τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ἱστορίας
Πρῶτα κατάπιαν ἀμάσητο ὅλο τό ἄθλιο ψευδαφήγημα (καί μάλιστα τόσο κακοστημένο, πού σύντομα ἔπαψε νά τούς παρέχει κάθε ἄλλοθι καί δικαιολογία) καί ἀφέθηκαν νά γίνουν θλιβερές ἀγέλες, ποτισμένες ἀπό τά (διανοητικά) δηλητήρια τῆς νεοταξικῆς προπαγάνδας καί τά (κυριολεκτικά) δηλητήρια τῶν ἐμβολίων.
Μετά στείλανε στήν καρμανιόλα καί τά παιδιά τους (ἀκόμη καί σέ πολύ μικρή ἡλικία), χωρίς νά τούς περνάει κἄν ἡ παραμικρή ὑποψία ἤ ἀμφιβολία ἀπό τό μυαλό.
Σάν ἄρχισε τό μαζικό κακό τῶν ξαφνικῶν θανάτων, ἦταν πλέον τόσο διαβρωμένοι ἀπό τήν ἀπάτη, πού καί πάλι δέν τούς πέρασε ἀπό τόν νοῦ ἡ αἰτία πού χάνανε τούς γύρω τους καί νεκροστόλιζαν τά ἴδια τους τά παιδιά (ἄν σέ κάποιους πέρναγε καί ἀρνοῦνταν νά τό παραδεχθοῦν ἀλλά τό ἀπωθοῦσαν λόγῳ ἔνοχης συνείδησης, τόσο τό χειρότερο γι’ αὐτούς – κι ἄν πάλι κάποιοι ἄλλοι πῆραν καί λεφτά, ὅπως ἀκούστηκε, γιά νά σωπάσουν, ἐκεῖ δέν συζητιέται κἄν τό μέγεθος τῆς κατάντιας).
Τώρα ἐμφανίστηκε μία ἀκόμη μόδα, ἐκείνη τῆς δωρεᾶς ὀργάνων, πού θεωρῶ βέβαιο ὅτι θά κλιμακωθεῖ καί αὐτή, μιά καί τό τραγικό κοπάδι θά χρειάζεται ἀπό ἐδῶ καί πέρα ὅλο καί μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις παρηγοριᾶς καί ἀπενοχοποίησης γιά τό κακό πού (ἀκουσίως μέν ἀλλά καί τόσο ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ) ἔσπειρε ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του ἀλλά καί στά ἴδια τά βλαστάρια του.
Καί θά ἰσχύει βεβαίως γιά μία φορά ἀκόμη τό εὐαγγελικό περί τῆς ἐσχάτης πλάνης πού ἀποδεικνύεται χείρων τῆς πρώτης, γιατί καί αὐτό πού κάνουν ὡς δῆθεν θεάρεστη πράξη ἀνθρωπισμοῦ, στήν πραγματικότητα μέ ἀκόμη μεγαλύτερο πνευματικό βάρος τούς φορτώνει: ἐκεῖνο πού φέρνει ἡ ἀπαράδεκτη θεωρία τοῦ δῆθεν «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», πού μάταια προσπαθοῦν νά τεκμηριώσουν μέ ἐπιστημοφανείς μανδύες καί λερωμένα θεολογικά ἐσώρουχα, ἰατρικές καί βιοηθικίζουσες ἐπιτροπές, ἐρευνητικά ἀνεμομαζώματα καί νεοεποχίτικα διαβολοσκορπίσματα. Καί ἄν ὁ Θεός συνεχίζει νά στέλνει ἐκκωφαντικά μηνύματα (σάν τό 17χρονο παληκάρι πού συνῆλθε πρόσφατα στή Λέσβο), ἀλλά κάποιοι ἐπιμένουν νά τά ἀγνοοῦν, ἐμμένοντας στήν ἀμετανόητη ἄγνοιά τους, τόσο τό χειρότερο (καί πάλι) γιά τούς ἴδιους.
Καί ὅλους αὐτούς τούς δύστυχους πού τόσο ἐκκωφαντικά «ἐζυγίσθησαν, ἐμετρήθησαν καί εὑρέθησαν ἐλλιπεῖς» – ὡς ἄνθρωποι καί ὡς γονεῖς – ὁ θαυμαστός ἀνάποδος κόσμος τῶν Μεγάλων Ἐπανεκκινητῶν καί τῶν λακέδων τους, ἐδῶ καί καιρό τούς βαφτίζει ἥρωες, τήν ὥρα πού τούς πραγματικούς ἥρωες, ἐκείνους δηλαδή πού ἀντιστάθηκαν καί κράτησαν μέ τόσους κόπους καί θυσίες τίς οἰκογένειές τους σῶες ἀπό τήν ἀποτρόπαιη γενοκτονία, συνεχίζει νά τούς λοιδωρεί καί νά τούς καταδιώκει ὡς ψεκασμένους καί ἐπικίνδυνους «ἐχθρούς τοῦ λαοῦ».
Κάποιοι ὅμως θά συνεχίσουν νά φωνάζουν τήν ἀλήθεια. Πού λάμπει σάν τό διαμάντι, ὅσο κι ἄν οἱ ἄλλοι ἐπιχειροῦν μέ λύσσα νά τήν κρατοῦν θαμμένη κάτω ἀπό λάσπες, σκουπίδια καί κοπριές