.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Πτύσμα στήν δυτικήν ὀφρύν



Ἐπιστρέφοντας ἀπό τό ἐξωτερικό, μετά ἀπό τίς ἀναπόφευκτες συγκρίσεις μέ τά καθ’ ἡμᾶς, συχνά βλέπει κανείς τήν πατρίδα καί τόν λαό του μέ τρόπο διαφορετικό ἀπό τόν συνήθη καί καθημερινό. Σέ μένα συμβαίνει νά γίνεται πιό τρυφερή αὐτή ἡ ματιά, πιό συμπονετική, εἰδικά ἐπιστρέφοντας ἀπό χῶρες δυτικές, πλουσιότερες καί ἰσχυρότερες: σάν νά κοιτᾶς τήν ἄρρωστη, γερασμένη μάνα σου… Νά τί περίεργα περνοῦσαν ἀπό τόν νοῦ μου τίς προάλλες:

Ναί ρέ, ἐμεῖς εἴμαστε οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, δέν σᾶς γεμίζουμε τό μάτι; Θέλατε νά δεῖτε ἀνάμεσά μας Λεωνίδες καί Περικλῆδες, ἔτσι; Δεῖξτε μας κι ἐσεῖς τούς σημερινούς ἔστω Σαίξπηρ, Ναπολέοντες καί Ντά Βίντσι, καί θά τό κάνουμε κι ἐμεῖς. Κι ἄς ξοδέψαμε τήν ἐθνική μας ἀλκή σέ Λεῦκτρα καί Γαυγάμηλα, κι ἄς μεταβάλαμε τήν ἐθνική μας μεταφυσική ἐναγκαλιζόμενοι τό Ὑψηλό, κι ἄς δαμάσαμε γιά χίλια χρόνια τά ἐξ ἀνατολῶν στίφη. 
Μά κι ἐκ δυσμῶν, Καταλανικές ἑταιρεῖες, Ἑνετοί ἔμποροι, μπουλούκια Σταυροφόροι, ὅλοι ἐτοῦτοι πέρασαν ἀπό πάνω μας ἀλλά δέν μᾶς ἐξαφάνισαν. Ἀκόμα κι ὅταν ἐνέσκηψε ἡ Κατάρα τῆς Ἀσίας, ὅταν μᾶς σβήσατε ἀπό τή μνήμη σας γιά νά παραστήσετε – ἡμετέροις ἀναλώμασι – τούς κληρονόμους τῆς προγονικῆς μας αἴγλης, ὡς συμπλεγματικοί βάρβαροι. πού ἕνας ζωγράφος μας πέρασε ἀπό τήν Κρήτη στά μέρη σας καί κάνατε 300 χρόνια γιά νά τόν καταλάβετε! Κι ἐμεῖς, μέ τό πιό σιχαμερό ποδάρι στόν σβέρκο μας, μέ τό πιό αἱμοβόρο εἶδος τῆς μογγολικῆς στέπας νά βατεύει τόν τόπο καί τόν τρόπο μας, ἐπιζήσαμε! Ἀναστηθήκαμε καί γαμήσαμε τόν σεβαστό σας Γκράν Σινιόρε τῆς Πόλης καί “τήν πουτάνα τόν Μωχαμέτη του”. ἤρθατε νά “βοηθήσετε” στό τέλος, μόνο γιά τά συμφέροντά σας. 
Κι αὐτά τά πρόστυχα τ’ ἀντέξαμε, καί τούς νεναίκους σας καί τίς συμμαχίες σας, χρόνους κοντά διακόσιους. Καταστροφές κι Ἐμφύλιοι καί προδοσίες ἄφησαν λίγη τή μαγιά, μά ἀκόμα αὐτή ὑπάρχει. Τώρα τό πρόβλημα, μᾶς λέτε, εἶναι τά δανεικά πού σπαταλούσαμε ἐπί 30 χρόνια. Γι’ αὐτό ρημάζει ἡ χώρα.
Ἐγώ πάλι γιατί πιστεύω ὅτι φταίει πού ἀργεῖ 185 χρόνια ὁ δεύτερος Ἕλληνας Κυβερνήτης;