.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα»

Χιλιάδες χιλιάδων στόματα ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκε ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, τὸ θεσπέσιο αὐτὸ τραγούδι πρὸς τὴν ­Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ἔχουν ὑμνήσει μὲ τὰ ὑπέροχα λόγια του. 
Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας εἶναι διαχρονικό κτῆμα καὶ ἀφιέρωμα ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, καθὼς μάλιστα ὁ ποιητής του μᾶς μένει ἄγνωστος· θεία βουλή, θὰ ἔλεγε κανείς, προκειμένου νὰ καθίσταται κοινὴ προσ­φορὰ ὅλων τῶν χριστιανῶν πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ!

Ὑμνοῦμε τὴν ἀνύμφευτη Κόρη οἱ πιστοί, καὶ συγχρόνως δεόμαστε σ’ αὐτὴν νὰ μὴν παύσει νὰ δέεται ἡ ἴδια γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μπροστὰ στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της. Διότι αὐτὴ εἶναι τὸ «δε­κτὸν πρεσβείας θυμίαμα». Οἱ πρεσβεῖες της εἶναι εὐπρόσδεκτες ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν τὸν καπνὸ τοῦ θυμιάματος, ποὺ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ θυσία «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας».
Ἔτσι ἔδειξε ὁ Θεὸς ἐξαρχῆς, ἀπὸ τὰ ἀρ­χαιότατα ἀκόμη χρόνια τῆς ­δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅτι κάνει δεκτὲς τὶς προσφορὲς καὶ θυσίες τῶν ἀνθρώπων. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς ­Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴ Γένεση, ­διαβάζουμε γιὰ τὴν πρώτη θυσία ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ πρῶτος καπνὸς ποὺ ἀνέβηκε πρὸς τὸν οὐρανὸ ὡς προσ­ευχὴ ἱκετήριος ἦταν αὐτὸς ποὺ προσφέρ­θηκε στοὺς βωμοὺς ποὺ ἔχτισαν ὁ Κάιν καὶ ὁ Ἄ­­­βελ. Ἀλλὰ ὁ παντοκράτωρ Κύριος, ὁ Δεσπότης τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς, ἔκανε δεκτὴ τὴν προσ­ευχὴ τοῦ Ἄβελ, ἐνῶ τοῦ Κάιν ἡ προσ-
ευχὴ δὲν ὑπῆρξε ­εὔθετος μπρο-
στὰ στὰ μάτια Του. Δὲν κατευ­θύν­­θηκε πρὸς τὸν οὐρανὸ τὸ δι­­-
κό του ­θυμίαμα. Ἀπορρί­φ­θηκε ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἡ προσ­φορά του, ἡ θυσία του δὲν ἦταν ἀντάξια τῆς θείας Μεγαλοσύνης (βλ. Γεν. δ΄ 
3-5). 
Γι’ αὐτὸ ἀργότερα καὶ ὁ προφήτης ἐ­­­κεῖνος καὶ βασιλεύς, ὁ θεῖος λυράρης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Δαβίδ, παρακαλοῦ­σε τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια: ­«κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. ρμ΄ [140] 2). Αὐτὰ τὰ χέρια ποὺ ὑψώνονται πρὸς ἐσένα, Κύριε, δές τα μὲ εὐνοϊκὸ βλέμμα. Καὶ δέξου τὴν ἑσπερινὴ ἱκεσία μου σὰν τὸ θυμίαμα ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ ἄλλοτε πάλι ὁ μέγας Μωυσῆς ὕψωνε τὰ γεροντικά του χέρια μὲ κόπο πρὸς τὰ πάνω, προσφέρον­τας δέηση στὸν Κύριο ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του ποὺ βρισκόταν σὲ μάχη ­κρίσιμη. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του ὅση ὥρα τὰ χέρια ἔμεναν ὑψωμένα.
Ἀλλὰ ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Κύριος ἔκανε δεκτὲς τὶς δεήσεις καὶ προσευχὲς καὶ ἱκεσίες τῶν δικῶν Του ἀν­­θρώπων «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας», πρὸς ­εὐμένειαν καὶ ἱλασμόν, στὴν Καινὴ Διαθήκη μᾶς γνωστοποιεῖ διαμέσου τῆς γραφίδος τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου ὅτι «πολὺ ἰσχύει ­δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄ 16). Κι ἂν ἡ δέηση ἑνὸς δικαίου ἔχει μεγάλη ἰσχύ, τότε πόση ἰσχὺ πρέπει νὰ ἔχει ἡ «δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»;
Ἡ πρεσβεία τῆς Ὑπεραγίας ­Θεοτόκου, ἡ δέηση καὶ μεσιτεία της πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, εἶναι ­περισσότερο ἰσχυρὴ ἀπὸ ὁποιανδήποτε ἄλλη πρεσβεία δικαίου ἢ ἁγίου, καθόσον καὶ ἡ ἰδία ἡ Θεοτόκος εἶ­­ναι «ἡ τῶν ἁγίων ἁγιωτέρα καὶ ἱερῶν ἱερωτέρα καὶ ὁσίων ὁσιωτέρα», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ. Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἡ παρρησία της, τὸ θάρρος στὴν ἔκφραση τῶν προσευχητικῶν αἰτημάτων πρὸς τὸν Υἱό της, εἶναι πολὺ μεγαλύτερο καὶ ἀποτελεσματικό. Διότι ἡ Παν­αγία ὡς «ἁγιόπρωτος» στέκεται ἐγγύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἄνθρωπο ἢ ἄγγελο, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου...» (Ψαλμ. μδ΄ [44] 10). Εἶναι τέτοια ἡ διακεκριμένη θέση τῆς Παναγίας στὴν οὐράνια ἱεραρχία, ὥστε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι αὐτὴ κατέχει «τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος», τὴ δεύτερη θέση μετὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Πῶς λοιπὸν καὶ οἱ δεήσεις καὶ ἱκεσίες της νὰ μὴν ἔχουν τὴ μεγαλύτερη ἰσχὺ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ; 
Ἐπιπλέον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Θεο­τό­κος δάνεισε στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θε­οῦ τὴ σάρκα, τὴν ἀνθρώπινη φύση, κα­θι­­­στᾶ τὸν Υἱό της τρόπον τινὰ χρεώστη ἀ­­­­πέναν­τί της. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ ­ἀποβάλει ποτὲ αὐτὸ τὸ φυσικὸ δάνειο ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του, γι’ αὐτό – ­ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός – ­θέλει νὰ τῆς τὸ ἐξοφλεῖ μὲ τὸ νὰ ­δέχεται ­διαρ­κῶς καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματά της, τὰ ὁ­­­ποῖα προσ­φέρει γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ προσφεύγου­με στὴ χάρη της καὶ τὴν παρακαλοῦμε.
Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς, γνωρίζοντας ἐκ ­πείρας τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν θεομητορι­κῶν της δεήσεων, δὲν παύουμε ἀπὸ τὸ νὰ καταφεύγουμε σ’ αὐτὴν καὶ νὰ κρεμᾶμε ὅλες τὶς ἐλπίδες μας ἐπάνω της. Διότι ἡ Παναγία Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ δική μας Μητέρα ἔχει τὴ δύναμη νὰ συστέλλει τὸν χρόνο τῶν πειρασμῶν, νὰ ἀναστέλλει τὴ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ διαστέλλει τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του. 
Ἂς τὴν παρακαλοῦμε νὰ ­πρεσβεύει στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της γιὰ τὸ ἔθνος μας ποὺ χειμάζεται, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ποὺ πολεμεῖται, γιὰ τὶς οἰκογένειές μας ποὺ δοκιμάζονται. Ἂς τὴν παρακαλοῦμε γιὰ ὅ,τι μᾶς συνέχει βαθύτατα, ἐσωτερικά. Δι­­­ό­τι ἡ Κυρία Θεοτόκος δὲν παύει νὰ δέεται «ὑπὲρ πάσης ψυχῆς χριστιανῶν θλιβομένης τε καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καὶ βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης».
Καὶ εἶναι τὸ θυμίαμα τῶν πρεσβειῶν της δεκτὸν «ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν».