Ἀπόσπασμα ὁμιλίας Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΟΛΟΥΣ
«…Ἐμεῖς σήμερα εἴμεθα περισσότερο ἁμαρτωλοί. Ζοῦμε σὲ χρόνια μεγάλης διαφθορᾶς. Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἁμάρταναν ὅπως τώρα. Ἡμέρες συντελείας μοιάζουν οἱ μέρες μας. Μπορεῖ νά ’χουμε σπίτια μεγάλα μὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις· μπορεῖ τὰ παιδιά μας νὰ σπουδάζουν, νά ’χουμε τὸ πορτοφόλι γεμᾶτο, νὰ διαθέτουμε αὐτοκίνητο, νὰ γλεντοῦμε καὶ νὰ διασκεδάζουμε· ἀλλὰ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, πολὺ ἁμαρτωλοί. Τὸν παλιὸ καιρὸ στὰ χωριά μας εἶχαν καλύβες, ἀλλὰ μέσ᾿ στὶς καλύβες, μὲ τὰ κεριὰ καὶ τὰ δᾳδιά, κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ μέγαρα κατοικοῦν δαίμονες.
Ἀλλάξαμε, διαφέρουμε πολὺ ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν δὲν ὑπῆρχε ἄπιστος, τώρα καὶ μικρὰ παιδιὰ σοῦ λένε «Δὲν ὑπάρχει Θεός». Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἅπλωναν σὲ δικαστήριο τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο, τώρα μὲ εὐκολία παίρνουν καὶ ψεύτικο ὅρκο. Ἄλλοτε δὲ βλαστημοῦσαν, τώρα μέρα – νύχτα βλαστημοῦν ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο. Ἄλλοτε χτυποῦσε ἡ καμπάνα καὶ ―φτερὰ στὰ πόδια― ὅλοι ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, καὶ κλαίγανε ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια καὶ βρέχανε τὴ γῆ τὰ δάκρυά τους, καὶ γίνονταν θαύματα· τώρα χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ μέσα στοὺς δέκα Χριστιανοὺς ἕνας ἔρχεται, κι αὐτὸς δὲ βλέπει τὴν ὥρα πότε νὰ σχολάσῃ ἡ ἐκκλησία νὰ βγῇ ἔξω. Ἄλλοτε τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο, τώρα βγάζουν τὰ διαζύγια ὅπως ἡ φάμπρικα βγάζει τὰ τοῦβλα· οἱ δικηγόροι ζοῦν ἀπὸ τὰ διαζύγια, καὶ οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὶς ἐκτρώσεις.
Ἐκεῖ φθάσαμε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ἔρχεται τιμωρία· σεισμοί, πλημῦρες, ἀνομβρίες, ἀσθένειες ἄγνωστες ἄλλοτε (ὅπως ὁ καρκίνος ποὺ θερίζει), ῥύπανσι τῆς ἀτμοσφαίρας, καὶ μάλιστα ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὴ ῥαδιενέργεια ποὺ φαρμακώνει τὰ πάντα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε, ποὺ βλαστημοῦσες τὸ Θεό, θὰ φοβᾶσαι νὰ φᾷς καὶ νὰ πιῇς, γιατὶ θὰ πικραθῇς καὶ θὰ πεθάνῃς κατὰ τὴν προφητεία τῆς Ἀποκαλύψεως (βλ. 8,10-11). Θὰ ’ρθῇ μέρα, ποὺ ἕνα ποτήρι καθαρὸ νερὸ θὰ δίνῃς μιὰ λίρα καὶ δὲ θὰ τὸ βρίσκῃς. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, γιατὶ ὅλοι φύγαμε ἀπὸ κοντά του, παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχάδες, μικροί, μεγάλοι, δεξιοί, ἀριστεροί, μαῦροι, ἄσπροι, κόκκινοι, πράσινοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.
Τί νὰ κάνουμε; ν’ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Μᾶς δίνει ἐλπίδα ἡ Σαμαρεῖτις, ποὺ ἦταν τόσο ἁμαρτωλὴ καὶ σώθηκε. Αὐτὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας! Παίρνει τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι, παίρνει τὴ μοιχαλίδα καὶ τὴν κάνει ἀπόστολο, παίρνει τὸ λῃστὴ καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Μεγάλη ἡ δύναμις τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς ἐπειδὴ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦμε.
Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια ὅλους. Παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχάδες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, περιμένει νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά του, διότι πλησιάζει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ νηστεύσουμε, νὰ τρέξουμε στὴν ἐκκλησία, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός. Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης 1-6-1986)