Ὅσον ἀφορᾶ τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα, νομίζω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα, τουλάχιστον σοβαρό, δεδομένου ὅτι ποτὲ δὲν προετάθη σὰν πρότυπο ἑνότητας ἡ λεγόμενη λειτουργικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ ἡ δογματική, δηλαδὴ ἡ ἑνότητα πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου στὴν πρώτη π.χ. Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατ’ οὐσίαν ἐκλήθησαν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν μεταξύ των λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ μάλιστα στὸ σοβαρότατο θέμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, σὰν δευτερεῦον θέμα ἐτέθη τὸ νὰ συμφωνήσουν στὸν ταυτόχρονο ἑορτασμὸ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν καὶ νομίζω ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, οὔτε τότε θὰ εἶχε τὸ θέμα αὐτὸ λυθῆ. Ἄν ὅμως ἦτο θέμα πίστεως, νομίζω ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε λυθῆ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, δηλαδὴ μόλις ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς Πατέρες.
Δεδομένου τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε τελικὰ ὄχι για κάποιον ἐκκλησιαστικὸ λόγο, ἀλλὰ διότι αὐτὸ ἀκολουθοῦσε ἡ πολιτεία (κατ’ ἀκρίβεια καὶ ἡ Κων/πολις καὶ ἡ Ρώμη), εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο σήμερα νὰ τοῦ προσδίδωμε αὐτὴν τὴν ἱερότητα καὶ μάλιστα νὰ τὸ θεωροῦμε ὡς μέσον ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Κατ’ οὐσίαν δηλαδή, ὑποβαθμίζομε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ προτάσσομε τὴν ἡμερολογιακὴ ἑνότητα καί, ἀθέλητα ἴσως, πέφτουμε στὴν ἴδια παγίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Τρανὴ ἀπόδειξις τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸ ἀνέκαθεν ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ πολιτεία καὶ ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἐπειδὴ δῆθεν τὸ ἐθέσπισε ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἐν συντομίᾳ τὰ ἑξῆς:
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχὰς ἐχρησιμοποίουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ὑπῆρχε στὴν ἐποχή των καὶ τὸ Ἰουλιανό. Μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ἐχρησιμοποίουν τὸΑἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο καί, ἐπὶ αἰῶνες μετά, τὸ Αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο ἐχρησιμοποίει ὅλη ἡ Ἀφρική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑκατὸ ἔτη μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐχρησιμοποίει ἀνεξάρτητα πότε τὸ Μακεδονικὸ καὶ πότε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ, ὅταν δὲν πρόκειται
γιὰ ἀναφορὲς σὲ αὐτοκράτορες καὶ γεγονότα τῆς πολιτείας ἐχρησιμοποίει τὸν ἕβδομο αἰῶνα τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο ὡς πρῶτο καὶ τὸ μετέφραζε στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Πολλὲς φορὲς ὁ χρονογράφος αὐτὸς δὲν κάνει κἂν τὴν μεταφορὰ τῆς ἡμερομηνίας στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο καὶ ἀφήνει μόνο τὸ Μακεδονικό. Ὁ ἴδιος ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ ἔχει πίνακα, ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν ἀντιστοιχία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα στὸ Ἰουλιανό, τὸ Αἰγυπτιακὸ καὶ τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, δεῖγμα ὅτι στὴν ἐποχή του ἐχρησιμοποιοῦντο ὅλα αὐτὰ τὰ ἡμερόγια.
Ἀναφορὲς στὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφάνης στὴν Χρονογραφία του, τὸν ἔνατο αἰῶνα, ἂν καὶ εἶναι σαφῶς λιγότερες, δεῖγμα τοῦ ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐπεκράτησε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Τέλος ὁ Γ. Παχυμέρης τὸν 13ο αἰῶνα δίδει χρονολογίες γιὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ μὲ ἕνα ἀκόμα ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο, τὸ λεγόμενο Ἀττικό, χωρὶς μάλιστα τὴν ἀντιπαραβολή των ἀπὸ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναφέρω διὰ νὰ ἀποδειχθῆ τὸ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε λόγῳ τῆς πολιτείας καὶ ὄχι λόγῳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Πρακτικά, τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο εἶναι ἀτελές, διότι δὲν προβλέπει τὴν διόρθωσι τοῦ φυσικοῦ λάθους, ἐνῶ τὸ Ν.Η. εἶναι ἀνθρωπίνως τέλειο, διότι μὲ τὴν συμπλήρωσι τῶν ἑκατονταεντηρίδων διορθώνει τὸ λάθος του, καθιστώντας ἕνα δίσεκτο ἔτος ὡς μὴ δίσκετο καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐλαχίστη παρέκκλισι, κατὰ τὴν ὁποία μετὰ 2500 καὶ πλέον χιλιάδες ἔτη συμποσοῦται σὲ μία ἡμέρα, δύναται νὰ τὴν διορθώνη, μετατρέποντας καὶ τότε ἓν ἐπὶ πλέον δίσεκτο ἔτος σὲ μὴ δίσεκτο. Ἔτσι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ὀλίγο κατ’ ὀλίγο χάνει τὶς ἰσημερίες, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὶς ἐποχές, ἐνῶ τὸ Νέο τὶς διατηρεῖ.
Πρακτικὰ ἐπίσης τὸ Ν. Η. ἀποφεύγει τὴν σύγχυση τοῦ Τυπικοῦ καὶ τοῦ νὰ ἑορτάζωνται τὰ χαρμόσυνα γεγονότα ταυτοχρόνως, τὰ ὁποῖα συμβαίνουν στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν π.χ. συμπέση ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὴν μεγάλη Παρασκευὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο, ὁπότε συμψάλομε τὸ«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» μὲ τὸ «Σήμερον χαρᾶς Εὐαγγέλια». Ἐπίσης τὸ ἴδιο συμβαίνει ὅταν μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο συμπέση ἡ Καθαρὴ Δευτέρα μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ἔχουμε πέρα τῆς ὅλης ἀνωμαλίας τοῦ Τυπικοῦ, τῆς νηστείας κλπ. καὶ τὴν μείωση τῶν μεθεόρτων τῶν Φώτων, λόγῳ ἐνάρξεως τοῦ Τριωδίου καὶ φυσικὰ τὴν πλήρη κατάργησι τῶν μεθεόρτων τῆς Ὑπαπαντῆς. Ὅλα αὐτὰ δὲν συμβαίνουν μὲ τὸ Ν. Η., διότι ποτὲ δὲν συμπίπτουν αὐτὲς οἱ ἑορτές, ἀλλὰ αὐτὸ ποτὲ δὲν εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογίτες. Ἡ παράνομος μετάθεσις τῆς ἑορτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν αὐτὴ συμπέση τὴν μεγάλη Παρασκευὴ ἢ τὸ μεγάλο Σάββατο, ἔγινε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως πολὺ πρὶν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου. Εἶναι δὲ παράνομος αὐτὴ ἡ μετάθεσις, ἐπειδὴ ἀπαγορεύετα αὐτό, διὰ νὰ καταδεικνύεται ἡ ἐννεάμηνος κυοφορία τῆς Θεοτόκου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ κατ’ ἀλήθεια ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου.
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα συντόμως ἐξέθεσα ἡ ἄποψίς μου εἶναι (ὅτι μπορεῖ) νὰ ὑπάρξη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶνἈποτειχισμένων Νεοημερολογιτῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τῶν Ἀποτειχισμένων Παλαιοημερολογητῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὶς Συνόδους. Νομίζω ὅτι ἔτσι μόνο ἀκολουθοῦμε τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων. Διότι εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο νὰ προβάλλεται ὡς πρότυπο ἑνότητος σήμερα τὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπὶ δεκαπέντε (15) καὶ πλέον αἰῶνες δὲν εἰπώθηκε τίποτα (ἀπολύτως τίποτα) ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Μᾶλλον, κατ’ ἀκρίβεια εἰπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀποσχιζώμεθα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύνοδο γιὰ ζητήματα ἑορτῶν καὶ χρόνου. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).