Ἐδῶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ βιώνοντας –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐπικοινωνίας μὲ συμπατριῶτες– τὴν ἔλλειψη τῆς «φίλης Ὀρθοδοξίας» καὶ τῶν οἴκων της, ποὺ κατέχουν οἱ αἱρετικοί.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι κατέλαβαν τὶς ἐκκλησίες καὶ μᾶς στέρησαν μέσω τῆς αἱρέσεως τους τοὺς ναοὺς καὶ τὸ καταφύγιο ποὺ μόνο ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ὀρθόδοξου Ναοῦ προσφέρει. Μᾶς στέρησαν τὴν παρηγοριὰ τῶν εἰκόνων, τὴν χαρὰ καὶ ὀμορφιὰ τῶν Ἀκολουθιῶν, τὴν ἐξαϋλωτικὴ καὶ περιϊπτάμερνη μυρωδιὰ τοῦ λιβανιοῦ καὶ τοῦ κεριοῦ, τὴν μέσῳ τῆς Θείας Λειτουργίας ὑπενθύμηση, ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βιώνουμε, ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι ἀντάλλαξαν τὴν Ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τὴν μωρία καὶ τὸ σκάνδαλο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πανεπιστημιακὴ γνώση καὶ τὴν κοσμικὴ ἀποδοχή, τὴν φτώχεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία μὲ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου στὴν ἔρημο.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι παραχάραξαν καὶ ἀκύρωσαν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, τὶς μοναδικὲς ἀξίες ποὺ ἀνυψώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν φέρνουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ ἀπομακρύνοντάς τον παράλληλα ἀπὸ φροῦδες καὶ ἀπατηλὲς φαντασιώσεις καὶ φιλοδοξίες, ἀκύρωσαν τὰ ὑπερκόσμια καὶ τὰ ἀντάλλαξαν μὲ ἐγκόσμια, ἀπαρνήθηκαν τοὺς ἁγίους καὶ ἀποδέχθηκαν καθηγητὲς πανεπιστημίων, ἀρνήθηκαν τὴν θέση τοῦ ἔσχατου ποὺ ὑψώνει καὶ προτίμησαν τὰ πρωτεῖα καὶ τὰ ἀξιώματα τοῦ ἀλάστορος ποὺ ταπεινώνει.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι ἀντάλλαξαν τὴν ὁμόνοια τῆς πίστεως μὲ τὴν ἑτερότητα τῆς ἀπιστίας, τὴν ὁμολογία τῆς Ἀληθείας μὲ τὴν παθολογία τῆς δειλίας καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀσεβείας, τὸν σεβασμὸ τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀσέβεια τῆς ἐπιβολῆς τῆς πλειοψηφίας, τὸν διωγμὸ τῶν μαρτύρων μὲ τὴν συμπόρευση μετὰ τῶν διωκτῶν.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι μόλυναν τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ τὸ ράσο, τὸ ἐμποτισμένο αὐτὸ μὲ ἄσκηση, δάκρυα, κόπο, ἀγάπη καὶ αἷμα ἔνδυμα ποὺ ἔδινε στὸν ἄνθρωπο τὴν βεβαίωση, ὅτι μπορεῖς νὰ ζεῖς μέσα στὸν κόσμο καὶ παρόλα αὐτὰ νὰ μὴν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου. Τὸ ἔνδυμα αὐτό, πάνω στὸ ὁποῖο μπορούσαμε μὲ παιδικὴ ἀφέλεια νὰ ἀφήσουμε τὰ δακρυά μας καὶ γεμᾶτοι ἐμπιστοσύνη νὰ ἐναποθέσουμε τὶς ἁμαρτίες μας γνωρίζοντας, ὅτι μόνο σὲ αὐτὸ θὰ βροῦμε καταφύγιο καὶ παρηγοριά.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές ἀλλὰ καὶ ὅλους ὅσους ἐνοχοποίησαν τὴν ἀθωότητα, ἐκλογίκευσαν τὴν ἐν Κυρίῳ μωρότητα, ὁριοθέτησαν τὴν ἐλευθερία, ἐκκοσμίκευσαν τὰ οὐράνια καὶ νόθευσαν τὴν ἁγνότητα, σιωποῦν ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ μιλοῦν καὶ μιλοῦν ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ σιωποῦν. Ὅλους ὅσους ὑπερασπίζονται τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου καὶ καταδικάζουν τὸν ἑκάστοτε διαφωνοῦντα ἢ αὐτὸν ποὺ ἐκφράζει τὴν ἀμφιβολία του.
Ὅλους ὅσους μετέτρεψαν τὴν καθαρότητα τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας σὲ λόγο ἐλεύθερο σὲ κάθε λογῆς πειραματισμὸ καὶ ἀπὸ κήρυκες κατήντησαν χριστέμποροι.
Κατηγορῶ τοὺς οἰκουμενιστές ἀλλὰ καὶ ὅλους ὅσους δὲν σπλαχνίζονται τοῦ ποιμνίου, παρὰ τὸ ἄφησαν ἀκατήχητο καὶ ἀποίμαντο, ἐγκαταλελειμένο, βορὰ τοῦ κάθε λύκου, ψευτοδιδασκάλου καὶ ψευδοποιμένα. Τὸ ἄφησαν ἀπαρηγόρητο καὶ ἀβοήθητο. Αὐτοὺς ποὺ προσδοκοῦν τὴν προσωπικὴ ἀνάδειξη καὶ φήμη, ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ψυχικὴ στήριξη τῶν πιστῶν σὲ καιροὺς ἀπολύτου σχιζοφρένειας, σὲ καιροὺς κρίσης ὑλικῆς, πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς. Αὐτοὺς ποὺ βλέπουν μόνο τὴν προσωπικὴ ἀνωτερότητα καὶ ξεχνοῦν τὴν πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἀγάπη τοῦ Παύλου. Αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὸν φτωχό, τὸν ἡλικιωμένο, τὸν βιοπαλαιστὴ καὶ κολακεύουν τὸν πλούσιο καὶ διάσημο.
Κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, ποὺ ἐθελοτυφλοῦσε θρησκοληπτώντας δεκαετίες ὁλόκληρες, ποὺ ἔβλεπε καὶ ἀπέβλεπε σὲ γέροντες καὶ δεσποτικὲς μορφὲς καὶ ξεχνοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστό· ποὺ θαμπωνόταν ἀπὸ τὴν αὐτοπροβαλλόμενη δύναμη τῆς προσωπικότητας καὶ ἀγνοοῦσε τὴν θεοπρόβλητη δύναμη τῆς ταπείνωσης· ποὺ ἀναπαύομενος νόμιζε, ὅτι ἡ λύση τῆς ἀκρίτου ὑπακοῆς ἐξαφάνιζε τὸ βάρος τῆς εὐθύνης· ποὺ ἀποποιοῦταν τὴν μυστική, ἔκπλαγη ὡραιότητα τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καὶ ἐμπιστευόταν τοὺς πομφόλυγες τοῦ κάθε ἐκμοντερνιστῆ.
Κατηγορῶ, διότι ὡς πιστὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ μάχεται παρὰ τὶς ἁμαρτίες του γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔχω αὐτὸ τὸ δικαίωμα καὶ κυρίως διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς πραγματοποιοῦν τὸ πιὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα, τὴν φοβερότερη κλεψιά: ἐπιχειροῦν νὰ κλέψουν τὸν Παράδεισο, τὴν Ἀγάπη, τὸν Χριστὸ ἀπὸ μένα καὶ τὰ ἀδέλφια μου!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου