.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ευχή εις τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, Μιχαήλ Κριτοπούλου του Ίμβρίου


Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ό Θεός ημών, ό μόνος συμπαθής καί ευδιάλλακτος, ή του ελέους πηγή, τό της φιλανθρωπίας ανεξάντλητον πέλαγος, ό μή δικαίους ελθών καλέσαι αλλά αμαρτωλούς μετανοούντας, πρόσδεξαι, ό εβδομηκοντάκις επτά συγχωρείν αμαρτίας Πέτρω τω κορυφαίω των σων Μαθητών και Αποστόλων εγκελευσάμενος ερωτήσαντι, άμα μέν έκ τούτου και τό άπειρον της σης χρηστότητος και φιλανθρωπίας εμφαίνων, άμα δέ και πάσι τοις ημαρτηκόσιν ευσπλάγχνως και συμπαθώς θύραν μετανοίας ανοίγων και καιρόν επιστροφής χαριζόμενος, και τη απογνώσει μηδαμού χώραν διδούς. 
Αυτός, Δέσποτα φιλάνθρωπε, Θεέ πάσης παρακλήσεως, Πατήρ οικτιρμών, ελέους Κύριε, συμπαθείας άβυσσε, αγαθότητος πέλαγος, ευσπλαγχνίας πηγή, μακροθυμίας τε και ανεξικακίας ακένωτε θησαυρέ, πλανωμένων οδηγέ, πεπτωκότων ανόρθωσις, απηλπισμένων ελπίς, απεγνωσμένων παραμυθία, και πάσι, πάντα ών και γινωσκόμενος δι' εμέ και τήν εμήν σωτηρίαν, πρόσδεξαι νυν κάμε τόν αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου μετανοούντα και προσερχόμενον μετά συντετριμμένης καρδίας καί πνεύματος ταπεινώσεως, και λύσιν εξαιτούντα των πολλών και δεινών πλημμελημάτων, ών έν γνώσει τε και αγνοία ασύγγνωστα ήμαρτον παρά πάντα τόν βίον, καταπατήσας μέν τους νόμους τους σους, αθετήσας δέ τάς σάς εντολάς, παραβάς δέ τά σά προστάγματα, αλογήσας δέ τών χρηστών σου και σωτηρίων παραγγελμάτων, όλος τε μακρυνθείς από σού και των σων, και οπίσω της πονηράς διανοίας μου πορευθείς και γενόμενος επίχαρμα τω διαβάλω και τοις πονηροίς αυτού δαίμοσιν, έξ άπαντος τρόπου τούτων πληρών τά προστάγματα. 
Και νυν, Κύριε, Κύριε, ώσπερ έκ βαθύτατου ύπνου και μέθης ή κάρου οψέ και μόνον ανανήψας της αμαρτίας και εις εμαυτόν συστραφείς και συναίσθησιν λαβών τών οικείων κακών, πανταχόθεν τε εμαυτόν εξετάσας και έρημον εύρων παντός αγαθού, και της φωτοειδούς και λαμπρός καταστολής του θείου λουτρού ην με ενέδυσας, γυμνόν όλον και εξηπορημένον υπό τής αμαρτίας και στένοντα και τρέμοντα καί λιμώττοντα και πάσι κακοίς ενεχόμενον, όλος τε εξαπορηθείς και πάντων των άλλων απογνούς, εις μνήμην ήκον της προτέρας ζωής έν ή με κατέστησας, και ής διά κακίαν εκπέπτωκα, και των χρηστών σου και κηδεμονικών άμα και φιλαγάθων και πατρικών ανεμνήσθην σπλάγχνων, και προς τόν εμόν γνησίως επιστρέφω Δεσποτην, και θαρρούντως εμαυτόν τοις ποσίν επιρρίπτω τοις σοις, μέγα κεκραγώς και βοών έκ βάθους ψυχής κατά τόν άσωτον εκείνον υιόν «ήμαρτον εις τόν ουρανόν, Κύριε, και ενώπιον σου». Δέξαι ουν με, αγαθέ και φιλάνθρωπε Κύριε, μετανοούντα και επιστρέφοντα και προσερχόμενον θαρρούντως τη ση αφάτω χρηστότητι και αμέτρω συμπάθεια και υπεραγάθω βασιλεία. Δέξαι με τόν ανάξιον δούλόν σου, τόν πολλά επταικότα καί παροργίσαντα καί παραπικράναντα τά φιλάνθρωπο σπλάγχνα σου. Δέξαι με τό πλάσμα τών χειρών σου, τό ίδιον δημιούργημα, ό ετίμησας οικεία εικόνι και τη κατά πάντων αρχή, ω μόνω λόγον εχαρίσω τών άλλων ζώων, και ό πολλοίς και μεγάλοις εκόσμησας αγαθοίς, υπέρ ου νόμον έδωκας, προφήτας απέστειλας, αλλά μυρία ειργάσω δι' όν άνθρωπος γέγονας Θεός ων καί Δεσπότης, καί πάσαν τήν φρικτήν οικονομίαν εκτελέσας, καί πάθη καί σταυρόν υπομείνας καί θάνατον καί ταφήν, Ίνα καί θανάτου καί παθών καί αμαρτίας ελευθέρωσης εμέ καί προς τήν προτέραν επανάξης οικειότητα καί υιοθεσίαν, καί τής σης βασιλείας κληρονόμον ποίησης. 
Ει τοίνυν ταύτα φιλανθρώπως πάντα καί πεποίηκας και υπέμεινας δι' εμέ, πώς νυν εάσης, ώ Δέσποτα, θήραμα γενέσθαι τώ διαβόλω, καί τής σης απείρου δυνάμεως τε καί αγαθότητος καί σοφίας κατακαυχήσασθαι τόν αποστάτην και πονηρόν δραπέτην δαίμονα, ώς μή μόνον τόν άνθρωπον απατήσαντα και τής του παραδείσου διαγωγής εξορισάντα, καί τής εκείσε στερήσαντα μακάριας ζωής, αλλά καί μετά τήν απόρρητον οικονομίαν και τήν φρικωδεστάτην θυσίαν και τό χυθέν αίμα τό σόν καί δεσποτικόν, τό μέγα καί περιβόητον δι' ου ημάς εξηγόρασας, ότι και νυν συναρπάζειν δυνάμενον τους τοσούτου τιμήματος ωνητούς δούλους σου, και προς τό οικείον της απώλειας συναπάγοντα βάραθρον; 
Μή, Δέσποτα φιλάνθρωπε, μη, Βασιλεύ αιώνιε, μή, παντοδύναμε Κύριε, μή τηλικαύτην νίκην νικήση καθ' ημών ό της αληθείας εχθρός, ό αλιτήριος δαίμων, μηδέ τοσούτον δυνηθείη ή ημετέρα κακία. Ήμαρτον μέν, άλλα σου ούκ απέστην. Ήμαρτον, άλλα σε Θεόν επιγράφομαι• ημαρτον πολλά και μεγάλα, ομολογώ• άλλ' είσω πίπτω της σης χρηστότητος και φιλανθρωπίας αύτη δέ πέρας ούκ έχει. Τί τοσούτον ήμαρτον ό πηλός, όσον αυτός δύνασαι λύειν; 
Τί τοσούτον παρέβην, όσον αυτός συγχωρείς; 
Τί τοσούτον ηνόμησα, όσον αυτός αφίης; 
Τί τοσούτον έπταισα, όσον αυτός συμπαθείς; 
Εύσπλαγχνος φύσει και μακρόθυμος ών, ουδέν μέγα πάντα τά τών ανθρώπων αμαρτήματα εις έν συνελθόντα προς τήν άπειρον άβυσσον της σης χρηστότητος και φιλανθρωπίας παραβαλλόμενα. Και διό τούτο, Δέσποτα φιλάνθρωπε, δικαιολογούμαι, ού προς τήν εμήν καθαρότητα αποβλέπων, ακάθαρτος γάρ έγώ παντός μάλλον και βέβηλος, και πόρρω τών σών εντολών και τή ισχύι και τω βορβόρω των εμών αμέτρων κακών, ώσπερ συς όλος εγκαλινδούμενος, αλλά τό άπειρον της σης χρηστότητος εννοών, και προς τό ύψος και μεγαλείον της σης άγαθότητος και φιλανθρωπίας ορών, ήν ουδέν τών ανθρωπίνων αμαρτημάτων νικήσαι δύναται. 
Δέξαι ουν με, Κύριε, επιστρέφοντα μετά δακρύων και στεναγμών και μετανοούντα έφ'οις επλημμέλησα, και συγγνώμην αιτούντα κάμφθητι ταις εμαίς λιταίς και δεήσεσι. Σπλαγχνίσθητι ώς συμπαθής, οίκτειρον ώς μακρόθυμος, ελέησον ώς φιλάνθρωπος και συγχώρησαν μοι όσα σοι ημαρτον. Δέξαι με τόν σόν δούλον, ευχαριστούντα μέν, ότι ούκ ήδη συναπώλεσάς με ταις άνομίαις μου, μακροθυμήσας έπ' εμοί έξαιτούντα δέ λύσιν των επταισμένων μοι και τελείαν απαλλαγήν και συγχώρησιν παρά της σης άγαθότητος. 
Εις δέ το εξής ικετεύω και πάνυ δέομαι, στήριξαν με έν τη ση πίστει και έλπίδι και αγάπη βεβαία και ακλόνητον διατήρησον πάσαις ταίς του πονηρού μεθοδείαις και προσβολαίς• ίνα μή συναρπάση με ή κακία προς βάραθρον της απωλείας• μηδέ γένωμαι θήραμα τω έχθρώ. Άγγέλω πιστώ φύλακι παρακατάθου τήν εμήν ζωήν, οδηγούντι και ενισχύοντι προς τό ποιείν τό σόν θέλημα και τάς σάς καλώς αποπληρούν εντολάς. 
Ναί, Δέσποτα μακρόθυμε, πολυέλεε Κύριε, νοητέ ήλιε, βασιλεύ τής δόξης, των κατ' έμέ αμαρτιών ή τελεία συγχώρησις και συμπάθεια. Ναί, γλυκύτατε Ιησού, αναψυχή μου και παρηγοριά, παραμυθία, παράκλησις, γλυκυθυμία, γάνος τής εμής ψυχής, χαρά πεπληρωμένη, αγάπη τελεία, έρως θεοειδής, ζωή άλυπος, έφεσις τών καλών, ειρήνη υπερέχουσα πάντα νουν. 
Ναί, φώς τών εμών οφθαλμών, χειρών έκτασις, ποδών βάσις, μελών συμφυία, ολοκληρία του όλου μου σώματος, απλώς πάντα. Σοί μόνω, Δέσποτα Χριστέ, προσανέχω σοι ζώ, σοί κινούμαι σοί και ειμί, ει και ήμαρτον υπέρ πάντας. Κάθαρόν μου τόν νουν της υλικής προσπάθειας και των ματαίων εννοιών, και τών ατόπων και πονηρών ενθυμήσεων και προλήψεων, αί με συνέχουσι και συμπνίγουσι νυν και πολιορκούσι. Δός μοι πόθον ψυχής αγαθόν και λογισμόν έμμονον, και καρδιακήν έφεσιν, και μελέτην διηνεκή τής σης φωτοπαρόχου μνήμης και τελείας αγάπης• ώστε φαντάζεσθαι τό σόν εράσμιον κάλλος αεί, και τήν σήν ωραιότητα βλέπειν. Απόπλυνον τελείως του σπίλου της αμαρτίας και απόσμηξόν μου τόν ρύπον παντός εμπαθούς και μολυσμού και κηλίδος σαρκός και πνεύματος. Και παράσχου μοι σταθεράν γαλήνην και ειρήνην βαθείαν τών λογισμών ίνα διά πάντων της σης απολαύσας χρηστότητος και μακροθυμίας και τής πολλής αγαθότητος, και του σου θείου ελέους πλουσίως τυχών, ευχαριστώ, δοξάζω, υμνώ και μεγαλύνω τό σόν πανάγιον όνομα, και του ανάρχου σου Πατρός και του παναγίου και άγαθου και ζωοποιού σου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας τών αιώνων. 
Αμήν.