.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΠΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΑΠΙΣΤΟΥ

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Απόσπασμα γραπτοῦ κηρύγματος τῆς Κατοχῆς +
Η ΑΛΗΘΕΙΑ+, ἀρ. φυλ. 1, 12 Μαρτίου 1944

Πιστός και άπιστος. Διαφέρουν παντού. Διαφέρουν πρό παντός κατά την ώρα του θανάτου. Τότε παρουσιάζεται όλη η διαφορά που χωρίζει τον ένα από τον άλλο. Διότι ο μέν πιστός αντικρύζει τον θάνατον με ηρεμία, την οποία τοῦ δίδει η αγαθή συνείδηση: ο θάνατος γι’ αυτόν είναι η γέφυρα, την οποία θα διαβεί για να μεταβεί εις τον Οίκον του Ουρανίου του Πατρός. Ο δε άπιστος και επί τω ακούσματι ακόμη της λέξεως «θάνατος», ανησυχεί, ταράσσεται. Όταν δε πλέον ο θάνατος εμφανισθεί ενώπιόν του και ζητεί απ’ αυτόν να εξοφλήσει το κοινόν χρέος της ανθρωπίνης φύσεως, τότε ο άπιστος υφίσταται ψυχικόν συγκλονισμόν απερίγραπτον: δι’ αυτόν ο θάνατος είναι ένα πήδημα εις την άβυσσο. Και γιά να πεισθήτε, ακούσατε πως απέθανε ένας πιστός και πως ένας άπιστος. Ο πιστός είναι ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων ποὺ ἔζησε κατά τον 4ον αιώνα, ο δε άπιστος είναι ο Βολταίρος, ἔζησε στην Γαλλία κατά τον 17ον αιώνα.
Ο θάνατος του Αγίου Αμβροσίου: Ο Άγιος Αμβρόσιος είναι ετοιμοθάνατος. Πλησίον της κλίνης του ευρίσκονται τα προσφιλή του πνευματικά τέκνα κλαίουν, και προσεύχονται. Παρακαλούν τον Θεόν να παρατείνει την ζωήν του πνευματικού πατρός των. Ο άγιος Αμβρόσιος βλέπει τα δάκρυά των, ακούει τας προσευχάς των και έχων την γαλήνην του ουρανού ζωγραφισμένη εις το πρόσωπον του απαντά: «Αγαπητά μου πνευματικά τέκνα! Έζησα μεταξύ σας κατά τοιούτον τρόπον, ώστε δεν αισχύνομαι να ζήσω ακόμη. Δεν φοβούμαι όμως και τον θάνατο, διότι έχω αγαθόν Κύριον».
Ο θάνατος του Βολταίρου:
Ο Βολταίρος πολλά χρόνια προ του θανάτου του έλεγε: «Δεν φοβᾶμαι τον θάνατο. Θα αποθάνω εύθυμος». Αλλά ο ιατρός Τρουσέν, που εγνώριζε καλά την ζωήν του αθέου τούτου, είπε: «Χωρίς να είμαι προφήτης, δεν θα απατηθώ εάν προείπω ότι ο Βολταίρος δεν θα αποθάνει εύθυμος, καθώς υπόσχεται εις τους οπαδούς του. Κατά την πεποίθησίν μου την τελευταίαν στιγμή θα δειλιάσει, διότι είναι υποχρεωμένος την ώραν του θανάτου του να παραδώσει κάτι βέβαιον δια το αβέβαιον. Να το ενθυμείσθε! Το τέλος του Βολταίρου, εάν διατηρήσει τὶς αισθήσεις του, θα είναι κάτι τι το πολύ τρομερόν». Ο ιατρός δεν ηπατήθη. Τελευταίας ημέρας της ζωής του ο Βολταίρος ύβριζε και κατηράτο διαρκώς. Συχνά δε εφώναζε δυνατά από τους πόνους. Το σώμα του έκαιε εις το πύρ της κολάσεως. Δεν εδέχετο ούτε το ελαφρότερο σκέπασμα και ήτο ολόγυμνος. Την 20ην Μαΐου οι ιατροί Λωρρά και Γιέρρο μπῆκαν εις το δωμάτιο του ετοιμοθανάτου. Οι υπηρέται δεν τον υπέφεραν και τον εγκατέλειψαν. Ο Βολταίρος, όταν επλησίασαν οι ιατροί, ἄνοιξε τους οφθαλμούς του και ηκούσθη να λέγει: «Αφήσατέ με να πεθάνω». Κατόπιν ἄρχιζε να φωνάζει τόσο άγρια, ώστε όλοι όσοι παρευρίσκοντο εκεί κατατρόμαξαν και ἔλεγαν ότι ουδέποτε εις την ζωήν τους είδαν περισσότερον τρομερό και αποτρόπαιο θάνατον.
Έτσι αποθνήσκουν οι άπιστοι. Πράγματι γι’ εκείνον που δεν πιστεύει εις τον Ιησούν Χριστόν ο θάνατος είναι η υψίστη αγωνία, ενώ για τους πιστεύοντας εις τον Χριστό έχει ισχύν ο λόγος της Γραφής: «Και ήκουσα φωνής εκ του ουρανού λεγούσης: Γράψον, Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι. Ναι, λέγει το Πνεῦμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών: τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών».