. Εὔχομαι νά γίνετε στρατηγοί. Κι ἐγώ πηγαίνω στήν δουλειά μου!
Ἀλλάξαμε ἐμεῖς τραῖνο. Μόνο ὁ ἀνθυπασπιστής ἦλθε μέ τήν γυναῖκα του μαζί μου, διότι καταγόταν ἀπό τήν κοινότητα Ποντολένι. Ἐκάθισαν δίπλα μου.
Μοῦ εἶπε ἐκεῖνος: «Πάτερ, ἀπό τότε πού γεννήθηκα δέν εἶχα ἀκούσει, ὅσα μᾶς εἴπατε σήμερα στό τραῖνο. Νά γνωρίζης ὅτι ἔμεινε κάτι στήν καρδιά ὅλων μας. Αὐτοί ὅπου καί νά πηγαίνουν, θά διηγοῦνται ὅτι συνωμίλησαν μ᾿ ἕνα μοναχό, τσοπάνη. Ἐμίλησες στήν καρδιά μας γιά τόν Θεό μέ κάθε ἐπιχείρημα. Θά μείνη γιά πάντα στό νοῦ μου αὐτός ὁ διάλογος, ὅσο θά ζῶ.

Κλεόπα Ἡλιέ

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010