.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

H ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. 3,6)
«ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»! Ποιά θὰ εἶνε ἡ ὀργή; Ἐμένα ρω­τᾶτε; καμμιὰ ἀσθένεια ἢ ἐπιδημία; καμμιὰ πεῖνα; κανένας σεισμός; ἢ μήπως καμμιὰ πυρηνικὴ φωτιὰ ποὺ θὰ κάνῃ νὰ λαμπαδιάσῃ ὁ τόπος ὅλος, τὴν ὥρα ποὺ τὰ δίποδα κτήνη ὀργιάζουν καὶ βλαστημοῦν;

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλή­σω ἁπλᾶ. Θὰ ἑρμηνεύσω πρακτικὰ ἕ­να ῥητὸ τοῦ σημερινοῦ ἀποστόλου, αὐτὸ ποὺ ἀ­κούσατε. Ὁ ἀπόστολος σήμερα ἦταν μία περι­κοπὴ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου πρὸς Κολασσαεῖς.
Γράφει ὁ ἀπόστολος. Ἀπὸ ποῦ γράφει; Εἶ­νε μέσα στὴ φυλακὴ τῆς Ῥώμης καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στέλνει ἐπιστολές. Μία ἐπιστολή του λοιπὸν ἀ­πευθύ­νεται στοὺς κατοίκους μιᾶς πόλεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἡ ὁποία ὀ­νομαζόταν Κολασσαὶ ἢ Κολοσσαὶ καὶ ἦταν χτισμένη στὶς ὄχθες τοῦ Μαιάνδρου ποταμοῦ. Ἐκεῖ μέχρι τὸ 1922 ἀν­θοῦ­σε ἑλληνι­κὸς πολιτισμὸς καὶ χτυποῦ­σαν σήμαντρα χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν. Τώρα οὔ­τε μία ἐκκλησία, οὔτε ἕνα σήμαντρο, οὔτε ἕ­νας παπᾶς! Στὰ ἅγια αὐτὰ μέρη δὲν θὰ ξαναχτυπήσουν ἆραγε σήμαντρα, δὲν θ᾽ ἀ­κουστῇ πάλι τὸ «Χριστὸς γεννᾶται»; Ὁ Θεὸς γνωρίζει. Σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλι στέλνει τὴν ἐ­πι­στολή του ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος. Καὶ τί τοὺς λέει;
Ζούσατε, λέει, μέσα στὸ σκοτάδι, στὴν εἰδω­λο­λατρία· εἴχατε βυθισθῆ μέσα στὴ λάσπη, εἴ­χα­τε διαπράξει μεγάλα ἐγκλήματα, τὰ φοβερώ­τερα ἁμαρτήματα. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστὸς σᾶς δέχθηκε· πῆρε τὸ σφουγγάρι καὶ σᾶς ἔσβησε ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ἀπ᾽ ἐδῶ κ᾽ ἐμπρὸς προσέξτε νὰ μὴν ξανακάνετε αὐτὰ ποὺ κάνα­τε ὅταν ἤσασταν εἰδωλολάτρες. Διότι μὴ λησμονεῖτε, ὅτι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. 3,6).
Ποιά λοιπὸν εἶνε αὐτὴ ἡ «ἀπείθεια»; ποιοί εἶνε οἱ «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας»; καὶ ποιά εἶνε ἡ «ὀργὴ» ποὺ θὰ πέσῃ στὰ κεφάλια τους;

Γιὰ νὰ μποῦμε, ἀγαπητοί μου, στὸ νόημα αὐ­τοῦ τοῦ ῥητοῦ, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ὁ ὡραῖος κόσμος ποὺ βλέπουμε, αὐτὸ τὸ σύμ­παν μὲ τὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια, δὲν φύτρωσε ἔτσι, δὲν εἶνε δημιούργημα τῆς τύχης· κάποιος τὸ δημιούργησε. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑ­πό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι κάποιος τὸ χτίζει, καὶ αὐτὸ τὸ μεγά­λο – ἀπέραντο σπίτι τὸ ἔχτισε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4). Ὑπάρχει λοιπὸν Δημιουργός, ποὺ ὄχι μόνο τὰ ἔφτειαξε ὅλα, ἀλλὰ καὶ ἐνδιαφέρεται καὶ προ­­νοεῖ γι᾽ αὐτὰ ποὺ δημιούργησε καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο. Πῶς τὸν κυβερ­νᾷ; Μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ἔχει θέσει.
Ὁ ἥλιος, γιὰ παράδειγμα, ἀνατέλλει καὶ βα­σιλεύει σὲ ὡρισμένη ὥρα καὶ λεπτό· χρονόμε­τρο ἀκριβείας, δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν ὥρα καὶ τὴν τροχιά του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ προοιμιακὸς ψαλμὸς ποὺ ἀκοῦμε στὸν ἑσπερινὸ λέει· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. Ἔθου σκότος καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20) – τί ὡραῖα λό­για! ὁ ἥλιος, λέει, γνωρί­ζει τὴν ὥρα του καὶ βασιλεύει τότε ἀκριβῶς· σὰν στρατιώτης πειθαρχικὸς μπροστὰ στὸ στρα­τηγό, ἔτσι κι ὁ ἥ­λιος παρουσιάζεται κάθε πρωὶ μπροστὰ στὸν Παμβασιλέα καὶ δίνει τὸ παρών του. Πειθαρχεῖ ὁ ἥλιος στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, πει­θαρχεῖ τὸ φεγ­γάρι καὶ κάνει τὸν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴ Γῆ σὲ ὡ­ρισμένες μέρες, πειθαρχεῖ ὁ πλανήτης μας ἡ Γῆ καὶ κάνει τὴν τροχιά της σὲ ὡρισμένο δρομολόγιο, πειθαρχοῦν τὰ ἄστρα, πειθαρχοῦν τὰ ζῷα, πειθαρχοῦν τὰ δέντρα. Ὅλα, ἀπ᾽ τὸ λαμ­πρότερο ἀστέρι μέχρι τὸ πιὸ ταπεινὸ χορτάρι, ὅλα εἶνε πειθαρχικά· κι αὐτὴ ἡ πειθαρχία δημιουργεῖ τὴν ἁρμονία. Ὁ κόσμος εἶνε σὰν μιὰ κιθάρα ποὺ τὴν ἔχει κουρδίσει καὶ παίζει· «Αἰ­νεῖτε τὸν Θεόν… πᾶσα πνοή», «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 150,1-6· 148,1).
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλα εἶνε πειθαρχικά, μέσα στὴν ἁρμονία αὐτὴ ἀκούγεται ἕνα φάλτσο. Ποιό εἶ­νε τὸ φάλτσο; Ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε ὁ μόνος μέσα στὸν κόσμο ποὺ δὲν θέλει νὰ πειθαρχήσῃ στὸ Θεό. Ἔπρεπε καὶ αὐτὸς νὰ πειθαρχῇ· δι­ότι ὅπως γιὰ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ὑπάρχουν οἱ φυσικοὶ νόμοι, ἔτσι γιὰ τὸ πνευματικὸ σύμ­παν, τὸν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν πνευματικοὶ νόμοι, ποὺ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τοὺς φυ­σικούς. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσῃ ὁ ἄνθρωπος πρῶτα – πρῶτα στὸν ἄγραφο νόμο τῆς συνειδήσεώς του, καὶ ἔπειτα στὸν γραπτὸ νόμο (τὸ Νόμο τοῦ Μωυσέως, τὸν Δεκάλογο, τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία, τὸ Εὐαγγέλιο). Ἔπρεπε νὰ ὑ­πακούσῃ, διότι τὸν διατάζει ὁ Πατέρας καὶ Δημιουργός του, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὸ εἶνε τὸ συμφέ­­ρον του. Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὑψώνει τὸ σπι­θαμιαῖο του ἀνάστημα καὶ λέει στὸ Θεό· Δὲν σὲ ὑ­πακούω, θὰ κάνω τὸ κέφι μου, θὰ κάνω ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μὲ διατάζεις.
Παράδειγμα. Σήμερα εἶνε Κυριακή, ἡμέρα ποὺ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ λέει «Ἓξ ἡ­μέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου. Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου»; (Ἔξ. 20,9). Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο νὰ δουλεύῃς σὰν μυρμήγκι. Χτύπησαν τὰ σήμαντρα Κυριακή; φτερὰ στὰ πόδια, νά ᾽σαι στὴν ἐκκλησία. Τί γίνεται ὅμως; ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Γιά μετρηθῆτε νὰ δῆτε πόσοι λείπουν. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς 2 μόνο ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι 98 ποῦ εἶνε; Καὶ πῶς δικαιολογοῦνται! Ἀπαντοῦν μὲ αὐθάδεια ὅπως οἱ προσκεκλημένοι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· «Ἔχε με παρῃτημένον»· «ἀγρὸν ἠγόρασα», «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα», «γυναῖκα ἔ­γημα, …οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (Λουκ. 24,18-20). Δὲν ὑπακούει ὁ ἄνθρωπος στὴ διαταγὴ αὐτή.
Ἄλλη διαταγὴ – νόμος τοῦ Θεοῦ εἶ­νε, ὅτι ἐ­κ­τὸς ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο –ἀκοῦτε;– οὐ­δεμία ἄλλη σχέσι ἀνδρὸς μὲ γυναῖκα ἐπι­τρέπεται· «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18), «οὐ μὴ πορνεύσῃς» (Ὡσ. 3,3), αὐτὰ λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τί λένε; Ὄχι, δὲν ὑπακούω, θὰ κάνω τὸ κέφι μου!…. Καὶ λησμονοῦν τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Ὃ ὁ Θεὸς συν­έζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6)· ἐκείνους ποὺ ἕνωσε ὁ Θεός, δὲν ἔχει δικαίωμα κανένας νὰ τοὺς χωρίζῃ, οὔτε βασιλιᾶς οὔτε ἀρχιεπίσκοπος οὔτε πατριάρχης, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἀπόστολος λέει «ἀ­πείθεια», ἐννοεῖ τὴν περιφρόνησι τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Καὶ ἡ συνέπεια ποιά εἶνε; «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. 3,6). Θέλετε νὰ δῆτε τί θὰ πῇ «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» καὶ ποιοί εἶνε «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας»; Ἂς παραθέσουμε μερικὰ γνωστὰ πα­ραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
⃟ Πρῶτοι «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» εἶνε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Δὲν ἄκουσαν τὴν ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅ­τι ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὅπου ζοῦσαν εὐτυχισμέ­­νοι, βρέθηκαν σ᾽ αὐτὴ τὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυ­θμῶ­νος» (Ψαλμ. 83,7). Ἔτσι ἔμαθαν, ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶ­νε ζωή, ἐνῷ ἡ ἀνυπακοὴ εἶνε θάνατος.
⃟ «Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρὰ τὶς προειδοποιήσεις συνέχιζαν νὰ ζοῦν κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τους. Τὸ ἀποτέλεσμα· σὲ ὥρα ποὺ δὲν περίμεναν ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, τὰ νερὰ σκέ­πασαν τὰ βουνά, καὶ πνίγηκαν ὅλοι.
⃟ «Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ἦταν ἀκόμη οἱ κάτοι­κοι τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τοῦ Λὼτ αὐτοὶ ἔκαναν ἁμαρτήματα ἀκατονόμαστα. Τὸ τέλος εἶνε γνωστό· ξα­φνικὰ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἔβρεξαν ὄχι πλέ­ον νεράκι ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειάφι. Λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ βούλιαξε στὰ βάθη τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης· τίποτα δὲν ζῇ ἐκεῖ τώρα.
⃟ «Υἱὸς τῆς ἀπειθείας» καὶ «τῆς ἀπωλείας» (Ἰω. 17,12) ἦταν τέλος ὁ Ἰούδας. Ἄκουσε τὰ ὡ­ραιό­τερα λόγια καὶ εἶδε τὸ τελειότερο παράδει­γμα. Δὲν ἄκουσε τὸ Χριστό, ἄκουσε τὸ διάβολο, τὸ μαμωνᾶ. Τὸ τέλος του ἦταν μιὰ κρεμάλα. «Ἔρ­χεται ἡ ὀργὴ …ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας».

«Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ὅμως, ἀγαπητοί μου, εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ποιός ἀ­κούει σήμερα τὸ Θεό, ποιός συμμορφώνεται μὲ τὸ νόμο του; Ἄν­τρες γυναῖ­κες παιδιὰ γίνανε ἄλογα ἀχαλίνωτα, ὅ­πως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Σπάσα­με τὰ χαλινάρια, ποὺ εἶνε ὁ θεῖ­ος νόμος, ὁ φό­βος τοῦ Θεοῦ, ὁ σε­βασμός, ἡ τιμή, ἡ ντροπή, αὐ­τὰ ποὺ συγ­κρατοῦν τὴν κοινωνία. Οἱ προηγούμε­νες γενεὲς ἔτρωγαν τὴν ἁ­μαρτία μὲ τὸ κου­ταλάκι· ἡ σύγχρονη γενεὰ τρώει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα τὴ μεγάλη ποὺ κρατάει ὁ διάβολος. Γλεντοῦν, διασκεδάζουν, μεθοῦν, ξοδεύουν, σπαταλοῦν. Οἱ ἐκκλη­σίες ἐ­ρήμωσαν καὶ γέμισαν τὰ ἁμαρτωλὰ κέν­­τρα, τὰ μαντριὰ τοῦ δι­αβόλου. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε δὲν ὑ­πῆρχε πόρνη, τώρα ὑ­πάρχουν χιλιάδες, κι ἀ­μέτρητα παράνομα ζεύγη ζοῦν χωρὶς ντροπή.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε ψέμα· «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»! Ποιά θὰ εἶνε ἡ ὀργή; Ἐμένα ρω­τᾶτε; καμμιὰ ἀσθένεια ἢ ἐπιδημία; καμμιὰ πεῖνα; κανένας σεισμός; ἢ μήπως καμμιὰ πυρηνικὴ φωτιὰ ποὺ θὰ κάνῃ νὰ λαμπαδιάσῃ ὁ τόπος ὅλος, τὴν ὥρα ποὺ τὰ δίποδα κτήνη ὀργιάζουν καὶ βλαστημοῦν;
Ἂν ὑπάρχῃ αἴσθημα, φιλότιμο, μετάνοια, ἂς μετανοήσουμε κι ἂς κλάψουμε. Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ ὁδ. Βουλιαγμένης Ἀθηνῶν Κυριακὴ 13-12-1964)