Ἡ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, γιατί κατ’ αὐτό ἀνατράπηκε κυριολεκτικά ἡ τάξη τῆς φύσεως μέ τό να γίνει ὁ ἄπειρος καί αἰώνιος Θεός ἄνθρωπος μέ σκοπό νά σωθεῖ ὁ πεπτωκός στήν ἁμαρτία καί τή φθορά ἄνθρωπος καί νά γίνει κατά χάριν Θεός. Ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. α΄ 14) ὑπάρχει πλέον ὡς ἀσφαλής γέφυρα σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὁποία ἄγει τούς πιστούς στήν αἰώνια ζωή.
Τό μεγάλο καί ὑπέρλογο αὐτό γεγονός περιγράφεται στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τούς ἱερούς Εὐαγγελιστές Ματθαῖο καί Λουκᾶ. Ὁ ἕνας συγγραφέας συμπληρώνει τή διήγηση τοῦ ἄλλου, ἔτσι ὥστε νά ἔχουμε μία λεπτομερή ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος. Ὁ πρῶτος Εὐαγγελιστής, ὁ Ματθαῖος, γράφοντας, ὅπως εἶναι γνωστό, τό Εὐαγγέλιό του πρός τούς Ἑβραίους παραθέτει πλῆθος προφητειῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Λυτρωτῆ. Πράγματι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπό προφητεῖες, καταπληκτικῆς καθαρότητας καί σαφήνειας γιά τό Μεσσία Χριστό. Ὁλόκληρο ἄλλωστε τό ἱερό αὐτό Βιβλίο ἔχει ὡς στόχο νά ἀναγγείλει καί νά προετοιμάσει τό ἀνθρώπινο γένος γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς της φωτισθέντες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα (Ἑβρ. α΄ 1-2) διεῖδαν καί προφήτευσαν μέ φανταστική ἀκρίβεια, πρίν ἀπό ἑκατοντάδες ἤ καί χιλιάδες χρόνια, τά σωτηριώδη ἐσχατολογικά γεγονότα, καί ἰδιαίτερα αὐτά πού σχετίζονται μέ τό θεῖο Πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτελοῦν πραγματικά τό μόνιμο θαῦμα ὅλῶν τῶν ἐποχῶν, διότι ἔχουν ἐπαληθευτεῖ ὅλες μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
Ἡ προσμονή ὅμως κάποιου διακεκριμένου μελλοντικοῦ λυτρωτῆ δέν ἦταν προνόμιο μόνον τῶν Ἑβραίων, αὐτοί ἁπλά εἶχαν πιό ξεκάθαρες περιγραφές γι’ Αὐτόν, λόγω τῆς ἀποκεκαλυμένης ἀλήθειας μέσω τῶν Προφητῶν. Ὅλοι σχεδόν οἱ λαοί περίμεναν ἕναν θεϊκό σωτήρα, ὁ ὁποῖος θά τούς ἐλευθέρωνε ἀπό τό κακό καί τήν ἀνθρώπινη δυστυχία (βλ. Λάμπρου Σκόντζου, Ἡ Προσμονή τῶν Ἐθνῶν τῆς ἐν Χριστῷ Ἀπολυτρώσεως, στήν Ἐφημ. «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια», 16-12-1989). Πιθανότατα ὡς μακρυνή ἀνάμνηση τῆς μεγάλης ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ στούς πεπτωκότες πρωτοπλάστους, τό «Πρωτοευαγγέλιο» (Γέν. γ΄ 15).
Πρώτη λοιπόν προφητική πρόρρηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τόν Χριστό εἶναι αὐτή πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ ἀμέσως μετά τήν μοιραία πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους, τῆς ἐθελουσίας ἐνέγειας τοῦ ἀνθρώπου νά ἀποστατήσει ἀπό τό Δημιουργό του καί νά γίνει φορέας τοῦ κακοῦ, καί πού περιγράφεται στό τρίτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως παραστατικότατα. Ἀπευθυνόμενος ὁ Θεός πρός τόν ἀρχέκακο ὄφι στόν ὁποῖο ἐκρύπτετο ὁ διάβολος τοῦ εἶπε: «Καί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀναμέσον τῆς γυναικός, καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς. Καί αὐτός σοῦ τηρήσει κεφαλήν καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν. γ΄ 15). Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἀναλαμπή τῆς ἐλπίδος γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ταυτόχρονα ἄρχισε ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου καί τῆς δύναμης τοῦ κακοῦ. Σύμφωνα μ’ αὐτή ὁ μελλοντικός Γιός τῆς Γυναίκας ἔμελλε νά συντρίψει τό κακό καί τόν ἐφευρέτη καί ἐνσαρκωτή του διάβολο. Ἡ μητέρα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου καί μυστηριώδους λυτρωτοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία «ἀσπόρως», «ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α΄ 18), χωρίς τή φυσική μεσολάβηση ἄρρενος, «ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. α΄ 25), «ὅς ἐστί Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ» (Λουκ. β΄11). Ἡ νίκη Του ἐπί τοῦ διαβόλου ὑπῆρξε καίρια ἐπάνω στό φρικτό Γολγοθᾶ, ὁ Ὁποῖος διά τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ του Πάθους, τοῦ θανάτου, τῆς εἰς Ἅδου καθόδου Του καί διά τῆς θριαμβευτικῆς του Ἀναστάσεως νίκησε κατά κράτος τό διάβολο καί κατήργησε γιά τούς πιστούς του τό μεγαλύτερό του ὅπλο τό θάνατο. Αὐτή ἡ καταπληκτική προφητεία κατέστη ἡ ἀρχή τῆς ὑλοποίησης τοῦ προαιωνίου σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖο προέβλεπε τήν κλήση τοῦ «περιουσίου» λαοῦ, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ, τήν ἐκλογή ἀπό αὐτόν ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ὡς ὀργάνων Του καί διά μέσω αὐτοῦ τοῦ λαοῦ νά προετοιμαστοῦν τά ἔθνη νά ὑποδεχτοῦν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Οἱ πρῶτες μεγάλες προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες κατεστάθησαν ὄργανα τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξαν οἱ πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ. Αὐτοί εἶναι οἱ γενάρχες τοῦ «περιουσίου» λαοῦ, καί ἔλαβαν τήν διαβεβαίωση ἀπό τό Θεό ὅτι μέσω αὐτῶν «ἐνευλογηθήσονται» «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γέν. ιβ΄1-3, κστ΄4, κη΄14), διότι ὁ μελλοντικός λυτρωτής τοῦ κόσμου θά εἶναι κάποιος μακρινός τους ἀπόγονος. Ὁ ἐθνικός Βαλαάμ προφήτευσε πώς «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναβήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ˙ θραύσει τούς ἀρχηγούς Μωάβ καί προνομεύσει πάντας υἱούς Σήθ» (Ἀριθμ. κδ΄17-18). Ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Ἰακώβ εὐλογώντας τά παιδιά του στήν ἐπιθανάτια κλίνη, προφήτευσε, εὐλογώντας τόν υἱό του Ἰούδα, ὅτι ὁ μεγάλος λυτρωτής θά προέλθει ἀπό τή γενιά του. «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἄν ἔλθῃ ὧ ἀπόκειται (ὁ Σηλώ = ὁ εἰρηνοποιός Μεσσίας) καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γέν. μθ΄ 8-10). Πράγματι τόσο ὁ Ματθαῖος ὅσο καί ὁ Λουκᾶς μέ τήν παράθεση τῶν γενεαλογιῶν τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. α΄, κεφ. Λουκ. γ΄ 21-36) ἐπιβεβαιώνουν αὐτή τή σημαντική προφητεία, ὁ Χριστός κατήγετο ἀπό τό γένος τοῦ Ἰούδα.
Ὁ Κύριος ὅμως ἦλκε τήν καταγωγή του καί ἀπό μία ἄλλη ἔνδοξη προσωπικότητα, τόν μεγάλο βασιλέα Δαυΐδ. Ὁ προφήτης Νάθαν ἀπευθυνόμενος πρός τόν Δαυΐδ προφήτευσε πώς «ἀναστήσω τό σπέρμα σου μετά σέ, ὅς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καί ἐτοιμάσω τήν βασιλείαν αὐτοῦ˙ αὐτός οἰκοδομήσει μοι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καί ἀνορθώσω τόν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Βασ. ζ΄ 12). Ὁ ἴδιος ὁ προφητάναξ Δαυΐδ ὁμιλώντας ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, προφήτευσε «διαθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυΐδ τῷ δούλῳ μου ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τό σπέρμα σου καί οἰκοδομήσω εἰς γενεάν τόν θρόνον σου» (Ψαλμ. πθ΄5). Ἐπίσης ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἀργότερα προφήτευσε πώς «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται λέγει Κύριος, καί ἀναστήσω τῷ Δαυΐδ ἀνατολήν δικαίαν, καί βασιλεύσει βασιλεύς καί στήσει καί ποιήσει κρίμα καί δικαιοσύνην ἐπί τῆς γῆς» (Ἱερ. κγ΄5). Πράγματι ὁ Χριστός ἀνῆκε στόν «οἶκο καί τῆς πατριᾶς Δαυΐδ» (Λουκ. β΄4), κι αὐτό ἦταν πασίγνωστο, διότι ακόμα καί ὁ θεραπευθείς τυφλός ἀπό τόν Κύριο τόν ἀπεκάλεσε «υἱό Δαυΐδ» (Λουκ. ιη΄36) καθώς καί οἱ ὄχλοι τόν προσφωνοῦσαν «Κύριος Υἱός Δαυΐδ» (Ματθ. η΄ 31). Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία ὑποχρεώθηκαν ἀπό τίς ρωμαϊκές ἀρχές νά μεταβοῦν «εἰς τήν ἰδίαν πόλιν...εἰς τήν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ...ἀπογράψασθαι» (Λουκ. β΄ 3-5).
Ὁ μεγάλος προφήτης Δανιήλ προφήτευσε περί το 550 π.Χ. καί καθόρισε ἐπακριβῶς τό χρόνο τῆς γεννήσεως τοῦ Μεσσία «καί γνώσῃ καί συνήσεις ἀπό ἐξόδου λόγον τοῦ ἀποκριθῆναι καί τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλήμ ἕως Χριστοῦ ἑβδομάδες ἑπτά καί ἑβδομάδες ἑξήκοντα δύο» (Δαν. θ΄ 25). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ κατάλληλο ὑπολογισμό μέ βάση τήν προφητεία τοῦ Δανιήλ ἔφτασαν στό ἔτος 4 π.Χ. πού θεωρεῖται τό πραγματικό ἔτος τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου.
Αὐτός πού προεῖδε ξεκάθαρα τόν Μεσσία παντός ἄλλου εἶναι ὁ προφήτης Ἠσαΐας (περ. 750 π.Χ.). Ὁ θεηγόρος αὐτός προφήτης περιέγραψε μέ καταπληκτικές λεπτομέρεις τή φύση, τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Μεσσία. Προεῖπε τήν ὑπερφυσική γέννησή του ἀπό τήν Παρθένο χωρίς τή μεσολάβηση ἀνδρός, «Δώσει λέγει Κύριος αὐτός σημεῖον˙ ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ. ζ΄14). Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος καταχώρησε αὐτούσια τήν προφητεία αὐτή στή διήγησή του γιά τή γέννηση τοῦ Σωτῆρα, ὡς ἐκπλήρωση τοῦ ρηθέντος «ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου» (Ματθ. α΄ 22) καί στή συνέχεια ἀναλύει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ «ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (στ. 23). Καί συνεχίζει ὁ μεγάλος προφήτης περιγράφοντας τή θεία φύση τοῦ Μεσσία, «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν˙ οὗ ἡ ἀρχή ἐγεννήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. θ΄ 6) καί «Μεγάλη ἡ ἀρχή αὐτοῦ καί τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι ὅριον. Ἐπί τόν θρόνον Δαυίδ καί τήν βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν καί ἀντιλαβέσθαι αὐτῆς κρίματι καί ἐν δικαιοσύνη ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα» (Ἠσ. θ΄ 7). Εἶναι τόσο σαφής ὁ προφήτης πού δέ χρειάζεται κανένα σχόλιο, ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ σαρκωμένος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. α΄ 14). Ἡ γέννηση τοῦ Λυτρωτή – Μεσσία κατά τόν Ἠσαΐα θά γίνει ἀθόρυβα, χωρίς διαγγελεῖς καί τυμπανοκρουσίες, ὅπως ταιριάζει σέ ἕνα τόσο σημαντικό πρόσωπο, ὅπως τό φύτρωμα ἑνός φυτοῦ, «ἐξελεύσεται (ὡς) ράβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί καί ὡς ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (Ἠσ. ια΄ 1) κάτι ἀνάλογο μέ τήν προφητεία τοῦ Ψαλμωδοῦ, περί τοῦ ἀθορύβου ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, «ὡς ὑετός ἐπί πόκον καί ὡσεί σταγών ἡ στάζουσα ἐπί τῆς γῆν» (Ψαλμ. οα΄6).
Ὁ προφήτης Μιχαίας (περ. 730 π.Χ.) προφήτευσε τόν τόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Μεσσία Χριστοῦ. «Καί σύ Βηθλεέμ, οἶκος Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα˙ ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καί αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε’ 1). Ὁ Ματθαῖος ὁμιλεῖ γιά τήν ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας, παραθέτοντάς την ἐλαφρῶς παραφρασμένη (Ματθ. β’ 6).
Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων τῆς Ἀνατολῆς προφητεύτηκε ἀπό τόν Ἠσαΐα ἐπακριβῶς καί μάλιστα ἀντλοῦμε πληρέστερες πληροφορίες γι’ αὐτούς (π.χ. γιά τήν καταγωγή τους) γιά τίς ὁποῖες σιωποῦν τά Εὐαγγέλια. «Βασιλεῖς θαρσεῖ καί νῆσοι δῶρα προσοίσουσι, βασιλεῖς Ἀράβων καί Σαβᾶ δῶρα προσάξουσι. Καί προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς. Καί δοθήσεται αὐτῷ ἐκ τοῦ χρυσίου τῆς Ἀραβίας» καί «πάντες ἐκ Σοβᾶ ἤξουσι φέροντες χρυσίον καί λίβανον οἴσουσι καί λίθον τίμιον καί τό σωτήριον Κυρίου εὐαγγελιοῦνται» (Ἠσ. ξ΄ 6). Ὁ Ματθαῖος ἐπαληθεύει τό γεγονός πώς «Ἰδού μάγοι ἀπό ἀνατολῶν παρεγένοντο...καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ, πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καί ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (Ματθ. β’ 1-11).
Ὁ προφήτης Ἱερεμίας (περ. 620 π.Χ.) προφήτευσε τή φοβερή σφαγή τῶν ἀθώων νηπίων ἀπό τό θηριώδη βασιλιά Ἡρώδη, τονίζοντας τόν τρομερό θρῆνο καί κοπτετό πού ἐπακολούθησε κατόπιν, «Φωνή ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη θρήνου καί κλαυθμοῦ καί ὀδυρμοῦ Ραχήλ ἀποκλαιομένη οὐκ ἤθελε παύσασθαι ἐπί τοῖς υἱοῖς αὐτῆς ὅτι οὐκ εἰσίν» (Ἱερ. λη’15). Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος διέσωσε τό τραγικό αὐτό γεγονός, παραθέτει τήν καταπληκτική αὐτή προφητεία (Ματθ. β’ 16-18). Ἐπίσης ὁ προφήτης Ὠσηέ (περ. 750 π.Χ.) προφήτευσε τή φυγή τῆς ἁγίας οἰκογενείας στήν Αἴγυπτο, ὕστερα ἀπό τήν προειδοποίηση τοῦ Ἀγγέλου, γιά νά μή κατασφαχθεῖ τό θεῖο Βρέφος, λέγοντας «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τόν υἱόν μου» (Ὠσ. ια’ 1), τήν ὁποία προφητεία ἐπαναλαμβάνει καί ὁ Ματθαῖος «ἵνα πληρωθῇ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος» (Ματθ. β’ 15).
Αὐτές εἶναι οἱ βασικές προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τή γέννηση τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, ἀλλά δέν εἶναι οἱ μόνες γι’ Αὐτόν. Ὁλόκληρο τό ἱερό αὐτό βιβλίο εἶναι ἕνα προοίμιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τά γεγονότα τά ὁποῖα ἔλαβαν χώρα, σχετίζονται μέ τήν ἱερή ἱστορία τῆς σωτηρίας καί τῆς πραγματώσεως τοῦ θείου σχεδίου, καί ἐκτίθενται σ’ αὐτό ἀπό τούς θεόπνευστους συγγραφεῖς, ὁδήγησαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία στό μεγαλύτερό της συμβεβηκός, στήν Ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ προσανατολισμός τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς πρός τό κορυφαῖο αὐτό γεγονός, εἶναι ἄξιος θαυμασμοῦ ἀπό κάθε σοβαρό μελετητή, διότι ἐνῶ στήν οὐσία ὑλοποιήθηκε τό περί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου σχέδιο τοῦ Θεοῦ, σέ καμία περίπτωση δέν παραβιάστηκε ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία.
Τό θεῖο Πρόσωπο τοῦ Μεσσία – Λυτρωτή ὑπῆρξε γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο καί ἰδιαίτερα γιά τόν Ἰσραηλιτικό λαό ἡ ἰσχυρότερη «προσδοκία» (Γέν. μθ’ 10) ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ εὐλογημένη γέννησή Του χώρησε στήν ἀνθρώπινη ἱστορία στά δύο, στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή τῆς πτώσεως, ἀλλά καί τῆς προετοιμασίας τοῦ κόσμου γιά τή σωτηρία, καί στήν μετά Χριστόν ἐποχή τῆς χάριτος, τῆς εὐλογίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ.
Τοῦ Θεολόγου – Καθηγητῆ κ. Λάμπρου Σκόντζου
Πηγή: Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού.