«Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιὰ»
Ἐλύτης
Ὁ Καποδίστριας «δύο χρόνια κοντὰ μᾶς κυβέρνησε ἀγγελικά. Καὶ μᾶς γύμναζε καὶ στὴν οἰκονομίαν. Ὅτι καὶ ὁ Κυβερνήτης μας μίαν κότα ἔτρωγε τέσσερις ἡμέρες»(Μακρυγιάννης, «Ἀπομνημονεύματα»).
«Πολιτεία τροφὴ ἀνθρώπων ἐστίν, καλὴ μὲν ἀγαθῶν, ἢ δὲ ἐναντία κακῶν». Ἡ πολιτεία, εἶναι ἀνατροφή, διαπαιδαγώγηση ἀνθρώπων. Ἡ καλὴ πολιτεία, τὸ καλὸ πολίτευμα, κάνει τοὺς πολίτες ἀγαθούς, τὸ κακὸ πολίτευμα καὶ τὸ κακὸ κράτος, ἐκφαυλίζει τοὺς πολίτες (Πλάτωνας). «Ὁ γὰρ ἀληθῶς ἄρχων οὐκ ἐκ τῶν ἔξωθεν συμβόλων γνωρίζεται, οἷον πορφύρας, χλανίδος καὶ διαδήματος, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ ἔχειν τὴν ἀρχικὴ ἀρετήν».
Ὁ ἀληθινός, ὁ σωστὸς ἡγέτης δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ μεγαλεῖα (πολυτελεῖς καὶ ἀπαστράπτουσες λιμουζίνες, παρατρεχάμενοι καὶ λοιποὶ ζητωκραυγαστές), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἀρετή. (Μέγας Βασίλειος, «Περὶ ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας», Λόγος ΙΕ´, ΒΕΠΕΣ, τ. 57, σελ. 290).
«Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνήσια κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πείναν. Ἡ πείνα τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς βίας… Πάντοτε ἀμετάβλητοι, οἱ σχοινοβάται οὗτοι, οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾽ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). (Α. Παπαδιαμάντης, «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»).
«Ἔσκαψα» τὰ χρυσοφόρα κοιτάσματα, τὰ τιμαλφῆ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, στὴν διαχρονική του διάσταση, καὶ βρῆκα τὰ παραπάνω τέσσερα λαμπρὰ σπαράγματα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸν πολιτικὸ βίο καὶ στὸν βίο τῶν πολιτικῶν. Στὸ πρῶτο κείμενο ὁ Μακρυγιάννης ὑμνεῖ τὴν ὀλιγοδεΐα, τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς τοῦ Καποδίστρια. Τὸν παρουσιάζει ὡς παράδειγμα πρὸς μίμηση. Δίδασκε ὁ Κυβερνήτης τὴν «οἰκονομίαν» ὄχι μὲ λόγια παχιὰ καὶ φαρισαϊκὲς παροτρύνσεις γιὰ «λιτότητα», ἀλλά, μὲ τὸ παράδειγμά του.
Ὁ Ν. Δραγούμης στὶς «Ἱστορικὲς Ἀναμνήσεις» διασώζει τὸ ἑξῆς εὔθυμο ἐπεισόδιο. Συνήθιζε ὁ Κυβερνήτης νὰ κάνει συχνὰ περιοδεῖες, γιὰ νὰ εἶναι κοντὰ στὸ λαὸ καὶ στὰ προβλήματά του. Σὲ μία ἀπ’αὐτὲς τὸν συνόδευε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης.
Προπορευόταν ἕνας ταχυδρόμος, καβάλα σ’ ἕνα περήφανο ἄλογο, ντυμένος μὲ τὴ χρυσοστόλιστη στολὴ ποὺ φοροῦσαν οἱ ὑπάλληλοι τοῦ κράτους. Ὁ Καποδίστριας πιὸ πίσω, ἁπλός, μὲ φτωχικὰ ροῦχα, καθόταν πάνω σ’ ἕνα ἄλογο, τὸ ὁποῖο ἔμοιαζε περισσότερο μὲ τὸ γαϊδουράκι ποὺ μετέφερε τὸν Χριστὸ στὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ ἁγνοὶ Ἕλληνες, ἀκούγοντας ὅτι ἔρχεται ὁ Κυβερνήτης, ἔσπευδαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔκαναν τὸν σταυρό τους, ἔκαιγαν λιβάνι καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὴν δουλεία. Ὅμως ἀντὶ τὸν Κυβερνήτη, χαιρετοῦσαν τὸν κορδωμένο ταχυδρόμο. Ὁ Κολοκοτρώνης, βλέποντας τί γίνεται, λέει στὸν Καποδίστρια.
-Ἐξοχώτατε, πρέπει ὁ κόσμος νὰ γνωρίσει τὸν Κυβερνήτη του.
-Καὶ τί θέλεις νὰ κάμω; Ρωτᾶ ἐκεῖνος μὲ ἀπορία.
-Νὰ φορέσει ἡ ἐξοχότητά σου τὴν ἐπίσημο στολή, ἀπαντᾶ ὁ Γέρος.
Ξεπέζεψε ὁ Κυβερνήτης πιὸ κάτω καὶ φόρεσε τὴν ἐπίσημο στολή. Ἦταν καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο ἁπλὴ καὶ φτωχική. (Τὸ κείμενο περιεχόταν καὶ στὸ παλιὸ βιβλίο ἱστορίας τῆς Ϛ´Δημοτικοῦ – πρὸ τοῦ 2006. Κόπηκε. Γιατί; Προφανῶς, τέτοια κείμενα ἐλέγχουν τὰ τωρινὰ φιλάργυρα ναυάγια τοῦ κομματισμοῦ καὶ εἶναι «ἐπικίνδυνα» γιὰ τοὺς νέους. Ἴσως προβοῦν σὲ συγκρίσεις ἀνεπίτρεπτες…).
Αὐτὸς ἦταν ὁ Καποδίστριας. Ἐν τῇ ἁπλότητι ἡ μεγαλοπρέπεια, πράγμα ἀδύνατο γιὰ τοὺς τωρινούς, τοὺς παραφουσκωμένους ἀπὸ ἔπαρση καὶ ἐντυπωσιοθηρία. «Τοὺς νοσοῦντας ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας», καταπῶς γράφει ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁ Καποδίστριας εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ θαυμαστὴ διαύγεια καὶ προόραση ἔλεγε ὅτι «ἂν ἡ παροῦσα γενεὰ δὲν ἐνδυναμωθεῖ ἀπὸ ἀνθρώπους μορφωμένους ἐν καλῇ διδασκαλίᾳ καὶ μάλιστα πρὸς τὸν κανόνα τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν μας, θὰ εἶναι δυσοίωνο τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ διακυβέρνησή της ἀδύνατη». (Ἰω. Τσάγκα, «Ἡ Ὀρθόδοξη ἀγωγὴ στὸ ἔργο τοῦ Καποδίστρια», ἔκδ. Κυριακίδη, σελ. 174).
Στὸ δεύτερο παράθεμα ὁ μέγας «πολιτικὸς ἀναλυτής», ὁ Πλάτων, μᾶς λέει τὴν αὐτονόητη ἀλήθεια. «Τὸ τῆς πόλεως ἦθος ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσι». Ὅταν οἱ «ἄρχοντες» κυλιοῦνται στὸ βόρβορο καὶ τὴ διαφθορά, ἡ πόλις, ἡ κοινωνία, φθείρεται καὶ διαφθείρεται. Τὰ τελευταῖα χρόνια (τὰ μεταπολιτευτικὰ) ἡ κεφαλὴ (οἱ ἄρχοντες) καλλιέργησε τὰ ἐλαττώματα τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι τὶς ἀρετές του. Αὐτὸ ποὺ ἐπλήγη καίρια εἶναι τὸ βαθύτερο ἦθος τοῦ λαοῦ μας ποὺ λέγεται φιλότιμο. Ὁ λαὸς φιλοτιμεῖται, ὅταν ὑπάρχει τὸ πρότυπο. Ἔτρωγε ὁ Κυβερνήτης μία κότα στὶς τέσσερις μέρες, τὸ ἄκουγε ὁ λαός, καὶ φιλοτιμοῦνταν. Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα καὶ μὲ καρτερία τὶς θυσίες. Τὸ μάτι τῶν σημερινῶν γυαλίζει ἀπὸ τὴν ἀπληστία καὶ τὴν δοξομανία.
Στὸ τρίτο κείμενο ὁ ταπεινὸς γέροντας τῆς Καισαρείας στηλιτεύει τὴν μεγαλομανία, τὴν ξιπασιὰ καὶ τὴν οἴηση τῶν ἀρχόντων. Κυρίως οἱ μεγάλες ἐθνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἑορτὲς εὐτελίζονται ἀπὸ τὴν κούφια ἐξουσία ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀναιδῶς τὸ περίλαμπρο τελετουργικὸ καὶ τὴ φανταχτερὴ σκηνογραφία ὡς διαφημιστικὸ πλαίσιο τῆς μεγαλομανίας της. Λιμουζίνες, τάπητες, ἀγήματα, φιλαρμονικὲς ποὺ παιανίζουν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό. Γελοιοποίηση ἱερῶν καὶ ὁσίων, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ ἀκούγεται εἶναι ἡ ἀρετή τους.
Ὁ Καποδίστριας δολοφονήθηκε στὶς ἑπτὰ τὸ πρωί, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Οἱ τωρινοὶ ἔρχονται ἐν θριάμβῳ στὸ τέλος, στὴν δοξολογία.
Προφανῶς νομίζουν ὅτι ψάλλεται πρὸς τιμήν τους… (Καὶ σὲ λοιπὲς κοσμικὲς ἐκδηλώσεις ἔρχονται συνήθως καθυστερημένοι, ὄχι γιατί πνίγονται στὴ δουλειά, ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιδειξιομανία. Ἡ ἐκδήλωση θὰ σταματήσει, θὰ διατυμπανιστεῖ ὁ ἐρχομός του, καὶ ὁ πτωχοαλαζὼν θὰ καθήσει στὰ μπροστινὰ ἕδρανα, ἱκανοποιημένος γιατί δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος. Εἶναι γνωστοὶ αὐτοὶ οἱ φανφαρονισμοὶ ἀπὸ «τοὺς φασουλῆδες τῆς πολιτικῆς», ὅπως τοὺς ὀνόμαζε ὁ Παλαμᾶς.
Στὸ τέταρτο κείμενο ὁ ὀξυδερκὴς Σκιαθίτης παραθέτει τὴν γενεαλογία τῆς πολιτικῆς. «Πάντοτε ἡ αὐτή». Γενέθλιος χῶρος ἡ πενία. Ὁ Παπαδιαμάντης βέβαια βίωνε μὲ ἀνδρείαν τὴν «ἔντιμον πενίαν» του. «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Ὁ ἀρχαῖος συγγραφέας Στοβαῖος ἔλεγε: «Δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄρχοντα παυόμενον τῆς ἀρχῆς, μὴ πλουσιώτερον ἀλλ’ ἐνδοξότερον γεγονέναι», ὅταν ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὴν «ἐνεργὸ δράση» ὁ ἄρχοντας, δὲν πρέπει νὰ εἶναι πλουσιότερος ἀλλὰ ἐνδοξότερος. Οἱ σημερινοί, παυόμενοι τῆς ἀρχῆς, ἐξέρχονται πλουσιότατοι καὶ μᾶς βγάζουν κοροϊδευτικὰ τὴν γλῶσσα λέγοντας ὅτι «μαζὶ τὰ φάγαμε».
Δημ. Νατσιός