Στο βιβλίο «Μέγας Φώτιος» που έγραψε ο κ. Ευάγγελος Λέκκος (εκδ. Σαΐτης), στο πλαίσιο αφιερώματος (Βίος και Έργο – συγγράματα και απάνθισμα κειμένων του Μ. Φωτίου), στη σελ. 34 διαβάζουμε, ως «ερμηνεία» του ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «καθαιρούνται οι κληρικοί που παύουν να μνημονεύουν το όνομα του επισκόπου τους, αν αυτός τύχει και κατηγορηθεί, προτού εκδοθεί οριστική σε βάρος του συνοδική απόφαση, ενώ οι μοναχοί και λαϊκοί αφορίζονται∙ το ίδιο ισχύει και για τους επισκόπους που αποσχίζονται από τους οικείους μητροπολίτες, αλλά και για τους μητροπολίτες σε σχέση με τους πατριάρχες».
Απουσιάζει – παραλείπεται η συνολική εκκλησιολογική – κανονική εποπτεία του Κανόνα από τον κ. Ευάγγελο Λέκκο.
Η εκκλησιολογική εστίασή του αφορά το πρώτο τμήμα του Ι. Κανόνος, όπου οι πιστοί (παλαιότερα) διέκοπταν την κοινωνία με τους επισκόπους τους για λόγους μη δογματικούς, αλλά «δια εγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ιεροσυλίαν και άλλα» (Βλέπε ερμηνεία του Ι. Πηδαλίου).
Παρέλειψε (;) ο κ. Λέκκος το δεύτερο ουσιώδες τμήμα του 15ου Κανόνα, που ομιλεί «περί αιρέσεων».
Πήρε έναν Κανόνα (ΙΕ΄) με μέγιστο εκκλησιολογικό – θεολογικό βεληνεκές, αφαίρεσε το τμήμα του Κανόνα που αφορά τις αιρέσεις και τους αιρετικούς ποιμένες – επισκόπους και τον οριοθέτησε (τον Κανόνα) επί ενός στενότερου εκκλησιολογικού πεδίου, που εξυπηρετεί τους οικουμενιστές (εξ ορθοδόξων) επισκόπους.
Στην ερμηνεία του Πηδαλίου, διαβάζουμε: «Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Όρα και τον λα΄ Αποστολικόν».
Το δεύτερο αυτό τμήμα του ΙΕ΄ Κανόνος (περί αιρετικών επισκόπων) αποτελεί, κ. Λέκκο, φραγή πνευματική στην ποικιλόμορφη «Δυνητική» καλλιέργεια του πληρώματος και στις διαστροφές του Κανόνα υπό των οικουμενιστών επισκόπων, κληρικών, λαϊκών και μοναχών.
Δεν εννοήσατε ότι, το δεύτερο αυτό τμήμα, φανερώνει την διαχρονική ποιμαντική καθοδήγηση της Α- Β Συνόδου στο ορθόδοξο πλήρωμα ενώ, ταυτόχρονα, θεμελιώνει (και συνοδικά) την Αποτείχιση, ως το αναδυόμενο αποτελεσματικό μέσο κατά της αιρετικής «ορθολογικότητας»;
Δυστυχώς, τα χρόνια που πέρασαν άφησαν νωπά τα σημάδια της πιο ωμής, πιο ακραίας επίδρασης της «ποιμαντικής» εξουσίας στο λόγο – νόημα και την συνοδική εικόνα του Ι. Κανόνος, ως «Δυνητικού» δηλ. και όχι υποχρεωτικού.
Δεν εφαρμόσθηκε ο 15ος Κανόνας (απ’ αρχής) έναντι του οικουμενισμού, γι’ αυτό και μεγάλωσε η αίρεση από δεκαετία σε δεκαετία, ως ποτάμι που θέλει να πνίξει την Ορθοδοξία. Ένα ποτάμι θολό, που αδυνατεί να καθρεφτίσει την πραγματικότητα – ιερότητα της Εκκλησίας.
Από μια αξιόλογη εργασία παραθέτω (δανείζομαι) το νόημα της Αποτειχίσεως: «Αποτείχιση είναι η απομάκρυνση από κάτι νόθο, επιβλαβές και ξένο προς την υγιή Πίστη της Εκκλησίας. Είναι το (πνευματικό) τείχος που σηκώνει ο πιστός ώστε να περιφρουρήσει την Ορθόδοξη Πίστη και να προφυλαχθεί ο ίδιος από την πλάνη των αιρετικών παραμένοντας μέσα στην διαχρονική Αποστολική Εκκλησία και ταυτόχρονα το μέσο πίεσης που χρησιμοποιεί ώστε να δρομολογηθεί σύνοδος που θα καταδικάσει τους αιρετικούς. Η αποτείχιση επιτελείται δια της διακοπής μνημονεύσεως του αιρετικού επισκόπου».
Να θυμηθούμε, κ. Λέκκο, τον Άγιο Γενάδιο Σχολάριο, που τόνισε: «η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων και η τέλεια υποταγή στους γνήσιους ποιμένες εκφράζεται με το μνημόσυνο (μνημόνευση)». Αυτή ακριβώς η μνημόνευση του επισκόπου στη Θεία Λειτουργία δηλώνει, δίκην συγχρόνου «Υπευθύνου δηλώσεως», ότι υπάρχει ταυτότητα Πίστεως επισκόπου και λαού, γι’ αυτό όταν ο επίσκοπος είναι αιρετικός δηλώνει (η μνημόνευση) και συμμετοχή στην αίρεση.
Η διαλεκτική του Ι. Κανόνα στην εφαρμογή του προϋποθέτει μια διπολικότητα, δυο στοιχεία, που συμβαδίζουν συνήθως, δηλ.:
Α) Η αίρεση να είναι «κατεγνωσμένη» και Β) Ο επίσκοπος να κηρύττει τις αιρετικές του απόψεις δημοσία και «γυμνή τη κεφαλή».
Στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα, κ. Λέκκο, αυτά τα δυο στοιχεία υφίστανται και έχουν επισημανθεί από γνήσιους Ορθοδόξους ποιμένες εδώ και πολλά χρόνια.
Η παραγνώριση αυτών των δύο προϋποθέσεων χαρακτηρίζει τα σημερινά ρεύματα της «Δυνητικής» ερμηνείας του Κανόνος, δυστυχώς!
Ο οικουμενισμός δεν έχει χαλιναγωγηθεί, διότι οι «ορθόδοξοι» που βλέπουν προαιρετική την εφαρμογή του 15ου Κανόνα, συμπλέουν με τους αιρετικούς επισκόπους.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι η αναφορά του κ. Λέκκου στον 15ο Κανόνα διαμορφώθηκε – εκδιπλώθηκε ως αυτοαναφορικότητα, νομικά, μα όχι Πατερικά. Σύγχρονες ερμηνευτικές Πατερικές προσεγγίσεις του Κανόνα υπάρχουν σε μελέτες Μοναχών, Ιερομονάχων, όπως του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά και στο τηλεγράφημα του π. Αυγουστίνου Καντιώτη (προς Ι. Σύνοδο, 30-3-70), όπου γράφει:
«Ιεράρχαι, διαμαρτυρηθέντες ή και παύσαντες μνημόσυνο Πατριάρχου (Αθηναγόρα), όχι μόνο απαλλάσονται ευθύνης, αλλ’ είναι άξιοι επαίνου, ως ορθώς ερμηνεύοντες και εφαρμόζοντες τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, του οποίου η ισχύς Κανονικώς παραμένει ακλόνητος»
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ