Ἀλίμονο ἄν ζῶ χωρίς καρδιά.
Ἀλίμονο ἄν θρησκεύω χωρίς καρδιά.
Ἀλίμονο ἄν τηρῶ τὶς ἐντολές χωρίς καρδιά.
Ἄν μοιράζω τὰ πλούτη μου χωρίς καρδιά.
Ἄν συγχωρῶ χωρίς καρδιά.
Ἄν δίνω καὶ ἄν δίνομαι χωρίς καρδιά.
Ἀλίμονο ἄν ἐλεῶ χωρίς καρδιά.
Ἀλίμονο ἄν μετανοῶ χωρίς καρδιά.
Ἀλίμονο ἄν στέκομαι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ χωρίς καρδιά.
Θὰ μοῦ πεῖτε: εἶναι δυνατόν; γίνεται;
Καὶ θὰ σᾶς πῶ ἀπό πεῖρα: Γίνεται.
Μοῦ ἔχει συμβεῖ γιὰ μεγάλες περιόδους,
νὰ εἶμαι με τόν Χριστό, νά ἔχω ὅ, τι εἶναι δικό Του,
ἀλλά νά μήν ἔχω Ἐκεῖνον.
Μοῦ ἔχει συμβεῖ γιὰ μεγάλες περιόδους,
ἀλλοῦ νά εἶναι ὁ Χριστός κι ἀλλοῦ ὁ θησαυρός μου.
Ὁ Χριστός νά μέ καλεῖ, νά μέ ξανακαλεῖ κι ἐγώ ν’ ἀπουσιάζω.
Μοῦ ἔχει συμβεῖ.
Κι ὅταν μετά ἀπό καιρό μέτρησα τίς ἀναπάντητες κλήσεις Του,
Ἄν δέν βάλω καρδιά, δέν θά πάρω Χριστό.
Ὅπως δέν θά πάρω ἥλιο, ἄν δέν ἀνοίξω τά κλειστά μου παράθυρα.
Μέ τήν καρδιά ζοῦμε.
Μέ τήν καρδιά ἀκοῦμε.
Μέ τήν καρδιά βλέπουμε.
Μέ τήν καρδιά παραβλέπουμε.
Ἡ καρδιά μοῦ κάνει εὔκολες τίς ἐντολές, καί ἡ ἀπουσία της μοῦ τίς καθιστᾶ ἀδύνατες.
Ἡ καρδιά μοῦ κάνει δυνατή τὴν κοινωνία μου μὲ τὸν Χριστό κι ἡ ἀπουσία της τήν δυσχεραίνει.
Γι’ αὐτό ἕνα καρδιακό « Κύριε ἐλέησον »
ἔλεγε ὁ γέροντας Παϊσιος, μπορεῖ νά ἰσοδυναμεῖ μέ ἀγρυπνία.
Γιατί ἔχει μέσα τήν ψυχή μου ὅλη.
Γιατί ἔχει μέσα τὴν φωνή μου ὅλη.
Ἀλλιῶς, νά φωνάξω πῶς;
Δὲν μπορῶ νὰ φωνάξω δυνατά, ἄν δὲν βάλω καρδιά.
Δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω μακριά, ἄν δὲν βάλω καρδιά.
Ὁ γηραιός πατέρας του ἀσώτου τὸν εἶδε ἀπό μακριά νὰ ἔρχεται, γιατί μὲ τὴν καρδιά ἔβλεπε.
Από κεῖ ἀντλοῦσε τὴν ὅραση.
Τὰ ποσά εἶναι εὐθέως ἀνάλογα:
Ἡ ὅρασή μου, ἡ ἄκοή μου, οἱ δυνάμεις μου αὐξομειώνονται ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπη.
Γι’ αὐτό ἔχω ἀπουσία Χριστοῦ.
Γι αὐτό ἔχω ἀορασία Χριστοῦ.
Γι αὐτό ἔχω ὀρφάνια Χριστοῦ.
Γιατί δὲν ἔχω ἀγάπη.
Γι αὐτό δὲν ἔχω πεῖρα τῆς εὐσπλαχνίας Του.
Γιατί ἡ καρδιά μου εἶναι ἀνενεργή.
Οὔτε παίρνει οὔτε στέλνει μηνύματα.
της Μαρίας Μουρζά
Ευχαριστίες στην Βιβή Κ.