.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ

Παρά τίς τόσες ἐπαναλαμβανόμενες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἰσραηλίτας καί τήν ἀκαταμάχητον προστασίαν Του κάτω ἀπό τήν Παντοκρατορικήν Του σκέπην, ὁ ἀχάριστος αὐτός λαός τοῦ Ἰσραήλ, πού μέ τήν ὅλην του στάσιν προσωποποιεῖ τήν ἀγνωμοσύνην, δέν ἀνταποκρίθηκε οὔτε εἰς τό ἐλάχιστον εἰς ἐκείνην τήν Θεϊκήν ἀγάπην.
Θαυμάζει κανείς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑνός, καί ἀφ᾽ ἑτέρου μένει ἔκπληκτος διά τήν περιφρόνησιν αὐτῆς τῆς Θείας προστασίας ἡ ὁποία κατήντησε τελικῶς παραφροσύνη. Δι᾽ αὐτό καί ἐπειδή οἱ ἴδιοι οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι δέν Τόν θέλησαν, ὁ Χριστός ἀπέσυρε τήν εὔνοιάν Του καί τούς ἐγκατέλειψε εἰς τάς ἀγρίας διαθέσεις τῶν ἐχθρῶν των Ρωμαίων (70 μ.Χ.).
Κάτι παρόμοιον συμβαίνει καί σήμερον μέ τό ἰδικόν μας ἔθνος, ἀφοῦ κι ἐμεῖς δεχώμεθα, ὅπως καί ὁ παλαιός Ἰσραήλ, τήν Χάριν καί τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς δαψιλῶς, ἀλλά κατά κυριολεξίαν σκανδαλωδῶς. Ὅμως, παρ᾽ ὅλα αὐτά δέν προσπαθοῦμε νά βελτιωθοῦμε εἰς τήν πνευματικήν ζωήν βαδίζοντες τήν εὐλογημένην ὁδόν τῶν Eὐαγγελικῶν ἀρετῶν, τῆς Ὀρθοδόξου δηλαδή πνευματικότητος.
Φαίνεται πώς ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι ἔχομε ἐξαλείψει ἀπό τήν συνείδησίν μας πώς ὑφίστανται καί ἐνεργοῦν καί οἱ «πνευματικοί νόμοι». Φαίνεται πώς κλῆρος καί λαός βαυκαλιζόμεθα θεωροῦντες ὅτι ἡ ἀνοχή τοῦ Θεοῦ πάντοτε θά συγκρατῇ τήν δικαιοσύνην Του. Φαίνεται πώς ἔχομε κι ἐμεῖς ἐν πολλοῖς καλλιεργήσει τήν νοοτροπίαν τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν «Πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ» διά νά λάβουν τήν ἀπάντησιν ἀπό τόν ἴδιον τόν Κύριον, ὅτι «Δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Λουκ. γ', 8), μήπως καί ἀφυπνισθοῦν ἀπό τήν πνευματικήν των ραστώνην καί ἀναισθησίαν.
Ἄς συνέλθωμε λοιπόν καί ἄς πάρωμε τό βλέμμα ἀπό τήν ὕλην, τήν ἁμαρτίαν καί τήν διαφθοράν, καί ἐν τῷ ἅμα ἄς εἴπωμεν: «Ἕως πότε ἡ πώρωσις, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναισθησία ἡ σκλήρυνσις… θά συνεχίζωνται ἔναντι τοῦ νόμου, τῆς ἀνοχῆς καί αὐτῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Ἕως πότε θά προσκρούωμε εἰς τόν νόμον Του, θά προκαλοῦμε τήν ἀνοχήν Του καί θά προσβάλλωμε τήν ἀγάπην Του; Γιατί Τόν ἐκπειράζομε, ἐμεῖς πού θά ἔπρεπε νά Τόν εὐγνωμονοῦμε καί νά Τόν διακηρύσσωμεεἰς πάντα τά Ἔθνη;»

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ