Σε είδα μες στα λασπόνερα μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη. Έρημη σε απόγνωση, γεμάτη λάθη. Άνθρωπος δεν υπήρχε δίπλα σου. Είχαν φύγει όλοι, μαζί κι ο εαυτός σου. Ίσως πρώτος αυτός απ όλους. «Δεν μπορώ άλλο πάτερ», κατάφερες να ξεστομίσεις. «Κάνω διαρκώς τα ίδια λάθη. Ξέρω το σωστό μα μια δύναμη εντός μου, με τραβάει στο πάθος και το λάθος. Τα επιλέγουμε τελικά πατέρα μου, τα πάθη ή μας επιλέγουν; Από την μέρα που γεννήθηκα θυμάμαι να παλεύω για να ανασάνω. Να γδέρνομαι για να επιβιώσω. Να μάχομαι να κρατηθώ σε αυτό που ονομάζουμε ζωή. Γιατί; Άραγε γιατί; Για πόσο ακόμη πάτερ μου θα παλεύω με την αόρατη πληγή; Με την λαβωματιά εκείνη που δεν κατοικεί στο σώμα μου μα όμως τρυπάει το μυαλό και τα σώθηκα μου; Χρόνια ψάχνω σπιθαμή προς σπιθαμή την σάρκα μου, την γύμνωσα, την άφησα ερειπωμένη, μα πληγή δεν βρήκα. Τι με πονάει πάτερ; Που είναι αυτή η λαβωματιά να την θεραπεύσω;.
Δός μας,
Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;
Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.
Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων
Με το θόρυβο δεν κρύβονται οι πληγές....
Σε είδα μες στα λασπόνερα μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη. Έρημη σε απόγνωση, γεμάτη λάθη. Άνθρωπος δεν υπήρχε δίπλα σου. Είχαν φύγει όλοι, μαζί κι ο εαυτός σου. Ίσως πρώτος αυτός απ όλους. «Δεν μπορώ άλλο πάτερ», κατάφερες να ξεστομίσεις. «Κάνω διαρκώς τα ίδια λάθη. Ξέρω το σωστό μα μια δύναμη εντός μου, με τραβάει στο πάθος και το λάθος. Τα επιλέγουμε τελικά πατέρα μου, τα πάθη ή μας επιλέγουν; Από την μέρα που γεννήθηκα θυμάμαι να παλεύω για να ανασάνω. Να γδέρνομαι για να επιβιώσω. Να μάχομαι να κρατηθώ σε αυτό που ονομάζουμε ζωή. Γιατί; Άραγε γιατί; Για πόσο ακόμη πάτερ μου θα παλεύω με την αόρατη πληγή; Με την λαβωματιά εκείνη που δεν κατοικεί στο σώμα μου μα όμως τρυπάει το μυαλό και τα σώθηκα μου; Χρόνια ψάχνω σπιθαμή προς σπιθαμή την σάρκα μου, την γύμνωσα, την άφησα ερειπωμένη, μα πληγή δεν βρήκα. Τι με πονάει πάτερ; Που είναι αυτή η λαβωματιά να την θεραπεύσω;