.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ Ἀλήθεια καὶ ὁ πόλεμος γιὰ τὴν Ἀλήθεια

«Ἀγάπα τὴν ἀλήθεια, μὰ ἔχε συγκατάβαση καὶ στὴν πλάνη»
Βολταῖρος

Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση τοῦ Βολταίρου ἀποδεικνύει τὴ χαοτικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ δηλ. ὀρθόδοξη καὶ στὴ διανοητική, σύγχρονη, πτωτικὴ ἀναζήτηση καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει νὰ κατασκευάσει καὶ νὰ θεμελιώσει διανοητικὰ τὴν ἀλήθεια, στηριζόμενος μόνο στὴ νοητική του δύναμη καὶ στὴν ἔπαρση, ὁδηγεῖται στὸ γνωστὸ λάθος τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἑπιστήμης, ποὺ ἐπιτρέπει, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ποὺ πρεσβεύει δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπόλυτη, τὴν συμπόρευση ἀκόμα καὶ μὲ τὸ ψέμα ἢ τὴν πλάνη. 

Ἀντίθετα ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, διότι ἡ Ἀλήθεια, τὴν ὁποία πρεσβεύει, δὲν εἶναι κατασκεύασμα διανοητικῆς διεργασίας ἢ ὑπαρξιακῶν ἀναγκῶν ἀλλὰ ἀποκάλυψη Θεοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δῶρο τῆς εὐλογίας τοῦ Πατρός, τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «…Τὸ μυστήριον τῆς ἀληθείας δὲν ἔγκειται εἰς πράγματα, εἰς ἰδέας, εἰς σύμβολα, ἀλλὰ εἰς Πρόσωπον, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ Θεανθρώπινον Πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ἀλήθεια», Ἀλήθεια παντελεία, οὐδέποτε ἐλαττουμένη, οὐδέποτε μεταβαλλομένη, πάντοτε μία καὶ ἡ αὐτὴ ἐν τῷ τελείῳ πληρώματί της, πάντοτε μία καὶ ἡ αὐτὴ χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τούς αἰῶνας. Ἀλήθεια πάντοτε ἀπαράλλακτος, - καί εἰς τὸν χρόνον ἀπαράλλακτος· πάντοτε ἄπειρος- καὶ ἐν τῷ πεπερασμένῳ ἄπειρος· πάντοτε ἀθάνατος, καὶ ἐν τῷ θνητῷ ἀθάνατος. Πᾶσαι αἱ ἄλλαι ἀλήθειαι ἐκπηγάζουν ἐξ αὐτῆς, ὡς αἱ ἀκτῖνες ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι καὶ αὐταὶ ἀθάνατοι καὶ αἰώνιοι. Ὅλαι αἱ δογματικαὶ ἀλήθειαι εἰς τὴν πραγματικότητα συνιστοῦν μὶαν καὶ μόνην ἀλήθειαν: τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλαι ὁδηγοῦν εἰς Αὐτόν…» (Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Γνώρισε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας», Θεσσαλονίκη 2007). 

Ἡ Ἀλήθεια, ὁ Θεὸς δηλ. ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῶν πάντων, ἐπειδὴ εἶναι ἀπόλυτος καὶ ἀπαράλλακτος, ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ἀνάλογα τὴν ὁμολογία τῆς Ἀλήθειας καὶ τὸν πόλεμο γιὰ τὴν Ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ βάλλεται, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ἀνίερες συμμαχίες. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν Ἁλήθεια, χωρὶς τὸν Θεό, εἶναι κενός, σκλαβωμένος καὶ ἡ ζωή του ψεῦδος. Χωρὶς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὸν ἀγώνα γι’ Αὐτὴν ἡ ζωή μας εἶναι ματαιότητα καὶ θάνατος.

Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μᾶς ἄφησε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ποὺ Αὐτὸς φώτισε, ὡς μόνους ἀσφαλεῖς ὁδηγούς, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε. Αὐτὸς ποὺ ὁμολογεῖ καὶ πολεμᾶ γιὰ τὴν Ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ἀσφαλῶς ὅταν, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, δὲν ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων: 
«Ἐρῶ τοιγαροῦν, ἐμὸν μὲν οὐδέν τὰ δὲ σποράδην, θείοις τε καὶ σοφοῖς ἀνδράσι λελεγμένα, συλλήφθην ἐκθήσομαι» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ: «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»). Δηλαδὴ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἀγῶνα αὐτὸ γιὰ τὴν Μία Ἀλήθεια νὰ πρεσβεύουμε δικά μας νοητικὰ κατασκευάσματα ἢ νὰ ὑπηρετοῦμε ἀνθρώπινες σκοπιμότητες ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ θεῖοι καὶ σοφοὶ Πατέρες ὑπακούοντας συνεχῶς στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξεις Ἀποστόλων 5, 29) καὶ θεωρώντας κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν πίστη ὡς προδοσία καὶ κατάργηση τῆς Ἀλήθειας «τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β Κορ. 6, 15). 

Ὁ Χριστιανὸς ποὺ πολεμάει γιὰ τὴν Ἀλήθεια, δὲν πολεμάει γιὰ νὰ γίνει ἀρεστὸς στὸν κόσμο ἢ ἀπὸ προσωπικὲς φιλοδοξίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει, παρὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀρεστὸς στὸν Θεὸ ὁμολογώντας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν δόξα Του: «οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν. οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ᾿ ὑμῶν οὔτε ἀπὸ ἄλλων» (Θεσ. Α, 2, 4-6).

Ὁ πόλεμος γιὰ τὴν ἀλήθεια δὲν σημαῖνει «...πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας...» (Ἐφ. 2, 18). Ὁ πόλεμος αὐτὸς εἶναι ἕνας πόλεμος μέχρι τέλους, σκληρός, ἀνηλεής, μὲ πτώσεις καὶ μὲ νίκες, ποὺ δὲν κερδίζεται ποτὲ χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς Αὐτὸν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ νικήσουμε, παρόλα τὰ προτερήματά μας, ἐνῶ μὲ Αὐτὸν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ χάσουμε, παρόλες τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Κανεὶς Χριστιανὸς δὲν περίμενε πρώτα νὰ φθάσει σὲ ἀνώτερα πνευματικὰ ἐπίπεδα καὶ μετὰ νὰ πολεμήσει καὶ νὰ ὁμολογήσει. Δὲν εἶναι θέμα προσωπικοῦ ἐπιπέδου φωτισμοῦ, ἀλλὰ θέμα πίστης καὶ Θείας βούλησης καὶ ἐκλογῆς: 

«ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Κορ. 1, 26-29).

Στοὺς ἔσχατους χρόνους ποὺ ζοῦμε, στοὺς καιροὺς τῆς μεγαλύτερης αἵρεσης τῆς ἱστορίας, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μόλυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση μᾶς ἔχει ἐπηρεάσει εἴτε λίγο εἴτε πολὺ ὅλους μας. Ἴσως μᾶς φαίνονται ὅλα αὐτὰ ἀκραῖα ἢ ἀνέφικτα. Δὲν εἶναι ὅμως, διότι τὸ διακύβευμα εἶναι ἡ Μία Ἀλήθεια. Ὅλοι μας ἔχουμε τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ὑποχρέωση σὰν Χριστιανοὶ νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὴν Ἀλήθεια, μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦμε. Δὲν πρέπει νὰ ἀναλογιζόμαστε ἢ νὰ πτοούμαστε ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες μας, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου διάλεξε, ἀλλὰ νὰ στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, σύμψυχοι καὶ ὁμόφρονοι. Δὲν πρέπει νὰ μένουμε στὰ λάθη, γιατὶ ἄνθρωπος χωρὶς λάθη δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ νὰ καταδικάζουμε μόνο τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, γιατὶ αὐτὴ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν πρέπει να ἐπιδιώκουμε τὸν συμβιβασμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἀσυμβίβαστη, ἀλλὰ τὸν ἀδιασάλευτο λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε ἀνθρώπινες φιλοδοξίες, ἀλλὰ τὰ λόγια τῶν Πατέρων. Δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας, ἂν καὶ ἀνθρώπινο, ἀπὸ ἐνδεχομένους κινδύνους, ἀπὸ διάφορα γεγονότα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποσπάσουν τὴν προσοχὴ ἢ νὰ μᾶς ἀποδυναμώσουν, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐπανακτοῦμε γιατὶ ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι γιὰ τὴν Ἀλήθεια, εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν δόξα του. Ἂς ἔχουμε πάντα τὸν ὑπερμαχητὴ τῆς Ἀλήθειας, τὸν Παῦλο στὴν καρδιά μας: 
«τί μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη; ἢ στενοχώρια; ἢ διωγμός; ἢ πεῖνα; ἢ γυμνότητα; ἢ κίνδυνος; ἢ μαρτυρικὸς θάνατος; Εἶμαι βέβαιος, ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις, οὔτε παρόντα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε κανένα ἄλλο δημιούργημα, θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ γιὰ μένα τὸ νὰ ζῶ σημαίνει ζωὴ μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸ νὰ πεθάνω εἶναι κέρδος».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου