.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Οχι, φιλε μου! Προτιμω να τρωγω τσουκνιδες και να πεθανω της πεινας, παρα να φαγω τροφην προδοσιας!» – Προτιμοτερον θανατος παρα επαισχυντος επιβιωσις

Aπο το βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἐκδοση Γ ἐπηυξημένη, 2015, σελ. 41
Προτιμοτερον θανατος παρα επαισχυντος επιβιωσις

ΤΑΥΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝ διὰ νὰ τονίσωμεν καὶ πάλιν ὅτι, ἐὰν ὁ κατέχων ἀντικείμενόν τι, ἀπὸ τὰ εὐτελέστερα ἕως τὰ ἀκριβώτερα, χαράξῃ ἐπʼ αὐτοῦ τὸν ἀριθμὸν 666 καὶ μᾶς εἴπῃ, «Δὲν θὰ σᾶς τὸ δώσω ἐὰν προηγουμένως δὲν ἀρνηθῆτε καὶ δὲν βλασφημήσετε τὸν Χριστόν», τότε εἰς τὴν συγκεκριμένην αὐτὴν περίπτωσιν, ἄν εἴμεθα πιστοί, θὰ πρέπῃ νὰ προτιμήσωμεν νὰ στερηθῶμεν τοῦ τοιούτου ἀγαθοῦ, ἔστω καὶ ἄν αὐτὸ εἶνε ὁ ἐπιούσιος ἄρτος, καὶ νʼ ἀποθάνωμεν τὸν ἐκ τῆς ἀσιτίας θάνατον, παρὰ νʼ ἀρνηθῶμεν τὸν Χριστόν. Ἡ πίστις εἰς τὴν συγκεκριμένην αὐτὴν περίπτωσιν πρέπει νὰ λάμπῃ ὡς ὁ ἥλιος.
Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τοῦ λόγου θʼ ἀναφέρω ἕνα παραπλήσιον γεγονός, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξα αὐτόπτης μάρτυς. Πρὸ 42 ἐτῶν ὡς ἱεροκῆρυξ εὑρισκόμην εἰς μίαν πόλιν τῆς μαρτυρικῆς μας Μακεδονίας, ἡ ὁποία διετέλει τότε κάτω ἀπὸ τὴν δυναστείαν στρατευμάτων κατοχῆς, ἐν οἶς καὶ βουλγαρικῶν, συνεργαζομένων στενῶς μετὰ τῶν ὀρδῶν τοῦ ἀπαισίας μνήμης Χίτλερ. Οἱ Βούλγαροι, διὰ νὰ προσελκύσουν ὀπαδούς, ἐμοίρασαν καρτέλλας εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν νὰ προσχωρήσουν μὲ τὸ μέρος των, οἱ δὲ ἐφοδιασμένοι μὲ καρτέλλαν ἐπρομηθεύοντο ἐκλεκτὰ τρόφιμα δωρεὰν εἰς περίοδον φρικτῆς πείνης. Εἰς τὸν πειρασμὸν αὐτὸν ὑπέκυψαν οὐκ ὀλίγοι. Τότε συνήντησα Ἕλληνά τινα πατριώτην, πάμπτωχον οἰκογενειάρχην, ὅστις, εἰς τὴν προτροπὴν νὰ δεχθῇ τὴν κάρταν καὶ νὰ λάβῃ τρόφιμα, ἠκούσθη νὰ λέγῃ˙
«Ὄχι, φίλε μου! Προτιμῶ νὰ τρώγω τσουκνίδες καὶ νὰ πεθάνω τῆς πείνας, παρὰ νὰ φάγω βουλγάρικο καλαμπόκι, τροφὴν προδοσίας!». 
Ἐὰν τοιοῦτον ὑψηλὸν λόγον εἶπεν ὁ φλογερὸς αὐτὸς πατριώτης, πόσω μάλλον οἱ συνειδητοὶ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θέτουν ὑπεράνω καὶ τῆς πατρίδος τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, πρέπει νʼ ἀπαντήσουν οὕτω πως εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, κατέχοντες ὑλικὰ ἀγαθά, δὲν θὰ ἐννοοῦν νὰ δώσουν τι ἐξ αὐτῶν εἰς τοὺς πιστούς, ἐὰν προηγουμένως αὐτοὶ δὲν ἀρνηθοῦν τον Χριστόν!
Συνεπῶς, ἐὰν εἰς περίοδον ἀποστασίας μεγάλης τὰ ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου, σὺν τῷ ἀριθμῷ ἔχοντα εἰς τὴν ἀποκλειστικὴν δικαιοδοσίαν των καὶ τὸ πωλεῖν καὶ τὸ ἀγοράζειν μᾶς εἴπουν «Τότε μόνον θὰ σᾶς δώσωμεν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ διὰ νὰ ζήσετε, ἐὰν προηγουμένως πτύσετε τὸν Χριστὸν εἰς τὸ πρόσωπον», τότε δὲν χωρεῖ καμμία ἀμφοβολία, ὅτι πρέπει νὰ ἀπορρίψωμεν τὸν ὅρον τοῦτον τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ νὰ προτιμήσωμεν τὸν ἐξ ἀσιτίας ἔντιμον θάνατον ἤ τὴν ἄτιμον καὶ ἐπαίσχυντον ἐπιβίωσιν. Ἀλλὰ τοιοῦτόν τι σήμερον δὲν συμβαίνει.