.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ευχή είς τήν Κυρίαν Θεοτόκον ίκετήριος έν ω καιρώ μάλιστα τις βούλεται μεταλαβείν


Ω πανάμωμε Θεού Μήτερ υπέρ πάντα νουν και λόγον ώ υπεραγία Παρθένε, πάσης παρθενίας υπερκείμενη, ώς και πρό του θείου τόκου Παρθένος, υπέρ πάσας ούσα τάς παρθένους, και έν αυτώ τω τόκω, και μετά τό τεκείν ή αυτή μείνασα, δι' ής ή των ανθρώπων φύσις, ή πάλαι έκπτωτος και μακράν άπωκισμένη Θεού, λόγοις αφάτου φιλανθρωπίας και ανεικάστου συγκαταβάσεως, ήνωται τη θεία και μακαρία φύσει, μηδαμώς υποστάσα τροπήν ή σύγχυσιν ή αλλοίωσιν, δι' ής και μετά τήν φρικωδεστάτην ταύτην ένωσιν και καταλλαγήν, φθονώ του πονηρού και τη του νοός ημών ματαιότητι, του καθήκοντος αποπίπτοντες αύθις ανακαλούμεθα, και τον σόν Υιόν και Θεόν ημών περί ημάς ευρίσκομεν ίλεων, ταίς πρός αυτόν ακαμάτοις σου μεσιτείαις και ανυσιμωτάταις δεήσεσι. 
Σου, Δέσποινα, δέομαι και σέ παρακαλώ τήν ελεήμονα και φιλάνθρωπον, του ελεήμονος και φιλάνθρωπου Θεου Μητέρα, πρόστηθί μου και έν τη ώρα ταύτη, πλείστης υπέρ ποτέ και τά νύν δεομένου της παρά σου σκέπης και αντιλήψεως. Επειδή γάρ όλος ών ακαθαρσία και τών αμαρτιών βόρβορος και συνόλως ειπείν τών ψυχολέθρων πάντων παθών οικητήριον, τοις υπεραχράντοις και φρικτοίς μυστηρίοις, του σου Υιού και θεού ημών προσελθείν βούλομαι, αγωνιώ και τρόμω συνέχομαι πράς τό τών εμών ανομιών άφορων πλήθος. 

Τίνα γάρ των εμών αισθήσεων ό ταλαίπωρος ού κατέχρανα; 
Ποίον σατανικόν επιτήδευμα και ενθύμημα ού μεθ' υποκρίσεως και μετά διαθέσεως και μετ' υπερβολής ειργασάμην; 
Ποίοις ού διεφθάρην ατοπωτάτοις λογισμοίς και αναπλάσμασι ματαιότητος; 
Ποίος αιχμαλωσίας τρόπος ού κατεκράτησέ μου τελείως του νου; 
Ού μόνον γάρ έν οίς άθλίως περιπέπτωκα πάθεσιν, έν τούτοις κατά πρόληψιν ως αιχμάλωτος περιάγομαι, ούδ' άπερ διά της των αισθήσεων ακρασίας, έξ αλλοτρίων πράξεων ή ομιλιών ή έκ του παρήκοντος εις ακοήν ελθόντα, ή οραθέντα εμαυτώ επεσώρευσα πονηρά είδωλα, ταύτα σκεδάννυσι την διάνοιαν, άλλα και τά μήπω γεγονότα, μήτε μην γενησόμενα, μητ' άκουσθέντα, μηθ' οραθέντα συνεχόμενος ό εμπαθής και σαθρός και νηπιόφρων και άκαρπος μου νους τω δημιουργώ της κακίας, καί ώς όντα ειδοποιών έν τούτοις τόν τής ελεεινής μου ζωής κατηνάλωσα χρόνον. 

Τοσούτοις και τηλικούτοις ό δυστυχής ενεσχημένος κακοίς, προς τοιαύτα υπερφυή καί θειότατα, και ά δή καί Άγγελοι παρακύψαι επιθυμούσι, προσελθείν προεθέμην, ω Δέσποινα• καί δέδοικα μήπως ώς ανάξιος κατ' εκείνον τόν μή ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, χείρας καί πόδας δεθείς, εις τό σκότος ριφώ, αντί φωτισμού καί θείας χάριτος κοινωνίας, την εμοί κατάλληλον του σκότους καταδικασθείς κατοίκησιν αλλά τί πάθω; αναξίως μέν τών τοιούτων φρικωδέστατων μυστηρίων μετέχων, τοιαύτας, καί τούτων χείρονας προσδοκώ τάς ευθύνας υφέξειν, αμέτοχος δέ πάλιν τούτων έσθ' δτε διαμένων επιπολύ, προβαλλόμενος τό άνάξιον, εις βάθος, ώς ειπείν, τών κακών εμπίπτων, καταφρονώ, καί ταις αυταίς κολάσεσιν, ή καί μείζοσι, καί ούτως υπόδικος γίνομαι. 

Στενά μοι τοίνυν τά του πράγματος εκατέρωθεν δι' ο καί προς σέ καταφεύγω τήν κραταιοτάτην όντως καί απροσμάχητον βοηθόν. Σπλαγχνίσθητι ούν, Υπέραγνέ Θεομήτορ, έπ' έμοί, και χρησαμένη τη πρός τον σον Υιόν μητρική παρρησία σου, άφεσιν μέν μοι των προγεγονότων σφαλμάτων εξαίτησαι, άφλεκτον δέ με τω καυστικώ πυρί των αυτού ζωοποιών μυστηρίων ανάδειξον, μάλλον μέν ούν ώς το βούλεσθαι, το δύνασθαι συντρέχον υπερφυώς κεκτημένη, και καθαρθήναι, και φωτισθήναι τή κοινωνία τούτων αξίωσον, και τό υπόλοιπον της ζωής μου έν μετάνοια και αγνεία και ταπεινώσει διελθείν ευόδωσον, έν έργοις, έν λόγοις, έν λογισμοίς, και έν πάσι ψυχής και σώματος τοις κινήμασιν αεί συμπαρούσα, διευθετούσα, προϊσταμένη, χειραγωγούσα, τάς εναντίας αποτρεπομένη δυνάμεις, και ώς δούλον, ει και αχρείον, τής σής χρηστότητος, παντοίως περιποιουμένη τε και φυλάττουσα. 
Ναί, Δέσποινα παντευλόγητε, μη αποστρέψης κενός τάς αναξίους μου και οικτροτάτας δεήσεις, αλλά και τω τήδε βίω και έν τή εξόδω τής ταλαίπωρου μου ψυχής, και έν τή μελλούση φοβερή καί αδεκάστω κρίσει, πάρεσό μοι συμμαχούσα, και των απευκτών ρυομένη πάντων, ίνα χάριτι σεσωσμένος, ευλογώ καί δοξάζω σε, και ταίς σαίς αυγαίς φωτιζόμενος, προς ύμνον, πρός δόξαν καί προσκύνησιν ανατείνωμαι τής πανάγαθου, παντουργού τε καί μακάριας Τριάδος, εις τους σύμπαντος αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Ιωάννης