.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κάποτε ζήτησε με δάκρυα από τον Θεό να της δείξη πως πρέπει να προσεύχεται...

Αρετές και πνευματικές εμπειρίες στην Μοναχική παλαίστρα.

(απόσπασμα),
Η Γερόντισσα Μακρίνα είχε, επίσης, το χάρισμα της προσευχής, την οποία ήδη από μικρό παιδί είχε «εγκολπωθή». Στην προσευχή η ψυχή της εύρισκε την ανάπαυσι και σε αυτήν εμπιστευόταν όλα τα αιτήματά της. Κάποτε ζήτησε με δάκρυα από τον Θεό να της δείξη πως πρέπει να προσεύχεται, ούτως ώστε η προσευχή ενώπιον Του να είναι καθαρή και απηλλαγμένη από την οίησι, για να μπορή ανεμπόδιστα ο προσευχόμενος να ενώνεται με τον Θεό. Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου με ολόλευκη στολή, ο οποίος την δίδαξε πως πρέπει να προσεύχεται ο άνθρωπος αναλόγως προς τις πνευματικές καταστάσεις του. Συμφώνως με τις υποδείξεις του Αγγέλου, όταν η ψυχή αισθάνεται την τελεία αγάπη προς τον Θεό, ο άνθρωπος υψώνει τα χέρια του ψηλά. Όταν κυριαρχούν εντός του η ταπείνωσι και η μνήμη των Παθών του Κυρίου, ο άνθρωπος σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι. Όταν η ψυχή από τον πόλεμο των παθών νοιώθη την άκρα ταπείνωσι, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται με τα χέρια πίσω, σαν κατάδικος. Κατόπιν ο Άγγελος άρχισε να προσεύχεται γονατισμένος και να κλαίη σαν να αγκάλιαζε τα πόδια του Χριστού, δεικνύων πως, όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την μηδαμινότητά του, προσεύχεται έτσι και βιώνει ανεκλάλητη χαρά και παράκλησι από τον Θεό.