.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΑΓΑΠΗ, ΑΛΛΑ ΕΝΤΟΣ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΡΙΩΝ

Η εισπηδητική Επιστολή που απέστειλε ο Παναγιώτατος στις 16 Νοεμβρίου ε.έ. προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο αποτελεί μνημείον εις το είδος της, ένα unicum. Απ’ αυτά που αναφέρει θα ασχοληθούμε, εν πρώτοις, με αυτά τα οποία γράφει ο Παναγιώτατος κ. Βαρθολομαίος για τον πρωτοπρεσβύτερο κ. Θεόδωρο Ζήση και τους συν αυτώ ομόφρονας, κληρικούς και λαϊκούς. Όλοι οι ανωτέρω, κατά τον Παναγιώτατο, περιέρχονται, συν τοις άλλοις και «διαφόρους Ορθοδόξους Εκκλησίας και προσκαλούσι τους αδελφούς Προκαθημένους και τους ποιμένας, αλλ’ ιδιαιτέρως τον ευσεβή λαόν εις ανταρσίαν και αμφισβήτησιν των αποφάσεων της εν Κρήτη εν ευλογίαις και επιτυχίαις συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας». 

Επειδή τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα εκθέτει ο Παναγιώτατος είμαστε αναγκασμένοι, με όλον το σέβας, να διαφωνήσωμεν. Οι λόγοι που μας αναγκάζουν είναι οι ακόλουθοι: Απορρίπτωμεν διαρρήδην τις έννοιες ανταρσία καιαμφισβήτησις ως εξωπραγματικάς. Για ποιό λόγο; Μα είναι γνωστό εις τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ ότι ΟΛΕΣ οι αποφάσεις των Συνόδων κρίνονται από τον ευσεβή λαό. Αν μία Σύνοδος μελωδεί «εν μέσω της Εκκλησίας μέλος εναρμόνιον θεολογίας» τότε άπαξ άπαντες οι Ορθόδοξοι, αργά ή γρήγορα την αποδέχονται. Δεν είναι δυνατόν ο Παναγιώτατος, κάτοχος τοσαύτης λιπαράς μορφώσεως κι ευπαίδευτος θεολόγος να αγνοεί τη βασική αυτή παράμετρο της Θεολογίας. Αυτό ομολόγησαν και οι τέσσερις Πατριάρχες της Ανατολής στα 1848, στην απάντησή τους στον αιρεσιάρχη της Ρώμης: «Ο λαός εστιν ο υπερασπιστής της θρησκείας και αυτό το σώμα της Εκκλησίας». Και πιο κάτω: «διό καθ΄ημάς ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι ηδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα». 


Η εκκλησιαστική ιστορία παρουσιάζει παραδείγματα Συνόδων που συνεκλήθηκαν για να στηρίξουν αιρέσεις και κακοδιδασκαλίες, όπως η ληστρική της Εφέσου (449), η της Ιερείας (754), η της Φερράρας-Φλωρεντίας, η του Μπρεστ-Λιτόφσκ κ.τ.ό. Συνεπώς ο π. Θεόδωρος Ζήσης κι όλοι οι συν αυτώ δεν είναι αντάρτες, ούτε αμφισβητίες αλλά διαμαρτύρονται, ευ και καλώς, για τις αποφάσεις τις Συνάξεως του Κολυμβαρίου, που από τη μια ΔΕΝ καταδίκασε ΚΑΜΜΙΑ αίρεση κι από την άλλη έσπευσε να χαρακτηρίσει χαρά ανεκλαλήτω τους κακοδόξους ως «ετερόδοξες Εκκλησίες»!!! 

Αφού αυτός ο χαρακτηρισμός είναι ορθόδοξος, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του Κολυμβαρίου, για ποιο λόγο ΟΥΔΕΠΟΤΕ τον χρησιμοποίησε, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, Σύνοδος Ορθοδόξων; Μήπως είμεθα σοφότεροι ή αγιότεροι των αγίων Πατέρων, που καταδίκαζαν τους αμετανόητους αιρετικούς; Δυστυχώς δεν συμμεριζόμεθα ούτε την εκτίμησιν υμών ότι η Σύναξη του Κολυμβαριου ήταν «εν ευλογίαις και εν επιτυχίαις».Αυτές τις «ευλογίες κι επιτυχίες»χειροκρότησαν οι αιρετικοί (Πάπας της Ρώμης, Ουνίτες, Γερμανοί Προτεστάντες).Τελικά η υμετέρα αγάπη αγκαλιάζει ΜΟΝΟ τους ετεροδόξους και ουδένα άλλον;

Του θεολόγου κ. Ανδρέα Κυριακού