.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο άνθρωπος της Εκκλησίας πρέπει να είναι «αδέσποτος»!

«καὶ τὰ “ἀδέσποτα” οἰκουμενιστικὰ


καὶ λοιπὰ τολμήματα τῶν δεσποζόντων»!


Το «αδέσποτον» της εν Χριστώ ζωής


Λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Αδέσποτον η αρετή και εκούσιον και ανάγκης πάσης ελεύθερον»και:
«Ελευθέραν γαρ είναι προσήκει παντός φόβου την αρετήν και αδέσποτον, εκουσία γνώμη το αγαθόν αιρουμένην».

Και ο Μέγας Βασίλειος: «Θεώ ου το ηναγκασμένον φίλον αλλά το εξ αρετής κατορθούμενον. Αρετή δε εκ προαιρέσεως και ουκ εξ ανάγκης γίνεται».

Το ρήμα «δεσπόζω» αρχικά σημαίνει ασκώ κυριαρχία. Επίσης κυριαρχώ τινος, εξουσιάζω κάτι. Γενικά, όλες οι ερμηνείες του ρήματος περιστρέφονται γύρω από τη λέξη «εξουσία»και«κυριαρχία». Το ουσιαστικό «δεσπότης» αναφέρεται στον οικοδεσπότη, στον κύριο των δούλων, τον απόλυτο άρχοντα, το δυνάστη, τον ιδιοκτήτη κάποιου, το Θεό. 
Στη νεότερη δε εκδοχή τον αρχιερέα, τον επίσκοπο.

Η λέξη «αδέσποτος» επίσης, αυτός που δεν έχει κύριο, δεσπότη, αυτός που δεν ανήκει σε κανέναν, αυτός που είναι στη διάθεση του καθενός. Το δε θηλυκό του «δεσπότης» είναι η «δεσπότις», η «δέσποινα», η κυρία του σπιτιού, η ηγεμονίδα, η βασίλισσα, η αυτοκράτειρα, η Θεοτόκος. 

Ώστε, κατά το λόγο του Ευαγγελίου και τις εμπειρίες των αγίων στην εκκλησιαστική μας Παράδοση, εκεί όπου ο πιστός αναγνωρίζει το πνευματικό περιεχόμενο της λέξης Δεσπότης, είναι μόνο το πρόσωπο του Χριστού και της λέξης Δέσποινα, αυτό της Παναγίας.

Άλλωστε, ένας είναι ο Δεσπότης του και έτσι τον προσφωνεί διαρκώς στις προσευχές του και στις συνεχείς επικλήσεις του μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες, όπως και την Παναγία ως Δέσποινα. Αυτόν, που είπε πως είναι η Αλήθεια και πως, αν την γνωρίσει ο πιστός, αυτή θα τον ελευθερώσει. Του μένει λοιπόν να αγωνισθεί να γνωρίσει το Χριστό, την Αυτοαλήθεια και, αφού τον βάλει στη ζωή του ως Δεσπότη –ω, του υπερλόγου– θα είναι κατά πάντα ελεύθερος.

Ο άνθρωπος της Εκκλησίας του Χριστού, για να προκόψει αληθινά, πρέπει να είναι «αδέσποτος», όπως γράφουν οι άγιοι. Διά της κτίσεως των ευαγγελικών αρετών ελευθερώνεται και με τη διάκριση και το φόβο μην πληγώσει τη χάρη των αρετών, που του χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, πράττει το «αγαθόν» με εκούσια γνώμη, χωρίς βία και καταδυνάστευση.

Ναι, είναι αδέσποτος και άρα ελεύθερος. Ο άνθρωπος του Θεού έχει ανάγκη από πατέρες και όχι από δεσπότες. Έχει ανάγκη απόθυσιαστική προσέγγιση στο όνομα του Χριστού. 
Ο επίσκοπος, επί παραδείγματι, ο οποίος είναι «εις τόπον και τύπον Χριστού», αυτός πρώτος θα κάνει το βήμα. Διότι ο τόπος Χριστού είναι ο Γολγοθάς και ο τύπος Χριστού ο Σταυρός του. Αίμα και θυσία στολίζουν την πατρική αγάπη, από την οποία λείπει παντελώς ο φόβος.
Σύμφωνα με τους παραπάνω λόγους των αγίων, πώς είναι δυνατόν ο «δεσποζόμενος» πιστός (δεσπόζομαι=τελώ υπό κυριαρχία) να καλλιεργηθεί στην αρετή, ώστε να δημιουργηθεί μέσα του το ανάλογο κριτήριο και να εγείρει φωνή διαμαρτυρίας για τα «αδέσποτα» οικουμενιστικά και λοιπά τολμήματα των δεσποζόντων; Πού να βρει στήριγμα, όταν αισθάνεται πάνω από το κεφάλι του τη δεσπόζουσα αυθεντία, έτοιμη να τον «συντρίψει», αφαιρώντας του απειλητικά το δικαίωμα να άρει φωνή συνειδήσεως;

Η αντίδραση ενός μητροπολίτη στην παύση μνημόνευσης του ονόματός του από ιερέα της μητροπολιτικής περιφέρειάς του, αποτυπώνει και καταδεικνύει το υιοθετούμενο από την πλειονότητα της ιεραρχίας «δεσποτικόν». 
Είπε:
«Δεν μπορεί ένας ιερεὺς να είναι περισσότερο ορθόδοξος απὸ τον μητροπολίτη»! Ακόμη: «Αυτὰ τα πράγματα (τα σχετικά με την πίστη και τις αιρέσεις) δεν είναι των παπάδων, είναι των Συνόδων, είναι των Πατριαρχών, των Αρχιεπισκόπων»!
Μ΄ άλλα λόγια, ο άγιος Παΐσιος, που ήταν απλός μοναχός, δεν μπορούσε επ΄ ουδενί να είναι ορθοδοξότερος από τον μητροπολίτη! Άρα δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει γνώμη περί αυτών!

Βέβαια, αυτή η νοοτροπία δεν περιορίζεται μόνο σε ιεράρχες αλλά και σε πρόσωπα που έχουν υπό την καθοδήγησή τους ψυχές, τυφλά προσκολλημένες σ΄ αυτούς. Τους απαγορεύεται η έκφραση της γνώμης τους, της ανησυχίας τους για καταφανή έργα και λόγια, που προδίδουν την πίστη, με την δικαιολογία πως αυτά είναι υποθέσεις άλλων, των «μεγάλων», των «μορφωμένων» και όχι του οιουδήποτε αγράμματου, άσχετου περί την ακαδημαϊκή θεολογία.

Λοιπόν, αυτό «το αδέσποτον της αρετής και ανάγκης πάσης ελεύθερον, της εκουσία γνώμη το αγαθόν αιρουμένης», δεν λειτουργεί σήμερα στο χώρο της Αγίας μας Εκκλησίας, ως βασικός παράγοντας ελεύθερης έκφρασης της εσωτερικής αγωνίας και ανησυχίας του πληρώματος, σχετικά με τα θέματα της πίστεως και κυρίως με την καταφανώς εκτραπείσα πορεία των ποιμένων από τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Δεν πνέει αυτός ο ευλογημένος άνεμος της εν Χριστώ ελευθερίας, που προσφέρει το αναγκαίο οξυγόνο για την αγωνιώδη έκφραση της αλήθειας από το πλήρωμα προς τους ποιμένες, οι οποίοι, ως κύριοι και δεσπότες «πωλούν τον πολύτιμον μαργαρίτην», ξένω βουλήματι, ιδίω θελήματι και αυθαιρέτω γνώμη.

Ο φόβος και η άγνοια είναι οι δυο βασικοί λόγοι, οι οποίοι λειτουργούν ανασταλτικά στην ελεύθερη έκφραση. Και για τους δυο υπεύθυνοι είναι οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι. Καθηλώνονται οι ψυχές, οι οποίες περιδεώς παρακολουθούν, μη δυνάμενες να κατανοήσουν τον προβαλλόμενο και διαρκώς μετασχηματιζόμενο υποκριτικό και προδοτικό τρόπο εκχώρησης της Αλήθειας στο απάνθρωπο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης. Την αγαπολογούσα μεν δημοσίως, συνθλίβουσα δε τα πάντα, ευκαίρως ακαίρως, αλλά πάντοτε εγκαίρως, «δεσποτεία». (Δεσποτεία=η εξουσία του κυρίου επί των δούλων, η απόλυτος εξουσία, Ν. μτφ. επιβολή τυφλής υπακοής).

Αυτή δημιουργεί κλίμα εκφοβισμού, συνθλίβει και λοιδορεί και εξουδενώνει τους μετριοπαθείς, τους ευγενικούς, τους άτολμους, τους αδύνατους, τους αγνοούντες. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες με οπτικοακουστικό υλικό, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορες πηγές ειδήσεων, όπου αποδεικνύεται του λόγου το αληθές. Και συνεχίζουν οι εραστές της το «θεάρεστο» έργο της απορθοδοξοποίησης, άλλοι ως πρωτεργάτες και άλλοι ως επικροτούντες ή εφησυχάζοντες θεατές.

Με το ισχυρό ρεύμα του οικουμενισμού, που κατέχει τους ζωτικούς θύλακες για την αλλοίωση και τον εκφοβισμό των συνειδήσεων, καθιερώθηκε και είναι πλέον ξεκάθαρη η εικόνα: Από τη μια «εμείς οι δεσπόζοντες» και από την άλλη «εσείς οι δεσποζόμενοι»! Και συμβαίνει το εξής πρωτόγνωρο φαινόμενο: Οι δεσπόζοντες σιωπούντες, επιβάλλουν τη σιωπή στους δεσποζομένους!!! «Φόβος και τρόμος επέπεσε τη κτίσει» και η σιωπή απλώθηκε παντού.

Η απλότητα και η διαφάνεια, που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν τα πάντα μέσα στην Εκκλησία μαζί με το πνεύμα της ελευθερίας εν τη ταπεινώσει και διακρίσει, απουσιάζουν και ο Θεός δεν αναπαύεται σ΄ αυτό. Όπως συμβαίνει και στις κοσμικές εξουσίες, τα επίχειρα όλης αυτής της κατά συρροή διεξαγωγής των κατ΄ ιδία παρανόμων συνεδρίων και αποφάσεων και της προπαγάνδας υπέρ αυτών, ερήμην του δεσποζομένου λαού, θα είναι η οδύνη και ο αβάστακτος πόνος. Ευχόμαστε και προσευχόμαστε να «μετανοήσει» ο Θεός και να δείξει το μέγα Αυτού έλεος.

Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος