Στο Κολυμπάρι της Κρήτης, «οι ιερείς της αισχύνης, οι εσθίοντες την τράπεζα Ιεζάβελ»[1], γκρέμισαν την φάτνη του Ιησού και έστησαν την μιαρή του αντιχρίστου.
Οι ψευδεπίσκοποι ονόμασαν τους Μονοφυσίτες «εκκλησία» που σώζει, κάνοντας αποδεκτό ότι ο Χριστός δεν είναι Θεάνθρωπος άλλα είναι ή Θεός ή άνθρωπος.
Ονόμασαν τους Προτεστάντες «εκκλησία» που σώζει, κάνοντας αποδεκτό τι η Θεοτόκος δεν είναι η αειπάρθενος Παναγία άλλα μια …Μαρία και ότι δεν υπάρχουν άγιοι, κι ότι οι εικονομάχοι είχαν δίκαιο και ότι τα Μυστήρια δεν είναι επτά άλλα δύο.
Ονόμασαν τους Παπικούς «εκκλησία» που σώζει, κάνοντας αποδεκτό ότι ο αγιάζων την οικουμένη και κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι ο Χριστός άλλα ο πάπας.
Στο Κολυμπάρι αποκαλύφθηκαν οι ιερείς που «κρύβονται σαν τους ληστές»[2] από την Αλήθεια, που «σκοντάφτουν μέρα μεσημέρι», [3] «που εξαπατούν με ψεύτικες ζυγαριές».[4]
Όμως: «Αλλοίμονο σε όσους μολύνουν την Αγία Πίστη με αιρέσεις και συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς».[5]
Αποκαλύφθηκε το δόλιο ιερατείο που διδάσκει «εντολές ανθρώπων αποστρεφομένων την αλήθεια».[6] «Αυτό που λέει λόγια του αέρα, που λέει ψέματα».[7]
Οι αρχιερείς και ιερείς κατάφεραν μαχαιριές στο σώμα του Χριστού και τώρα «φέρονται σαν οι πληγές του λαού να είναι αμυχές.
Λένε στον λαό πως όλα πάνε καλά, μα τίποτα δεν πάει καλά».[8]
Αποδέχτηκαν τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» που σώζουν. Δίδαξαν ψέματα και πράγματα του μυαλού τους. «Διαβίβασαν στους ανθρώπους τις εντολές του Κυρίου νοθευμένες και τους παραπλάνησαν. Εξαπάτησαν τον Κύριο. Πρόδωσαν την αποστολή τους[9]… ο Κύριος θα τους ρίξει στον κοπρώνα».[10]
«Ενήργησαν σύμφωνα με την δική τους διδασκαλία, [δήθεν σοφοί] κι ο λαός όλα τα δέχτηκε».11]«Λαός ζει [πλέον] στην μοιχεία γιατί απαρνήθηκε τον Κύριο», [12]μολύνθηκε με τους απίστους, αγκάλιασε τους αιρετικούς, και ήπιε κρασί με τους διώκτες Του. «Αυτούς που ο Κύριος απέρριψε, αυτούς εμείς εμπιστευτήκαμε».[13]
«Το χελιδόνι και το τρυγόνι γνωρίζουν τον ορισμένο καιρό να αποδημήσουν, όμως ο λαός μου δεν έχει ιδέα από τις εντολές μου», λέει Κύριος Παντοκράτωρ.[14]
Όμως, «Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτάνοντες, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπαινοῦν τοὺς ἁμαρτάνοντες ὑφίστανται τὴν ἴδια ἢ καὶ χειρότερη τιμωρία».[15]
Λέει ο Κύριος: «Είναι διεφθαρμένοι [οι ιερείς], τους έπιασα να ασεβούν μέσα στο ναό»[16]… «Με περιφρονούν και ρωτάνε· πώς σε περιφρονούμε; Με το να προσφέρετε στο θυσιαστήριο μου μιαρές θυσίες… δεν θα δεχτώ θυσίες από τα χέρια σας».[17]
Και οι μιαρές θυσίες δεν είναι άλλες από τις Λειτουργίες των κακοδόξων ιερέων.
Των διαστρεβλωτών της διδασκαλίας για την οποία ο Κύριος σταυρώθηκε.
Λειτουργίες με μια Πίστη «σε ξένο θεό»[18],
Λειτουργίες που δικαιώνουν την αίρεση, το ψέμα.
Αλλα «όποιος δικαιώνει αίρεση είναι αναθεματισμένος»[19]
Έρχονται Χριστούγεννα, μα όχι πλέον στη φάτνη που ξέραμε.
Η Εκκλησία (και η χώρα) ταύτισε την μοίρα της πλέον με το αρχαίο Ισραήλ, δηλαδή με την καταστροφή. Η όλη Εκκλησία δεν θα ναυαγήσει βέβαια ποτέ, αφού ήδη το ουράνιο τμήμα της θριαμβεύει από αιώνες εκεί που είναι ο Θεός και το επίγειο μπορεί να λάμπει κάπου αλλού στη γή ή σε ένα άγνωστο σπιτάκι δίπλα μας, όμως η Εκκλησία της Ελλάδας βούλιαξε στο Κολυμπάρι. «Είναι αδύνατο να ανήκει κανείς στους ευσεβείς όποιος κοινωνεί και δεν έχει αποχωριστεί από τον Καλέκα» [τον Λατινόφρονα πατριάρχη] γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς [20].
Έρχονται Χριστούγεννα…
«Με αηδιάζουν οι γιορτές σας και τις μισώ. Δεν μ΄ αγγίζουν τα πανηγύρια σας» λέει Κύριος Παντοκράτωρ.[21]
«Αν έρθω στον λαό μου σαν τρυγητής, σταφύλια δεν θα βρώ, ούτε σύκα, λέει ο Κύριος, ακόμα και τα φύλλα θα έχουνε μαραθεί.
Γι΄ αυτό θα παραδώσω το λαό μου στους ξένους και θα τον καταστρέψουν».[22]
«Οι προφήτες τους λένε ότι δεν θα έχουν πόλεμο, ούτε πείνα και τους υπόσχονται παντοτινή ειρήνη. Και ο Κύριος απαντά: οι προφήτες αυτοί λένε ψέματα.
Δεν είναι αλήθεια ότι προφητεύουν στο όνομα μου. Δεν τους έστειλα εγώ, ούτε τους πρόσταξα, ούτε τους μίλησα εγώ. Σας μιλάνε για ψεύτικα οράματα και χρησμούς.
Σας λένε ανώφελα πράγματα, παραπλανητικά επινοήματα της φαντασίας τους. Εγώ ο Κύριος προαναγγέλλω τι θα κάνω στους προφήτες που λένε ότι δεν θα έρθει πόλεμος στη χώρα. Με πόλεμο και πείνα θα τους θανατώσω. Το ίδιο και τον λαό που κάθεται και ακούει τις προφητείες τους».[23]
Και ο λαός θα πεί: «Ο Κύριος σαν εχθρός μας έγινε… κατέστρεψε τον Ισραήλ… ξήλωσε το ναό του σαν να ήταν παράγκα σε κήπο… κατεδάφισε το θυσιαστήριο του».[24] «Όλοι οι αμαρτωλοί μές στον λαό μου, αυτοί που λένε με αυτοπεποίθεση: ο Θεός δεν θα αφήσει να μας βρεί κακό, όλοι αυτοί απ΄ των εχθρών θα σκοτωθούν το ξίφος».[25]
«Αλίμονο στις καρδιές τις δειλές… και στον αμαρτωλό που βαδίζει δύο δρόμους».[26]
«Φεύγετε οὖν αὐτοὺς ἀδελφοί, καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν. Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργᾶται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ», [27] μαςπροτρέπει ο άγιος Μάρκος.
«Η ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Παπικοὺς ἐντάσσει τὸν κοινωνοῦντα στὰ ἀναθέματα τῶν Συνόδων καὶ στὸν πυθμένα τοῦ ἅδη» γράφει ο όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος.[28]
Αν θέλουμε να σωθούμε, ας παρακαλέσουμε τον Θεό γονατιστοί στην γνήσια φάτνη του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, να αξιωθούμε να γίνουμε συνοδοιπόροι του Λώτ και συνεργάτες του Νώε, γνωρίζοντας ότι η συμπόρευση με την Αλήθεια γεννά πάντα την καταδίωξη από το αρχέκακο φίδι.
«Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι».[29]
[1] Γ΄Βασ. ιη΄ 21.
[2] Ωσηέ στ΄ 9.
[3] Ο.ά. δ΄5.
[4] Ό.ά. ιβ΄ 8.
[5] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦΣύρου, Λόγος Εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦΧριστοῦ.
[6] Τιτ. α΄ 14.
[7] Μιχ. β΄ 11.
[8] Ιερ. στ΄ 14.
[9] Μαλαχ. γ΄ 8.
[10] Μαλαχ. β΄ 3.
[11] Ιερ. ε΄ 31.
[12] Ωσηέ α΄ 3.
[13] Ιερ. β΄ 36.
[14] Ιερ. η΄ 7.
[15] Ἰ. Χρυσοστόμου, Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα, Λόγος ΚΔ΄, 40, ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ.
[16] Ιερ. κγ΄ 11-12.
[17] Μαλαχ. α΄ 6,7,10.
[18] Μ. Ἀθανάσιος, Ε.Π.Ε. 9, κεφ. 80,27.
[19] Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου , P.G. 13, 128.
[20] Ε.Π.Ε. 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα.
[21] Αμώς ε΄ 21.
[22] Ιερ. η΄ 13.
[23] Ιερ. ιδ΄14-16.
[24] Θρήνοι Ιερ. β΄ 5,6,7.
[25] Αμώς θ΄ 10.
[26] Σειρ. β΄12.
[27] Τοῖς Ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς, §6, ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰδογματικὰ καὶ συμβολικὰμνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου καὶΚαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1960, τομ. Α΄, σ. 427
[28] Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Συγγράμματα, τόμος β΄, Κατήχησις 31, 1, σ. 332.