«Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. 3,6)
«ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»! Ποιά θὰ εἶνε ἡ ὀργή; Ἐμένα ρωτᾶτε; καμμιὰ ἀσθένεια ἢ ἐπιδημία; καμμιὰ πεῖνα; κανένας σεισμός; ἢ μήπως καμμιὰ πυρηνικὴ φωτιὰ ποὺ θὰ κάνῃ νὰ λαμπαδιάσῃ ὁ τόπος ὅλος, τὴν ὥρα ποὺ τὰ δίποδα κτήνη ὀργιάζουν καὶ βλαστημοῦν;
Γράφει ὁ ἀπόστολος. Ἀπὸ ποῦ γράφει; Εἶνε μέσα στὴ φυλακὴ τῆς Ῥώμης καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στέλνει ἐπιστολές. Μία ἐπιστολή του λοιπὸν ἀπευθύνεται στοὺς κατοίκους μιᾶς πόλεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Κολασσαὶ ἢ Κολοσσαὶ καὶ ἦταν χτισμένη στὶς ὄχθες τοῦ Μαιάνδρου ποταμοῦ. Ἐκεῖ μέχρι τὸ 1922 ἀνθοῦσε ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ χτυποῦσαν σήμαντρα χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν. Τώρα οὔτε μία ἐκκλησία, οὔτε ἕνα σήμαντρο, οὔτε ἕνας παπᾶς! Στὰ ἅγια αὐτὰ μέρη δὲν θὰ ξαναχτυπήσουν ἆραγε σήμαντρα, δὲν θ᾽ ἀκουστῇ πάλι τὸ «Χριστὸς γεννᾶται»; Ὁ Θεὸς γνωρίζει. Σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλι στέλνει τὴν ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ τί τοὺς λέει;
Ζούσατε, λέει, μέσα στὸ σκοτάδι, στὴν εἰδωλολατρία· εἴχατε βυθισθῆ μέσα στὴ λάσπη, εἴχατε διαπράξει μεγάλα ἐγκλήματα, τὰ φοβερώτερα ἁμαρτήματα. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστὸς σᾶς δέχθηκε· πῆρε τὸ σφουγγάρι καὶ σᾶς ἔσβησε ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ἀπ᾽ ἐδῶ κ᾽ ἐμπρὸς προσέξτε νὰ μὴν ξανακάνετε αὐτὰ ποὺ κάνατε ὅταν ἤσασταν εἰδωλολάτρες. Διότι μὴ λησμονεῖτε, ὅτι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. 3,6).
Ποιά λοιπὸν εἶνε αὐτὴ ἡ «ἀπείθεια»; ποιοί εἶνε οἱ «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας»; καὶ ποιά εἶνε ἡ «ὀργὴ» ποὺ θὰ πέσῃ στὰ κεφάλια τους;
Γιὰ νὰ μποῦμε, ἀγαπητοί μου, στὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ ῥητοῦ, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ὁ ὡραῖος κόσμος ποὺ βλέπουμε, αὐτὸ τὸ σύμπαν μὲ τὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια, δὲν φύτρωσε ἔτσι, δὲν εἶνε δημιούργημα τῆς τύχης· κάποιος τὸ δημιούργησε. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι κάποιος τὸ χτίζει, καὶ αὐτὸ τὸ μεγάλο – ἀπέραντο σπίτι τὸ ἔχτισε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4). Ὑπάρχει λοιπὸν Δημιουργός, ποὺ ὄχι μόνο τὰ ἔφτειαξε ὅλα, ἀλλὰ καὶ ἐνδιαφέρεται καὶ προνοεῖ γι᾽ αὐτὰ ποὺ δημιούργησε καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο. Πῶς τὸν κυβερνᾷ; Μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ἔχει θέσει.
Ὁ ἥλιος, γιὰ παράδειγμα, ἀνατέλλει καὶ βασιλεύει σὲ ὡρισμένη ὥρα καὶ λεπτό· χρονόμετρο ἀκριβείας, δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν ὥρα καὶ τὴν τροχιά του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ προοιμιακὸς ψαλμὸς ποὺ ἀκοῦμε στὸν ἑσπερινὸ λέει· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. Ἔθου σκότος καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20) – τί ὡραῖα λόγια! ὁ ἥλιος, λέει, γνωρίζει τὴν ὥρα του καὶ βασιλεύει τότε ἀκριβῶς· σὰν στρατιώτης πειθαρχικὸς μπροστὰ στὸ στρατηγό, ἔτσι κι ὁ ἥλιος παρουσιάζεται κάθε πρωὶ μπροστὰ στὸν Παμβασιλέα καὶ δίνει τὸ παρών του. Πειθαρχεῖ ὁ ἥλιος στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, πειθαρχεῖ τὸ φεγγάρι καὶ κάνει τὸν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴ Γῆ σὲ ὡρισμένες μέρες, πειθαρχεῖ ὁ πλανήτης μας ἡ Γῆ καὶ κάνει τὴν τροχιά της σὲ ὡρισμένο δρομολόγιο, πειθαρχοῦν τὰ ἄστρα, πειθαρχοῦν τὰ ζῷα, πειθαρχοῦν τὰ δέντρα. Ὅλα, ἀπ᾽ τὸ λαμπρότερο ἀστέρι μέχρι τὸ πιὸ ταπεινὸ χορτάρι, ὅλα εἶνε πειθαρχικά· κι αὐτὴ ἡ πειθαρχία δημιουργεῖ τὴν ἁρμονία. Ὁ κόσμος εἶνε σὰν μιὰ κιθάρα ποὺ τὴν ἔχει κουρδίσει καὶ παίζει· «Αἰνεῖτε τὸν Θεόν… πᾶσα πνοή», «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 150,1-6· 148,1).
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλα εἶνε πειθαρχικά, μέσα στὴν ἁρμονία αὐτὴ ἀκούγεται ἕνα φάλτσο. Ποιό εἶνε τὸ φάλτσο; Ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε ὁ μόνος μέσα στὸν κόσμο ποὺ δὲν θέλει νὰ πειθαρχήσῃ στὸ Θεό. Ἔπρεπε καὶ αὐτὸς νὰ πειθαρχῇ· διότι ὅπως γιὰ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ὑπάρχουν οἱ φυσικοὶ νόμοι, ἔτσι γιὰ τὸ πνευματικὸ σύμπαν, τὸν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν πνευματικοὶ νόμοι, ποὺ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τοὺς φυσικούς. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσῃ ὁ ἄνθρωπος πρῶτα – πρῶτα στὸν ἄγραφο νόμο τῆς συνειδήσεώς του, καὶ ἔπειτα στὸν γραπτὸ νόμο (τὸ Νόμο τοῦ Μωυσέως, τὸν Δεκάλογο, τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία, τὸ Εὐαγγέλιο). Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσῃ, διότι τὸν διατάζει ὁ Πατέρας καὶ Δημιουργός του, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὸ εἶνε τὸ συμφέρον του. Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὑψώνει τὸ σπιθαμιαῖο του ἀνάστημα καὶ λέει στὸ Θεό· Δὲν σὲ ὑπακούω, θὰ κάνω τὸ κέφι μου, θὰ κάνω ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μὲ διατάζεις.
Παράδειγμα. Σήμερα εἶνε Κυριακή, ἡμέρα ποὺ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ λέει «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου. Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου»; (Ἔξ. 20,9). Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο νὰ δουλεύῃς σὰν μυρμήγκι. Χτύπησαν τὰ σήμαντρα Κυριακή; φτερὰ στὰ πόδια, νά ᾽σαι στὴν ἐκκλησία. Τί γίνεται ὅμως; ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Γιά μετρηθῆτε νὰ δῆτε πόσοι λείπουν. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς 2 μόνο ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι 98 ποῦ εἶνε; Καὶ πῶς δικαιολογοῦνται! Ἀπαντοῦν μὲ αὐθάδεια ὅπως οἱ προσκεκλημένοι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· «Ἔχε με παρῃτημένον»· «ἀγρὸν ἠγόρασα», «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα», «γυναῖκα ἔγημα, …οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (Λουκ. 24,18-20). Δὲν ὑπακούει ὁ ἄνθρωπος στὴ διαταγὴ αὐτή.
Ἄλλη διαταγὴ – νόμος τοῦ Θεοῦ εἶνε, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο –ἀκοῦτε;– οὐδεμία ἄλλη σχέσι ἀνδρὸς μὲ γυναῖκα ἐπιτρέπεται· «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18), «οὐ μὴ πορνεύσῃς» (Ὡσ. 3,3), αὐτὰ λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τί λένε; Ὄχι, δὲν ὑπακούω, θὰ κάνω τὸ κέφι μου!…. Καὶ λησμονοῦν τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6)· ἐκείνους ποὺ ἕνωσε ὁ Θεός, δὲν ἔχει δικαίωμα κανένας νὰ τοὺς χωρίζῃ, οὔτε βασιλιᾶς οὔτε ἀρχιεπίσκοπος οὔτε πατριάρχης, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἀπόστολος λέει «ἀπείθεια», ἐννοεῖ τὴν περιφρόνησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
⃟ Πρῶτοι «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» εἶνε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Δὲν ἄκουσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὅπου ζοῦσαν εὐτυχισμένοι, βρέθηκαν σ᾽ αὐτὴ τὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ἔτσι ἔμαθαν, ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶνε ζωή, ἐνῷ ἡ ἀνυπακοὴ εἶνε θάνατος.
⃟ «Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρὰ τὶς προειδοποιήσεις συνέχιζαν νὰ ζοῦν κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τους. Τὸ ἀποτέλεσμα· σὲ ὥρα ποὺ δὲν περίμεναν ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, τὰ νερὰ σκέπασαν τὰ βουνά, καὶ πνίγηκαν ὅλοι.
⃟ «Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ἦταν ἀκόμη οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τοῦ Λὼτ αὐτοὶ ἔκαναν ἁμαρτήματα ἀκατονόμαστα. Τὸ τέλος εἶνε γνωστό· ξαφνικὰ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἔβρεξαν ὄχι πλέον νεράκι ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειάφι. Λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ βούλιαξε στὰ βάθη τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης· τίποτα δὲν ζῇ ἐκεῖ τώρα.
⃟ «Υἱὸς τῆς ἀπειθείας» καὶ «τῆς ἀπωλείας» (Ἰω. 17,12) ἦταν τέλος ὁ Ἰούδας. Ἄκουσε τὰ ὡραιότερα λόγια καὶ εἶδε τὸ τελειότερο παράδειγμα. Δὲν ἄκουσε τὸ Χριστό, ἄκουσε τὸ διάβολο, τὸ μαμωνᾶ. Τὸ τέλος του ἦταν μιὰ κρεμάλα. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ …ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας».
«Υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» ὅμως, ἀγαπητοί μου, εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ποιός ἀκούει σήμερα τὸ Θεό, ποιός συμμορφώνεται μὲ τὸ νόμο του; Ἄντρες γυναῖκες παιδιὰ γίνανε ἄλογα ἀχαλίνωτα, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Σπάσαμε τὰ χαλινάρια, ποὺ εἶνε ὁ θεῖος νόμος, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ σεβασμός, ἡ τιμή, ἡ ντροπή, αὐτὰ ποὺ συγκρατοῦν τὴν κοινωνία. Οἱ προηγούμενες γενεὲς ἔτρωγαν τὴν ἁμαρτία μὲ τὸ κουταλάκι· ἡ σύγχρονη γενεὰ τρώει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα τὴ μεγάλη ποὺ κρατάει ὁ διάβολος. Γλεντοῦν, διασκεδάζουν, μεθοῦν, ξοδεύουν, σπαταλοῦν. Οἱ ἐκκλησίες ἐρήμωσαν καὶ γέμισαν τὰ ἁμαρτωλὰ κέντρα, τὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε δὲν ὑπῆρχε πόρνη, τώρα ὑπάρχουν χιλιάδες, κι ἀμέτρητα παράνομα ζεύγη ζοῦν χωρὶς ντροπή.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε ψέμα· «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»! Ποιά θὰ εἶνε ἡ ὀργή; Ἐμένα ρωτᾶτε; καμμιὰ ἀσθένεια ἢ ἐπιδημία; καμμιὰ πεῖνα; κανένας σεισμός; ἢ μήπως καμμιὰ πυρηνικὴ φωτιὰ ποὺ θὰ κάνῃ νὰ λαμπαδιάσῃ ὁ τόπος ὅλος, τὴν ὥρα ποὺ τὰ δίποδα κτήνη ὀργιάζουν καὶ βλαστημοῦν;
Ἂν ὑπάρχῃ αἴσθημα, φιλότιμο, μετάνοια, ἂς μετανοήσουμε κι ἂς κλάψουμε. Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ ὁδ. Βουλιαγμένης Ἀθηνῶν Κυριακὴ 13-12-1964)