Τὰ Χριστούγεννα στέκονται πιὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα μας, ἡ νηστεία πλησιάζει στὸ τέλος της, οἱ προετοιμασίες γιὰ τὴν μεγάλη γιορτὴ ἄρχισαν. Καὶ ὅμως αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ εἶναι διαφορετικά, θὰ ἔχουν μία διαφορετικὴ συναισθηματικὴ φόρτιση. Ὁ λόγος εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία –ἔτσι ἐπέτρεψε ὁ Θεός– ἀπειλεῖ πιὰ συνοδικῶς τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Λυτρωτής μας γεννήθηκε ταπεινὰ σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μέσα σὲ λαμπροστόλιστες ἐκκλησιές θὰ εἶναι ἀντιληπτή –ἀπὸ τοὺς θλιβομένους γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως πιστούς– μιὰ διάχυτη πνευματικὴ δυσσωδία ἀναμεμειγμένη δυσάρεστα μὲ τὴν θεάρεστη εὐωδία τοῦ θυμιάματος, καὶ ἀναδυόμενη παράλληλα μὲ τὴν ἔκπλαγη ὡραιότητα τῶν Χριστουγεννιάτικων ὕμνων· τὴν δυσοσμία ἀπὸ «τάφους κεκονιαμένους» ἐνδεδυμένους στολὲς λαμπρὲς ποὺ μέσα τους κρύβουν λύκους ἅρπαγες, ποὺ χρησιμοποιοῦν βέβηλα καὶ δόλια τὰ λόγια τοῦ ὑπέρτατου Μυστηρίου γιορτάζοντας τὸ γενέθλιο τοῦ ἑνὸς Σωτῆρος, τὸν ὁποῖον ὅμως ἀρνοῦνται, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν φανερὰ ἢ σιωπηλὰ τὸν Οἰκουμενισμό..
Δός μας,
Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;
Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.
Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων
«Μὰ τί ὠφέλιμοι ἐχθροὶ εἶστε ἐσεῖς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!»
Τὰ Χριστούγεννα στέκονται πιὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα μας, ἡ νηστεία πλησιάζει στὸ τέλος της, οἱ προετοιμασίες γιὰ τὴν μεγάλη γιορτὴ ἄρχισαν. Καὶ ὅμως αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ εἶναι διαφορετικά, θὰ ἔχουν μία διαφορετικὴ συναισθηματικὴ φόρτιση. Ὁ λόγος εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία –ἔτσι ἐπέτρεψε ὁ Θεός– ἀπειλεῖ πιὰ συνοδικῶς τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Λυτρωτής μας γεννήθηκε ταπεινὰ σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μέσα σὲ λαμπροστόλιστες ἐκκλησιές θὰ εἶναι ἀντιληπτή –ἀπὸ τοὺς θλιβομένους γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως πιστούς– μιὰ διάχυτη πνευματικὴ δυσσωδία ἀναμεμειγμένη δυσάρεστα μὲ τὴν θεάρεστη εὐωδία τοῦ θυμιάματος, καὶ ἀναδυόμενη παράλληλα μὲ τὴν ἔκπλαγη ὡραιότητα τῶν Χριστουγεννιάτικων ὕμνων· τὴν δυσοσμία ἀπὸ «τάφους κεκονιαμένους» ἐνδεδυμένους στολὲς λαμπρὲς ποὺ μέσα τους κρύβουν λύκους ἅρπαγες, ποὺ χρησιμοποιοῦν βέβηλα καὶ δόλια τὰ λόγια τοῦ ὑπέρτατου Μυστηρίου γιορτάζοντας τὸ γενέθλιο τοῦ ἑνὸς Σωτῆρος, τὸν ὁποῖον ὅμως ἀρνοῦνται, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν φανερὰ ἢ σιωπηλὰ τὸν Οἰκουμενισμό.