.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ήμαρτον Πάτερ...

ΤΙ ΑΛΛΟ ΕΧΩ ΝΑ ΕΙΠΩ;


«Πάτερ, εάν με συγχωράς να σε καλώ Πατέρα, εάν δεν πταίω καί σ’ αυτό τίποτε με το να τολμώ να σε ονομάζω Πατέρα, εάν δεν ατιμάζω με το αμαρτωλό μου στόμα το γλυκύτατο καί τίμιο όνομά σου, Πάτερ κατά χάριν, καί δημιουργέ κατά φύσιν, έσφαλα. Τί άλλο έχω να είπω; Ομολογώ εκείνο, το οποίο γνωρίζεις, καταγγέλλοντας εκείνο που δεν σε λανθάνει. Αμαρτωλός είμαι καί το γνωρίζεις. Έφταιξα εις τον ουρανόν καί έμπροσθέν σου, δεν τολμώ να σε ατενίσω, διότι είμαι τετυφλωμένος από τις αμαρτίες...
Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν, ότι είναι θρόνος σου. Έσφαλα έμπροσθέν σου, διότι γνωρίζεις τις ανομίες μου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου. Μόνος μου γίνομαι απόκληρος. Τον εαυτό μου καταδικάζω, τον εαυτό μου κατακρίνω, μόνος μου αποφασίζομαι, δεν χρειάζομαι κατήγορο, δεν χρειάζομαι μάρτυρες. Έσωθέν μου με ελέγχουν οι μάρτυρες. Η συνείδησή μου με κατηγορεί, οι αμαρτίες μου με καταδικάζουν, οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι αδικίες, οι πλεονεξίες, οι παρανομίες, οι αμαρτίες, τις οποίες έκαμα εν νυκτί καί εν ημέρα με καταισχύνουν.
Καί λοιπόν δεν είμαι άξιος, Κύριε, να ονομασθώ υιός σου, διότι πώς να δυνηθώ να δω την Εκκλησία, την οποία επί τόσον καιρό εγκατέλειψα; Με ποιους οφθαλμούς να δώ την φοβερά καί Αγία σου Τράπεζα, όπου αποξενώθηκα απ’ αυτήν; Πώς να ακούσω τα λόγια της Γραφής σου, όπου τα αυτιά μου είναι ερρυπωμένα από αισχρούς καί κακούς λόγους; Πώς να ενατενίσω στα Άγια βιβλία σου, όπου τα κατεπάτησα με τα έργα μου; Πώς να λάβω τα Άχραντά σου Μυστήρια, όπου οι χείρες μου είναι μεμολυσμένες από αμαρτίες; Πώς να εισέλθει ο Χριστός στο στόμα μου, το οποίο ήταν έτοιμο σε ύβρεις, σε κατηγορίες, σε ονειδισμούς, σε καταδόσεις, σε βλασφημίες, σε μωρολογίες, σε αργολογίες, σε ψευδολογίες, σε επιορκίες, σε ασχημολογίες; Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου. Όποιος είναι υιός πονηρός, είναι ανάξιος Πατρός Αγαθού. Όποιος αγαπά τις ηδονές του κόσμου, στερείται της Αγάπης του Θεού. Όποιος αγαπά τα θελήματα του σώματός του, μισεί το καλό της ψυχής του. Όποιος ορέγεται τις αμαρτίες, αποστρέφεται τις αρετές. Εγώ είμαι ο πταίστης σε όλα. Εγώ είμαι εκείνος που κατεφρόνησα τα αγαθά και ζήτησα τα κακά, που μίσησα τις αρετές και αγάπησα τις αμαρτίες. Και λοιπόν δέξου με ως φύσει Εύσπλαχνος και μακρόθυμος που Είσαι»…

Μέρος Λόγου του Δαμασκηνού Στουδίτου 
εις την Παραβολή της Κυριακής του Ασώτου