.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

TO MYΣΤΙΚΟ ΕΛΑΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΣΕ Η ΕΛΛΑΣ! ΣΗΜΕΡΑ TI AΠ” AYTA MAΣ EXEI MEINEI;

TO MYΣΤΙΚΟ ΕΛΑΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΣΕ Η ΕΛΛΑΣ!
ΣΗΜΕΡΑ ΟΔΗΓΟΥΜΕΘΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ, 
ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΗΚΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ. 
ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ ΑΘΕΟΙ ΚΑΙ ΜΑΣΟΝΟΙ. 
ΑΥΤΟΥΣ ΕΚΛΕΓΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΠΡΟΚΟΠΗ!!!


«….Τὸ μυστικὸν ἐλατήριον, ποὺ μεγαλουργοῦσαν οι Ἕλληνες ἧτο ἡ πίστις, ἡ βαθεῖα πίστις, τὴν ὁποίαν ἐπὶ αἰῶνες καλλιεργοῦσαι εἰς τὶς καρδιές τῶν ὑποδούλων ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὕτη ὡς πνευματικὴ μήτηρ περιέθαλπεν εἰς τοὺς κόλπους της, ἐπαρηγόρει τὰ τέκνα της καὶ ἐνεστάλαζε τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ τιμωρήση τοὺς βαρβάρους κατακτητὰς καὶ θὰ ἐλευθερώση τὸ ἔθνος. Ἄσβεστον διετήρει τὸν πόθον τῆς ἐλευθερίας…
Οἱ Ἕλληνες ἐπίστευαν, ὅτι ἡ δικαιοσύνη θὰ νικήση τὴν ἀδικίαν, ἡ ἀλήθεια τὸ ψεῦδος, ἡ ἐλευθερία τὴν δουλείαν, τὸ φῶς τὸ σκότος, ὁ Σταυρὸς τὴν ἡμισέληνον.
Καὶ ἡ πίστις αὕτη ἐξέλαμψε κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως.Ἄπειρα εἶνε τὰ δείγματα τῆς πίστεως τῶν ἀγωνιστῶν. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τὴν 24ην Φεβρουαρίου 1821 διαβὰς τὸν Προῦθον ὑψώνει τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως καὶ εἰς τὴν προκήρυξίν του λέγει˙ «Ἡ Ἑλλὰς ἔπιασε τὰ ὅπλα διὰ νʼ ἀποτινάξη τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν βαρβάρων καὶ ἐνατενίζουσα εἰς τὸ μόνον νικητήριον ὅπλον τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν Τίμιον καὶ Ζωοποιὸν Σταυρόν, κράζει μεγαλοφώνως: Ἐν τούτω τῶ σημείω νικῶμεν! Ζήτω ἡ Ἐλευθερία!». Τὸ πολεμικὸν ἆσμα τῶν ἀγωνιστῶν ἧτο:

«Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστι τὴν ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερία
γιʼ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ, κιʼ ἄν δὲν τʼ ἀποκτήσω τὶ μʼ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;».

Διαβάσατε τὴν προκήρυξίν των; Ἀκούσατε τὸ πολεμικόν των ἆσμα; Ἴδετε τώρα καὶ τὰς σημαίας των. Οἱ Χειμαρριῶται εἶχον σημαίαν ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχον ἐζωγραφισμένους τοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ μὲ τὰς πυρίνους ρομφαίας. Οἱ ἀρματωλοὶ καὶ κλέφται εἶχον σημαίαν ἐπὶ τῆς μιᾶς πλευρᾶς τῆς ὁποίας ἐζωγραφίζετο ὁ Σταυρός, ἐπὶ δὲ τῆς ἄλλης ἡ Ἀρχιστράτηγος, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ὁ Λάμπρος Κατσώνης εἶχε σημαίαν μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Ἐλένης. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης λευκὴν σημαίαν μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ Παπαφλέσας ἥνωσε λωρίδας ράσου καὶ φουστανέλλας καὶ ἔκαμε τὴν σημαίαν τῶν στρατευμάτων του. Ὁ Πλαπούτας ἔγραψεν εἰς τὴν σημαίαν τὰ γράμματα Ι. Χ. Ν. (Ἰησοῦς Χριστὸς ΝΙΚΑ). 
Καὶ ὁ Ἀθανάσιος Διᾶκος κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν τὸ σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ.

Τέτοια ἧτο ἡ πίστις τῶν ἀγωνιστῶν. Ναὶ διʼ αὐτῆς ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμω παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων. Διʼ αὐτῆς ἐγείρονται τρόπαια, διʼ αὐτῆς ἐχθροὶ καταπίπτουσιν.

Ἕν ἀκόμη χαρακτηριστικὸν γεγονός, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν θερμότητα τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος, θʼ ἀναφέρωμεν. – Ἧτο ἡ πρώτη ἐπέτειος τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς, τῆς 25ης Μαρτίου, ποὺ ἐτελέσθη τῶ 1838 εἰς τὴν νέαν πρωτεύουσαν τοῦ μικροῦ βασιλείου, τὰς Ἀθήνας. Μικρὰ τότε ἡ νέα πόλις. Μητροπολιτικὸς Ναὸς ἧτο ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Εἰς αὐτὸν τὸν Ναὸν ἐγένετο ἡ δοξολογία, κατὰ τὴν ὁποίαν μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς οἱ ἐπιζῶντες ἥρωες, αἱ χῆραι καὶ τὰ ὀρφανὰ τοῦ ἐπικοῦ ἀγῶνος καὶ τὸ λοιπὸν ἐκκλησίασμα μετὰ τῶν ἐπισήμων ηὐχαρίστουν τὸν Κύριον διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἔθνους. Κατόπιν ὁ λαὸς ἐξεχύθη εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ ἔψαλλε πατριωτικὰ ἄσματα καὶ ἔχόρευεν Ἑλληνικοὺς χορούς. Εἰς ἕνα τοιοῦτον πατριωτικὸν χορὸν μία σεβαστή, ἡλικιωμένη γυναῖκα, προσῆλθε καὶ ἐφώναξε πρὸς τοὺς νέους˙ «Παιδιά μου! Σταματήσατε, εἰς ἐμὲ ἀνήκει νʼ ἀρχίσω τὸν χορόν, διότι εἰς αὐτὴν τὴν γῆν, ὅπου πατεῖτε τώρα ἐλεύθεροι, ἔδωκα θύματα τοῦ ἀγῶνος τοὺς δύο ἀνδρείους ἀδελφούς μου καὶ τὸν μονάκριβόν μου υἱόν…». Καὶ ἡ γραῖα ἤρχισε νὰ τραγουδῆ γλυκύτατον ἆσμα ἐλευθερίας, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔψαλλον εἰς τὰ ὑψηλὰ βουνὰ οἱ ἀτρόμητοι ἥρωες τῆς Ἐλευθερίας. Οὐδεὶς ὀφθαλμὸς ἔμεινεν ἀδάκρυτος…

Ἀλλὰ τὸ συγκινητικώτατον καὶ καταπληκτικώτατον θέαμα ἐπεφύλαξε διὰ τοὺς κατοίκους τῆς νέας πρωτευούσης ἡ νὺξ τῆς πρώτης ἐπετείου τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς. Ἥρωες ὀνομαστοί, οἱ ὁποῖοι εἶχον λάβει μέρος εἰς τὰς πολυνέκρους μάχας, ἀνῆλθον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Λυκαβητοῦ, ἤναψαν δᾶδας καὶ διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῶν ἐσχημάτισαν ἕνα πελώριον Σταυρόν, ὅστις ὑπενθύμιζε τὸ «Ἐν τούτω νίκα». Ὁ Σταυρὸς αὐτὸς ἐφαίνετο ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ὅλοι ἐπὶ τῆ ὄψει τοῦ σημείου «Ἐν τούτω νίκα» ἐγονυπέτησαν καὶ προσηύχοντο εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριον διὰ τὴν ἐλευθερίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησαν ὡς καρπὸν τῶν ἀγώνων των, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας βοηθείας καὶ εὐλογίας. (Ἴδε Ε. Κυριακίδου, Σύγχρονος Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθῆναι 1892 Τόμος Α΄, σελ. 340).

Ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται! Τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα εἶνε ἐλάχιστα δείγματα τῆς πίστεως τῶν ἀειμνήστων ἐκείνων ἀνδρῶν, μιᾶς πίστεως, ἡ ὁποία κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Κυρίου, θερμὴ ὡς «κόκκος σινάπεως», ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μετακινῆ ὄρη ἐμποδίων, νὰ θαυματουργῆ καὶ νὰ προκαλῆ τὸν παγκόσμιον θαυμασμόν. Ἔκτοτε διέρρευσαν 130 καὶ πλέον ἔτη. Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ἡ πίστις, ὄχι οἱαδήποτε πίστις, ἀλλʼ ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, ἡ ὁποία ὡς ἥλιος ἐθέρμαινε καὶ ἐζωογόνει τὰ τέκνα ἐκεῖνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστις αὐτὴ διατηρεῖται σήμερον ἐν τῆ Ἐλευθέρα Πατρίδα εἰς τὴν ζέσιν καὶ τὴν θερμότητα ἐκείνην ποὺ εἶχε κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἐκείνην ἐποχήν, ὡς καὶ κατὰ τὴν πρὸ αὐτῆς ἐποχήν, τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας; Ἐπιπόλαιοί τινες κριταὶ τῆς παρʼ ἡμῖν θρησκευτικῆς ζωῆς ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ πίστις κατὰ τὰς ἡμέρας μας ἀκμάζει καὶ ἀποδείξεις, λέγουν, μύριαι τὰ θρησκευτικὰ περιοδικά, τὰ βιβλία, αἱ χιλιάδες νέων καὶ νεανίδων, ποὺ συγκλονίζονται κυριολεκτικῶς ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη… 
Ἡμεῖς, χωρὶς νὰ εἴμεθα ἀπαισιόδοξοι, διαφωνοῦμεν πρὸς τὴν κρίσιν αὐτὴν καὶ λέγομεν, ὅτι τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα σήμερον ἐν ἔτει 1958 διέρχεται εἰς τὴν Πατρίδα μας κρίσιν ἄνευ προηγουμένου. Τὰ αἴτια; Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος ἡ λεπτομερὴς ἔρευνα τοῦ προβλήματος τούτου. Ἕν μόνον τονίζομεν, ὅτι ἡ πίστις τῶν μὲν λεγομένων θρησκευτικῶν ἀτόμων εἶνε χλιαρὰ ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε, τῶν δὲ ὑπολοίπων αἱ συνειδήσεις κυμαίνονται μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Θρησκευτικὴ κοινωνία μὲ ὅλον τὸ βάθος τῆς ἐννοίας ἐν Ἑλλάδι δὲν ὑπάρχει. Αἰσχροὶ βλάσφημοι τῶν θείων, στελέχη μασονικῶν στοῶν, κράχται ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, ἀλειτούργητοι ἐκλέγονται ὡς βουλευταὶ μὲ τὰς ψήφους τῶν Ὀρθοδόξων διὰ νὰ πλήξουν μὲ τὸ ἐγχειρίδιον τῆς ἐξουσίας τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ποῦ σήμερον τὸ ἀγωνιστικὸν πνεῦμα τῶν Ὀρθοδόξων τῶν παλαιοτέρων χρόνων, ποὺ ἔκαμνον καὶ κυβερνήτας ἀδιαφόρους νὰ σκέπτωνται σοβαρῶς ἐπὶ τῶν προβλημάτων τῆς πίστεως; Ἡ χλιαρότης, ἡ ἀδιαφορία τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τοῦ λαοῦ μας εἶνε τόσον μεγάλη, ὥστε ἐὰν δὲν ληφθοῦν γενναῖα καὶ ριζοσπαστικὰ μέτρα διὰ τὴν ἀναζωπύρωσιν τῆς ἱερᾶς φλογός, τὸ ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν θὰ γίνη ὄνομα κενόν, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ καταντήσουν ἄνθη ἄοσμα καὶ ἄχρωμα ποὺ δὲν θὰ εἰμπορῆ ἕνας ξένος ἐπισκέπτης νὰ διακρίνη ἐὰν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνήκουν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, μίαν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἐπὶ Τουρκοκρατίας συνεκρότει γνησίαν θρησκευτικὴν κοινωνίαν, ἀληθὲς βασίλειον ἱεράτευμα, καὶ μὲ τὸ ἄδολον γάλα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐγαλούχησε καὶ ἐξέτρεψε γενεὰς γενεῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων.

Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες! Ἑορτάζοντες καὶ πανηγυρίζοντες τὴν ἐπέτειον τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν ἑορτῆς ἕν εἶνε τὸ ἄριστον μνημόσυνον, ὅπερ ἔχομεν νὰ πράξωμεν: 
Νὰ ἐπανέλθωμεν τὸ συντομώτερον εἰς τὴν πίστιν τῶν Πατέρων μας καὶ νὰ ζήσωμεν αὐτὴν μὲ συνέπειαν εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς καὶ ἐθνικῆς μας ζωῆς.

Απόσπασμα από την «Χριστιανική Σπίθα», του Μητροπολίτου 
Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου. Εκδόθηκε το 1958