.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Προσευχή χωρίς εὐλάβεια



Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπό τό νά προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς προσοχή καί εὐλάβεια.
Ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἤ ψάλλει ἀπρόσεκτα καί ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερό πώς δέν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός πάλι, σάν εὔσπλαχνος, θέλει νά ἐλεήσει αὐτό τόν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νά πῶ, νά μήν προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά νά προσεύχεται χωρίς προσοχή.
Ἡ σωστή προσευχή εἶν᾿ ἐκείνη πού δέν γίνεται ἁπλά μέ τό στόμα, ἀλλά καί μέ τό νοῦ καί μέ τήν καρδιά. Ὅποιος λοιπόν δέν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικά δέν κάνει προσευχή, καί εἶναι ὑπόλογος γι᾿ αὐτό ἀπέναντι στό Θεό. Ἐκεῖνος πού προσεύχεται χωρίς συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του, κατά βάθος περιφρονεῖ τό Θεό. Καί πῶς θά ἐλεηθοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μέ κενά λόγια, κι ὅταν ὁ νοῦς μας συντυχαίνει μέ τούς δαίμονες;
Πῶς νά μήν παροργίζουμε τόν Κύριο, ὅταν ἀπό τή μιά ἀπευθυνόμαστε σ᾿ Ἐκεῖνον κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ νοῦς μας συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἤ καί αἰσχρά; 
Ἕνας τέτοιος νοῦς δέν ἀνήκει στό Χριστό καί δέν θά παραδοθεῖ ποτέ σ᾿ Αὐτόν. 
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καί κατάνυξη; 
Πῶς θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ τή σταθερή καί ἐνεργητική συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας;
Δέν θά τό κατορθώσουμε μόνοι μας. Στήν τέλεια προσευχή θά φτάσουμε, μόνο ἄν ζητήσουμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει μέ τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλοσύνης Του, νά νιώσουμε σέ ποιό φοβερό Θεό μπροστά στεκόμαστε. Καί ἀκόμα, ἄν Τόν παρακαλοῦμε θερμά ὄχι γιά μάταια καί πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλά γιά τήν κάθαρσή μας ἀπό τά πάθη καί, προπαντός, τήν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ παρά νά ταπεινωθεῖ  βαθιά μπροστά στή μακροθυμία Του.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο νά προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καί ἑπομένως ἀδύνατο νά κατανυχθεῖ καί ἡ καρδιά – ἄν δέν δεχθεῖ πρῶτα τό φωτισμό καί τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως, πού δίνεται κατεξοχήν μ᾿ ἕναν τρόπο: μέ τήν ἐπίμονη καί ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἐλέους Του.
Ἐκεῖνος πού ἔμαθε γράμματα καί μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νά διαβάσει τά βιβλία του χωρίς φῶς; Ἔχει τά βιβλία. Ἄν ὅμως δέν ἔχει καί τό φῶς, πῶς θά τά μελετήσει; 
Τό ἰδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή. Πῶς θά «μελετήσουμε» καί θά γνωρίσουμε τό Θεό, χωρίς τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως; 
Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι παρά μιά νοητή, θεόσταλτη δύναμη, πού περικυκλώνει καί μαζεύει τό νοῦ, τόν ἐμποδίζει νά φεύγει καί νά διασκορπίζεται στά γήινα καί τόν καθηλώνει στήν πανευφρόσυνη θέα καί κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φωτίζει τό νοῦ μας, ἡ προσευχή μας εἶναι ἄστατη καί ἄκαρπη. Καί ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτά πού οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαῖα – πλανιέται, χωρίς νά συνειδητοποιεῖ πώς γίνεται σκλάβος στό νοητό τύραννο, πού τόν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σέ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά νικήσουμε τό «σπερμολόγο» διάβολο, πού μέ πονηρές ἐνθυμήσεις καί ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό καρπό τῆς προσευχῆς καί κρατάει τήν ψυχή μας στό σκοτάδι. Ἄς παρακαλέσουμε θερμά τόν Κύριο, «τό φῶς τοῦ κόσμου», νά στείλει τό Ἅγιό Του Πνεῦμα καί νά διαλύσει μέ τό ἄκτιστο φῶς Του τό σκοτάδι αὐτό τῆς ψυχῆς μας, πού μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, «τόν πανταχοῦ παρόντα καί τά πάντα πληροῦντα».

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἀπό το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”
Βασισμένο σε κείμενο τοῦὉσίουΣυμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.