.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κόλαση, για όσους έχουν μυστηριακὴ κοινωνία με αιρετικούς!

Κάποιος γέροντας κατοικοῦσε στὴν λαύρα τοῦ Καλαμῶνα, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν ἅγιο Ἰορδάνη, στὸ ὄνομα Κυριακός.

Ἦταν δὲ μεγάλος ὁ γέροντας κατὰ Θεόν.

Αὐτὸν ἐπισκέφτηκε κάποιος ἀδελφὸς ξένος, ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ Δάρας, στὸ ὄνομα Θεοφάνης, γιὰ νὰ ρωτήσει τὸ γέροντα γιὰ λογισμὸ πορνείας. Καὶ τότε ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ τὸν ἐνισχύει μὲ λόγους περὶ σωφροσύνης καὶ ἁγνότητας.

Ὁ ἀδελφὸς τότε, ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πολύ, λέει στὸ γέροντα: «Κύριε ἀββᾶ, ἐγὼ στὴ χώρα μου ἔχω μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τοὺς Νεστοριανοὺς καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ, ἀλλιῶς θὰ ἔμενα μαζί σου».

Μόλις λοιπὸν ἄκουσε ὁ γέροντας τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου, ἐπειδὴ λυπήθηκε γιὰ τὴν πλάνη τοῦ ἀδελφοῦ, τὸν νουθετοῦσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τούτη τὴ βλαβερὴ αἵρεση καὶ νὰ προσέλθει στὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Τοῦ ἔλεγε δὲ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη σωτηρία, παρὰ τὸ νὰ ὀρθοφρονεῖ κανεὶς καὶ νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι πράγματι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία.

Ὁ ἀδελφὸς τότε λέει στὸ γέροντα: «Ἀναμφισβήτητα, κύριε ἀββᾶ, ὅλες οἱ αἱρέσεις τὸ ἴδιο λένε, ὅτι, ἂν δὲν ἔρθεις σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μέ μας, δὲν σώζεσαι.

Τί νὰ κάνω δὲν ξέρω ὁ ταπεινός. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Κύριο νὰ μὲ πληροφορήσει ἔμπρακτα ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη». 

Ὁ γέροντας δέχθηκε μετὰ χαρᾶς τὴν πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ λέει: «Μεῖνε στὸ κελί μου καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ ὅτι… σου ἀποκαλύπτει ἡ ἀγαθότητά Του τὴν ἀλήθεια».

Ἄφησε τὸν ἀδελφὸ στὸ σπήλαιό του καὶ βγῆκε στὴ Νεκρὰ Θάλασσα προσευχόμενος γιὰ τὸν ἀδελφό. Καὶ πράγματι, τὸ ἀπόγευμα τῆς δεύτερης μέρας, βλέπει ὁ ἀδελφὸς νὰ τοῦ παρουσιάζεται κάποιος φοβερὸς στὴν ὄψη καὶ νὰ τοῦ λέει: «Ἔλα καὶ δὲς τὴν ἀλήθεια». 
Καὶ τὸν παίρνει καὶ τὸν φέρνει σ’ ἕναν τόπο σκοτεινὸ καὶ βρωμερὸ ὅλο φωτιὰ καὶ τοῦ δείχνει μέσα σ’ αὐτὴν τὴ φωτιὰ τὸ Νεστόριο καὶ τὸ Θεόδωρο, τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Ἀπολινάριο, τὸν Εὐάγριο καὶ τὸ Δίδυμο, τὸ Διόσκορο καὶ τὸ Σεβῆρο, τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ὠριγένη καὶ μερικοὺς ἄλλους. 
Καὶ τοῦ λέει αὐτὸς ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε: «Αὐτὸς ὁ τόπος ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ γιὰ ὅσους μιλοῦν βλάσφημα γιὰ τὴν ἁγία Θεοτόκο καὶ γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν τὰ δόγματά τους. Ἂν λοιπὸν σ’ ἀρέσει ὁ τόπος, ἐπίμενε στὸ δόγμα σου. 
Ἂν ὅμως δὲν θέλεις νὰ δοκιμάσεις αὐτὴν τὴν κόλαση, προσελθε στὴν ἁγία Καθολικὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία καὶ ὁ γέροντας ἀνήκει καὶ διδάσκει.

Γιατί σὲ βεβαιώνω ὅτι, ἂν ὅλες τὶς ἀρετὲς κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ δὲν πιστεύει ὀρθά, ἔρχεται στὸν τόπο τοῦτο. 

Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν λόγο συνῆλθε ὁ ἀδελφός. Κι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας, τοῦ διηγήθηκε ὅλα τα συμβάντα, καθὼς τὰ εἶχε δεῖ. 
Κι ἦρθε σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἔμεινε λοιπὸν μαζί του κάμποσα χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικά.