Πῶς θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;
Ὤ ἡ ἁμαρτία! ὤ ἡ ἁμαρτία μου, ἡ ἁμαρτία σας! Ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες εἶνε ἕνα φοβερὸ κακό, ῥιζωμένο βαθειὰ μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Λέει κάποιος φιλόσοφος· Δῶστε μου μιὰ λίμνη ποὺ νὰ εἶνε πεντακάθαρη, μιὰ λίμνη ποὺ τὰ νερά της νὰ εἶνε καθαρὰ καὶ γλυκὰ ὅπως τὰ νερὰ τῆς Πρέσπας. Καὶ μετά, μέσα στὰ γλυκὰ νερὰ τῆς λίμνης, νά ᾿ρθῇ κάποιος καὶ νὰ ῥίψῃ μιὰ σταγόνα δηλητήριο, καὶ αὐτὸ νά ᾿χῃ τέτοια πικράδα, ὥστε ὅλο τὸ νερὸ τῆς λίμνης νὰ γίνῃ φαρμάκι. Τί δύναμι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ αὐτὴ ἡ σταγόνα, ὥστε νὰ κατορθώσῃ νὰ φαρμακώσῃ τὰ νερὰ ὁλόκληρης τῆς λίμνης;
Τέτοια δύναμι ἔχει ἡ ἁμαρτία. Γλυκὰ ἤτανε τὰ νερὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλὰ κατόπιν ἦρθε ἡ ἁμαρτία καὶ τάραξε ὁλόκληρο τὸ σύμπαν καὶ φαρμάκωσε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλοι ἀναστενάζουμε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μέσα μας ὑπάρχει τὸ φίδι αὐτό, ὁ ἑπτακέφαλος δράκων.
Τί δὲ᾿ θά ᾿δινε ὁ κόσμος, τί δὲ᾿ θά ᾿δινε ἡ ἀνθρωπότης, τί δὲ᾿ θὰ δίναμε κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ γιὰ νὰ βγῇ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ κακὸ αὐτό, ποὺ μᾶς βασανίζει! Καὶ τὸ κακὸ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Καὶ ἂν ἔλεγε ὁ Χριστὸς ὅτι, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, πρέπει νὰ πᾶτε κάτω στὸν Ἰορδάνη ποταμό, νὰ γδυθῆτε καὶ νὰ περάσετε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἑκατὸ φορές, θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Καὶ ἂν ἀκόμα μᾶς ἔλεγε ὁ Χριστὸς ὅτι, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τ᾿ ἁμαρτήματά μας, πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε ψηλὰ στὰ Ἰμαλάϊα, νὰ γίνουμε ἀλπινισταὶ καὶ ὀρειβάται καὶ νὰ φτάσουμε ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῶν Ἰμαλαΐων, καὶ ἐκεῖ ψηλά, μέσ᾿ στὸ κρύο, νὰ σταθοῦμε δέκα χρόνια, ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Καὶ ἂν μᾶς ἔλεγε ὁ Χριστός, νὰ πᾶμε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ νὰ κρυφτοῦμε καὶ νὰ ἀσκητεύουμε καὶ νὰ νηστεύουμε σὰν τοὺς ἀσκητάδες ἑκατό χρόνια, ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Μία λέξις· «Ἥμαρτον»!
Μὰ δὲ᾿ μᾶς λέει αὐτὰ τὰ πράγματα ὁ Χριστός. Δὲ᾿ μᾶς λέει ν᾿ ἀνεβοῦμε στὰ Ἰμαλάϊα ὄρη καὶ νὰ παγώσουμε στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα βουνά.
Δὲ᾿ μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶμε κάτω στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ περάσουμε τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Γιατὶ καὶ χίλιες φορὲς νὰ περάσῃς τὸν Ἰορδάνη ποταμό, οὔτε μιὰ ἁμαρτία σου δὲν ἐξαγνίζεται.
Δὲ᾿ μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶμε στὰ σπήλαια καὶ νὰ κρυφτοῦμε καὶ νὰ γονατίζουμε καὶ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ ἀσκητεύουμε.
Μᾶς λέει ὁ Χριστός, ποὺ ἀμέτρητο εἶνε τὸ ἔλεός του καὶ ἡ ἀγάπη καὶ οἱ οἰκτιρμοί Του, νὰ κάνουμε κάτι εὔκολο. Πολὺ εὔκολο! Καὶ ἐπειδὴ εἶνε πολὺ εὔκολο, γι᾿ αὐτὸ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς ἂν δὲν τὸ κάνουμε.
Τί περιμένει ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἐμᾶς; Περιμένει νὰ πλησιάσουμε τὸν σταυρό του καὶ σὰν παιδιά του ἁμαρτωλά, νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ποῦμε μία λέξι. Νὰ τὴν ποῦμε ὄχι ἁπλῶς μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ σὰν πύραυλος καὶ σὰν φωτιὰ νὰ φτάσῃ ἐπάνω στὰ οὐράνια.
Μιά λέξι περιμένει καὶ ἀπὸ μένα καὶ ἀπὸ σᾶς, καὶ ἀπὸ μικροὺς καὶ ἀπὸ μεγάλους, καὶ ἀπὸ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, καὶ ἀπὸ κοκκίνους καὶ ἀπὸ μαύρους κι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Περιμένει μιὰ λέξι. Ἂν δὲν τὴν πῇ τὴ λέξι αὐτὴ ὁ κόσμος, δὲν σῴζεται. Τὰ ἄλλα φάρμακα εἶνε ματαιότης.
Ἡ λέξις αὐτή, ποὺ περιμένει ὁ Χριστός μας ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀσχέτως ἰδεολογικῶν κατευθύνσεων, ἡ λέξις αὐτὴ ἡ σωτήριος, ποὺ εἶνε μία ἐπανάστασις, ποὺ εἶνε γκρέμισμα τοῦ διαβόλου, εἶνε τό· «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Θεέ μου, «ἥμαρτον». Εἶπες τὸ «Ἥμαρτον» μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου; παράδεισος θὰ φυτρώσῃ στὴν καρδιά σου.
Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ αἰσθανθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλο κακὸ χειρότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Από τὸ βιβλιο «TI ΘA MAΣ ΣΩΣH;», του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ. 43-44
(απόσπασμα)