.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Πατέρα μου, ἀγαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα...

ΑΝΑΣΤΑΣ ΠΟΡΕΥΣΟΜΑΙ ΠΡΟΣ ΣΕ

Πατέρα μου, ἀγαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα,

Σοῦ γράφω αὐτὸ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν ἀὐτοεξορία μου, ἀπὸ τὴν χώρα τῆς ἁμαρτίας μου,ἔχοντας δίπλα μου τὴν παρέα τῶν χοίρων παθῶν. Πεινῶ, Πατέρα μου, γιατὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς καὶ ἐφήμερης ἡδονῆς δὲν μὲ χορταίνουν· ἱκανοποιοῦν προσωρινὰ καὶ γιὰ λίγηὥρα τὸ αἴσθημα τῆς πείνας μου. Θυμᾶμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τὰ πλούσια γεύματα στὸσπίτι μας, τότε ποὺ ἀπερίσπαστος ζοῦσα κοντά Σου καὶ χαιρόμουν σὰν μικρὸ παιδί, ὅταν μὲἔπαιρνες στὴν ζεστή Σου ἀγκαλιά. 

Ἀλλ’ ὅσο ἀπερίσπαστος κι ἂν ἤμουν κοντά Σου, τόσο ἀπερίσκεπτος ἀποδείχθηκα μακρυά Σου. Μὲ θάμπωσε ὁ ἐγωϊσμός, μὲ σαγήνευσε ἡ φαντασία, μὲ νίκησε τὸ πεῖσμα μου, γιατὶνόμιζα πὼς ἀπὸ πεῖσμα μὲ κρατοῦσες στὸ σπίτι. Μὲ εἶχες ἄρχοντα καὶ δὲν μὲ ἐμπόδισεςἄφρονα. Μοῦ ἑτοίμαζες πλούσια κληρονομιά, ὅμως ἐγὼ βιάστηκα νὰ τὴν οἰκειοποιηθῶ· βιάστηκα νὰ κρατήσω γιὰ μένα καὶ μόνον γιὰ μένα τὰ δικά Σου ἀγαθά, χωρὶς νὰ νοιάζομαι γιὰ τὴν δική Σου ἀπόλαυση. Σοῦ ζήτησα αὐτὸ ποὺ νόμιζα πὼς μοῦ ἀναλογοῦσε, ἐπειδὴ Ἐσὺἤσουν πάντοτε γενναιόδωρος, ἀπαίτησα μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν κοπίασα νὰ ἀποκτήσω, αὐτὰ ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες, δίχως νὰ ἔχῃς τὴν παραμικρὴ ὑποχρέωση ἀπέναντί μου. Κιὅμως δὲν ἀρνήθηκες νὰ μοῦ τὰ χαρίσῃς, διότι μὲ ἀγάπησες παραπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺμοῦ χάρισες, διότι ἡ ἀγάπη Σου ἦταν τέτοια ποὺ δὲν ἀνέχθηκε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ μὲκρατήσῃ σκλάβο της.


Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς Σου, κλαίωἀπὸ πίκρα γιὰ τὴν μικρότητα τῆς ψυχῆς μου. Εἶμαι τόσο λίγος, τόσο ἀνόητος, τόσο ταλαίπωρος ποὺ ταλαιπώρησα τὰ μάτια Σου. Ναί! Εἶμαι σίγουρος ὅτι πολὺ ταλαιπώρησα αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ γεμάτα συμπάθεια καὶ εὐσπλαχνία, καὶ τὰ ἔκανα νὰ κλαῖνε νύχτα καὶμέρα γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μου· τὰ ἔκανα νὰ περιμένουν ἀνοιχτὰ ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας, περιμένοντας νὰ μὲ δοῦν νὰ ἐπιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τὸ ξέρω ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, στέκεσαι στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, λαχταρώντας τὸνἄσωτο γιό Σου.
Σὲ ξέρω καλὰ καὶ μὲ ξέρεις καλύτερα. Δὲν ὑποθέτω ὅτι δὲν ἔχεις διάθεση νὰ φᾷς, γιατὶεἶμαι καὶ γι’ αὐτὸ σίγουρος. Πεινᾶς μαζί μου καὶ ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τῆς ὑγείας καὶτῶν δυό μας. Ἀλλὰ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; Ἐγὼ τουλάχιστον, ἀπὸ τότε ποὺἔφυγα, ἔφαγα καὶ ἤπια καὶ διασκέδασα καὶ ἀπόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρὶν δὲν πεινοῦσα, γιατὶ μοῦ ἔδωσες μὲ ἁπλοχεριὰ τὴν μισὴ περιουσία Σου. Ἐνῷ Ἐσύ, ἀπὸ τότε ποὺ σὲἐγκατέλειψα, δὲν ἔβαλες μπουκιὰ στὸ στόμα. Σὲ ξέρω καλά, Πατέρα. Καὶ ξέρω ὅτι Ἐσὺ μοῦσυμπεριφέρθηκες ὡς Πατέρας κι ἐγὼ Σοῦ συμπεριφέρθηκα ὡς τέρας. Σὲ ὑποτίμησα· μὲὑπερτίμησες. Σὲ περιφρόνησα· μὲ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Σου!
Δὲν τολμῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι γιός Σου. Πρόδωσα τὴν υἱότητα καὶ σοῦ πλήγωσα τὴν Πατρότητα. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἀποκαλοῦμαι γιός Σου. Θέλω νὰ γυρίσω πίσω, νὰ πέσω στὰ γόνατα, νὰ προσκυνήσω τὰ πόδια Σου καὶ νὰΣὲ παρακαλέσω νὰ μὲ δεχθῇς ὡς ἐργάτη, ὡς δοῦλο, μήπως ἔτσι Σοῦ ξεπληρώσω μὲ τὴνἐργασία αὐτὰ ποὺ Σοῦ πῆρα καὶ κατεσπατάλησα μὲ τὶς κακὲς παρέες. Ναί, ἦταν κακὲς οἱπαρέες, τὸ ὁμολογῶ· διότι στὶς δύσκολες στιγμές, ὅταν τελείωσαν τὰ χρήματα, ὅλοι μὲἐγκατέλειψαν, ὅλοι μὲ ἀγνόησαν, ἀκόμη κι ἐκεῖνες ποὺ προσεποιοῦντο τὶς ἐρωτευμένες. Σὲπαρακαλῶ, δέξου με καὶ πάλι, καὶ δῶσε μου τὴν εὐκαιρία νὰ Σοῦ ξεπληρώσω στὸ ἀκέραιοὅσα Σοῦ ξόδεψα καὶ ἀκόμη Σοῦ ἀνήκουν. Θὰ ἐργαστῶ μὲ συνέπεια ὑπὸ τὶς Πατρικὲς προσταγές Σου. Δὲν ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις. Οὔτε τὴν πρώτη στολή σου νὰ φορέσῃς θέλω,ὅταν μὲ δῇς, οὔτε τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι, οὔτε τὰ καλά καὶ ἀκριβά Σου ὑποδήματα. Θὰεἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλους, κάτω ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο μου μεγάλο ἀδελφό, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν παρέβη τὶς ἐντολές Σου, αὐτὸν ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα Σου, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν Σοῦζήτησε οὔτε ἕνα ἐρίφιο, γιὰ νὰ τὸ συμφάγῃ μὲ τοὺς φίλους του. Ἐγὼ σοῦ ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, ποὺ δικαιολογημένα θὰ μπορῇς νὰ μοῦ ἀρνηθῇς καὶ μία τελευταία χάρη, νὰ μὲδεχθῇς πίσω στὴν ἀγκαλιά Σου.
Πάτερ Ἀγαθέ! Μακρυά Σου ἔγινα ἄσωτος, μακρυά Σου δὲν σώζομαι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιὰ νὰ δῇς τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά μου, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ἡσυγγνώμη ποὺ θὰ Σοῦ ζητήσω θα εἶναι ἀληθινή, γιὰ νὰ Σοῦ δώσω ὅλο τὸ δικαίωμα νὰπεράσῃς στὸν τράχηλό μου τὸν δίκαιο ζυγὸ τῆς ἐκδούλευσής Σου· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιατὶ δὲν ἀντέχω πλέον στὴ σκέψη ὅτι μὲ περιμένῃς ὄρθιος καὶ ξάγρυπνος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας.


Ὁ ἄσωτος υἱός Σου


π. Στυλιανός Μακρής