.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μαρτυρία Ρωσίδoς. Πήγα στόν άλλο κόσμο καί Είδα Δαίμονες καί Ε Κ Ε Ι Ν Ο Ν, που μου Αποκρίθηκε!


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΡΩΣΙΔOΣ. 
-ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ Ε Κ Ε Ι Ν Ο Ν, ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ!

Σπύρος Μακρής

Μερικές ιστορίες μεταθανάτιων εμπειριών είναι τόσο ανατριχιαστικές! 

Αν και επιστημονικά δεν έχει αποδειχθεί πως πράγματι κάποιος ταξιδεύει σε έναν άλλο τόπο, όπως ο Παράδεισος ή η Κόλαση, η αφήγηση κάποιων από όσους τα έζησαν έχουν ένα τεράστιο συναρπαστικό ενδιαφέρον. 

Η μαρτυρία μιας Ρωσίδας, της Oleneva Lyubov Mikhailovna, αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες που μου έχουν ποτέ αφηγηθεί, ανάμεσα σε όσες έχω διαβάσει που πέθαναν και μετά από λίγο επανήλθαν και πάλι στη ζωή. 

Όσα μου είπε για τη μεταθανάτια εμπειρία που ισχυρίζεται ότι βίωσε είναι συγκλονιστικά.

Πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα, μου είπε. Ήμουν εντελώς άθεη και άθρησκη. 

Δεν έβρισκα κάποιο νόημα σε όλα αυτά, ειδικά όταν κάθισα γύρω στα 16 μου και διάβασα την Αγία Γραφή. Όμως, πως να το πω, εκεί που βρέθηκα, νομίζω ότι είδα Εκείνον που με οδήγησε πίσω στο να ζήσω ξανά και πάλι. 

Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.

Αρρώστησα από καρκίνο. Είχα κάνει ό,τι χρειαζόταν, όλες τις θεραπείες και αγωγές που σύστησαν οι γιατροί. Θεραπευόμουν για ένα διάστημα και μετά το σώμα μου βυθιζόταν ξανά στον καρκίνο. Κάθε φορά πιο επιθετικός από την προηγούμενη. 

Ώσπου μια μέρα, σε μια σοβαρή εγχείρηση, πέθανα. Το έδειξαν τα μηχανήματα, το είπαν οι γιατροί. Όμως εγώ δεν αισθανόμουν νεκρή. 

Έβλεπα τους γιατρούς από πάνω μου που έδιναν διάφορες εντολές για μένα, προκειμένου να με μεταφέρουν κάπου αλλού. Μόνο που ένιωθα κρύο, όσο περνούσε η ώρα κρύωνα όλο και περισσότερο.

Ξαφνικά, σα να βγήκα από το σώμα μου. Σα να αιωρούμουν πάνω από τους γιατρούς, πάνω από το φαινομενικά άψυχο σώμα μου, με το οποίο με συνέδεε κάτι σαν λαμπερός ομφάλιος λώρος. 

Τώρα είχα τρομοκρατηθεί. Έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο να λένε οι γιατροί να ειδοποιήσουν την οικογένειά μου και να με οδηγήσουν στα ψυγεία. Αυτή η σκέψη με τρόμαξε περισσότερα από όλα. 

Δεν ξέρω γιατί. Το είχα κάνει εικόνα και δεν μου άρεσε. Τότε συνειδητοποίησα ότι αν και πεθαμένη μπορούσα να σκέφτομαι. Αντέδρασα. Θύμωσα. 

Οργίστηκα που ενώ ήμουν ζωντανή, δεν ήμουν για τους γιατρούς και τα μηχανήματά τους.

Εντελώς απροσδόκητα, από τις προσπάθειές μου να ταρακουνήσω τους γιατρούς, ή για κάποιον άλλο λόγο, κάτι με ρούφηξε. Έτσι αισθάνθηκα. Βρέθηκα ψηλά, έξω και πάνω από το νοσοκομείο. 

Έβλεπα όλη την πόλη. Ένιωθα ότι είχα μία συνοδεία, δεξιά και αριστερά μου, αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Με μιας όλα σκοτείνιασαν και μερικές στιγμές αργότερα πλούσιο φως ερχόταν από παντού. 

Πορτοκαλί, μπορντό, ροζ. Όλες οι αποχρώσεις του κόκκινου. Του κόκκινου της φωτιάς, της πυρκαγιάς, της λάβας. Τρομακτικές φιγούρες ανθρώπων παντού. Μου φάνηκε ότι με τριγυρνούσαν απειλητικά. 

Το μυαλό μου ζωντάνευε στα μάτια μου εικόνες που δεν ήξερα αν υπήρχαν πραγματικά. Αλλά αν υπήρχαν ήταν δαίμονες. Αισθανόμουν να βυθίζομαι στην άγρια παρέα τους ενώ μου δημιουργούσαν τον πιο οδυνηρό τρόμο που μπορούσα να φανταστώ.

Είναι από το ταξίδι. Είναι προσωπικοί σου φόβοι από το ταξίδι σου στην άλλη ζωή. Δεν ξέρω πως μου ήρθαν αυτές οι σκέψεις, σαν απαντήσεις για το τι μου συνέβαινε. Σαν κάποιος να τις τοποθέτησε στο μυαλό μου, σα να ήθελε να με καθησυχάσει. 

Πολύ γρήγορα, έφυγαν αυτές οι φρικτές παρουσίες και βρέθηκα σε ένα πολύ γαλήνιο τοπίο. Ήταν σαν λιβάδι, μέσα στο μυαλό μου. Τότε είδα τη φιγούρα ενός άντρα να με πλησιάζει. 

Είχε μακριά μαλλιά και γένια. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό του, αλλά ήταν τόσο όμορφο. Νομίζω ότι φορούσε μια κάπα ή λευκά άμφια ιερέα. 

Για κάποιο λόγο μου θύμισε αγιογραφίες που απεικόνιζαν τον Ιησού, αλλά όχι θλιμμένο ή αυστηρό. Μου ήρθαν, επίσης, εικόνες από ηθοποιούς που έπαιξαν το ρόλο του Ιησού. Ήταν σαν το μυαλό μου να μου έπαιζε διάφορα παιχνίδια.

Μου χαμογέλασε. Ένιωσα τεράστια ανακούφιση! Δεν μπορώ να το περιγράψω. Στο βάθος πίσω του, μια άλλη φιγούρα, μου χαμογέλασε και εκείνη. 

Ήταν γυναίκα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Αν και ήμουν άθεη και άθρησκη θα ορκιζόμουν πως έβλεπα την Παναγία και τον Ιησού Χριστό να μου γνέφουν να επιστρέψω πίσω στη Γη. 

Με μιας λούστηκα και πάλι στο φως. Ένιωσα κάτι να με ρουφάει, αλλά όχι για να με τραβήξει. Αυτή τη φορά ήταν για να με σπρώξει. 

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρέθηκα σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο να αντικρύζω νεκρά σώματα πεθαμένων, όλα σκεπασμένα με ένα σεντόνι. 

Σε ένα από αυτά πρόσεξα τον λαμπερό ομφάλιο λώρο που με συνέδεε μαζί του. Χωρίς να χάσω χρόνο, έσπευσα και βούτηξα στο σώμα μου, λες και θα μου προσέφερε την απόλυτη ασφάλεια που είχα μεγάλη ανάγκη να νιώσω, από το χώρο του νεκροτομείου όπου μάλλον βρισκόμουν.

Αμέσως, μόλις ένιωσα άνετα και πάλι στο σώμα μου, άρχισα να επεξεργάζομαι το κορμί μου για το πως να το κάνω να ξαναζωντανέψει. 

Τότε, τα φώτα άναψαν και μπήκαν μέσα δύο άντρες με άσπρες ιατρικές ποδιές. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξαν ήταν πως το σεντόνι που με είχαν αφήσει σκεπασμένη είχε πέσει στο πάτωμα και ότι το γυμνό σώμα μου δεν ήταν ανάσκελα όπως το είχαν τοποθετήσει. 

Ήταν γυρισμένο στο πλάι, σα να προσπαθούσε να σηκωθεί. Έπιασαν το σφυγμό μου και κατάλαβαν πως ήμουν ζωντανή, αλλά εντελώς αδύναμη για να σηκωθώ και να περπατήσω.

Με πήγαν πίσω στο δωμάτιό μου. Ήρθαν γιατροί, με σύνδεσαν με μηχανήματα, οξυγόνα και ορούς. 

Τους άκουσα να λένε πως πέρασα κάποιο είδος νεκροφάνειας, αλλά εκείνο που τους εντυπωσίασε ήταν πως φαινόμουν υγιέστατη. 

Μετά από πολλές εξετάσεις, μερικές ημέρες αργότερα, οι γιατροί με μεγάλη απορία αποφάνθηκαν στην οικογένειά μου ότι στο σώμα μου δεν υπήρχε πια καρκίνος. 

Δεν ξέρω πως έγινε αυτό. 

Ούτε οι γιατροί ήξεραν. 

Από τότε δεν αρρώστησα ποτέ ξανά.