Μᾶς ἐστάλη καὶ δημοσιεύουμε ἕνα θαυμάσιο ἄρθρο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Παΐσιου Παπαδόπουλου. Μὲ ἁγιοπατερικὰ κατοχυρωμένο λόγο καταδεικνύει τὴν ἐμμονὴ στὴν κακοδοξία τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τὴν ἐκ τοῦ μολυσματικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἰοῦ παθογένεια τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν.
Η ΕΥΣΕΒΕΙΑ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΔΕΝ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΚΑΪΝ
Γράφει: Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος
«Οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες;» (Γεν. 4,7). Δεν αμάρτησες, εάν μεν ορθά προσφέρεις (θυσίαν στον αληθινόν Θεόν), αλλ’ όμως δεν ξεχωρίζεις ορθά (για Χάριν του Θεού);
Αυτό που εννοούμε ως Ορθοδοξία το βλέπουμε για πρώτη φορά να εφαρμόζεται εν έργω στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στη θυσία του Άβελ και όχι του Κάϊν.
Τί θα πει Ορθοδοξία; Ορθή δόξα, δηλαδή, ορθή γνώμη, και εν προκειμένω ορθή γνώμη στο να διαλέξει κανείς, να ξεχωρίσει διακρίνοντας, τί θα προσφέρει στο Θεό. Και το λέει καθαρά ο Θεός «οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες;». Δεν αμάρτησες (ενώπιον του Θεού) εάν ορθά προσφέρεις (θυσίαν στον αληθινόν Θεόν), δεν ξεχωρίζεις όμως ορθά (δηλαδή, εάν δεν εκλέξεις τα καλύτερα εις ένδειξιν ευλαβείας); (Γεν. 4,7).
Ο Άβελ είχε την γνώμη να διαλέξει, να ξεχωρίσει αυτό που θα προσέφερε ως θυσία στον Κύριο. Γι' αυτό και ο Θεός ευαρεστήθηκε στη θυσία του. Δεν έγινε το ίδιο όμως και με την θυσία του Κάϊν, αν και κινήθηκε πρώτα η βούληση εκείνου στο να προσφέρει θυσία.
Αν, στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης ακόμη, ζητά ο Θεός από τον μεταπτωτικό άνθρωπο, να διακρίνει, να ξεχωρίσει, τί θα του προσφέρει ο κάθε πιστός, πριν ακόμη τότε ενεργήσει η Χάρις με την σωτηριώδη Οικονομία, είναι δυνατόν στην περίοδο της Καινής Διαθήκης που η κοινωνία της σχέσεώς μας με τον Κύριο αναβαθμίζεται, να δέχεται ο Θεός στην Εκκλησία την προσφορά αγίας αναφοράς μολυσμένης από την πίστη των αιρετικών; Μή γένοιτο!
Και όμως αυτή την γνώμη του Κάϊν είχε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο μεγαλύτερό της ποσοστό, σχετικά με την Ψευτο-Σύνοδο στο Κολυμβάρι, όχι απλώς να μήν διακρίνει, να μην ξεχωρίσει δηλαδή την ορθόδοξη θεολογία από την παναίρεση αλλά και να αποδεχθεί ως σωστές τις αποφάσεις της «Κολυμβάριας συνόδου», και το πιο τραγικό, με το έντυπό της «Προς Τον ΛΑΟ», να προσπαθεί να κουκουλώσει ό,τι έγινε εκεί, ώστε αντί να ενημερώσει τελικά τον ΛΑΟ μάλλον να τον παραπληροφορήσει! Και έπειτα ζητούν οι Αρχιερείς να τους κάνουμε υπακοή. Τί λέγει όμως ο Άγιος Νεκτάριος;
«ἡ κοινωνία μὲ αὐτόν [τὸν κακόδοξο καὶ αἱρετικό] μολύνει τὴν πίστη μὲ τὶς εὐθύνες ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται. Λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία προστατεύει ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλλοτριότητα» (Περὶ τῶν σχέσεων μὲ αἱρετικούς). Και ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;»(Κεφάλαια τῶν Ὅρων τῶν κατὰ Ἐπιτομήν).
Αν, λοιπόν, από την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης ακόμη, δεν επιτρεπόταν να λάβει κανείς –και μόνο– το όνομα του Θεού στο στόμα του επί ματαίω, πολύ δε περισσότερο να προσφέρει θυσία εκ του προχείρου στον Θεό, πώς στην Εκκλησία του Χριστού, την περίοδο της Χάριτος που έχει αποκαλυφθεί η Αλήθεια θα μας επιτρέψει ο Κύριος να προσφέρουμε την αγία Αναφορά έχοντας οικειοποιηθεί την πλάνη; Αν ο κάθε αρχιερεύς δεν προσφέρει θυσία ευπρόσδεκτη στον Θεό, εμείς το λογικό ποίμνιο του Χριστού, γνωρίζοντας τον καλό Ποιμένα, θα εγκαταλείψουμε τους κακούς ποιμένες και, ακούοντας την φωνή του Χριστού, θα στραφούμε οπίσω Αυτού και αν ακόμη πέσουν πάνω μας όλες οι δυνάμεις του σκότους της αρνησίΧριστης εποχής μας. Δυστυχώς η διοικούσα θεσμική Εκκλησία δεν θέλησε να κρατήσει και την αγιοπνευματική της παρακαταθήκη, ώστε να κρατήσει την ορθή δόξα, δηλαδή να έχει ευάρεστη αναφορά στον Θεό Πατέρα δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
Γι’ αυτό το ολίσθημα ευθύνονται:
Α. ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ
Οι εκκλησιαστικοί εκείνοι ποιμένες, κυρίως επίσκοποι, κατ' εξοχήν όμως οι πατριάρχες, οι αρχιεπίσκοποι και από τους λαϊκούς θεολόγους, κυρίως, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ευτυχώς όχι όλοι, όμως οι περισσότεροι, που ακολουθώντας τον Κων/πόλεως, ο οποίος σύρει τον χορό στην Παναίρεση, παρασύροντας ο ένας τον άλλον στον Οικουμενισμό από ανθρωπαρέσκεια και διαπλοκή. Γι αυτούς έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο αρκετά και γραφεί πολύ περισσότερα, προς τούτο δεν χρειάζεται ούτε θα προσφέρουμε κάτι πλέον χρήσιμο με αυτό τον χαρτοπόλεμο. Όσοι πραγματικά έχουν το ενδιαφέρον να ενημερωθούν μπορούν να ψάξουν και να βρουν τα σχετικά.
Β. ΟΙ ΣΥΝ-ΚΟΙΝΩΝΟΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ
Εννοώ εκείνους τους ποιμένες –επισκόπους, πρεσβυτέρους– και “θεολόγους” που ενώ αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς, επειδή δεν έχουν συνάμα και το σθένος, να διαφωνήσουν και να αντιπαραταχθούν στην παναίρεση, έχοντας όμως και αλληλοεξάρτηση, τελικά, έχουν καταστεί και αυτοί εν τη πράξει αιρετικοί. Διότι συνεργαζόμενοι μαζί τους, όχι μόνο δεν ενημερώνουν το ποίμνιο, που είναι υποχρέωσή τους απέναντι στον Θεό, εφ’ όσον θέλησαν να γίνουν ποιμένες, αλλά και καλύπτουν τους οικουμενιστές όταν οι πιστοί διαμαρτύρονται, ενώ εκείνοι εργάζονται ξεδιάντροπα –χρόνια τώρα– μη βρίσκοντας όχι μόνο σοβαρές αντιστάσεις αλλά ούτε και μια συνεπή τακτική αγώνα. Δεν λέω για στρατηγική διότι οι «στρατηγοί» το έβαλαν στα πόδια! Εν τω μεταξύ ο χρόνος και το πεδίο δράσης που προσφέρουν στους σύγχρονους αιρετικούς αλλοτριώνει και τους ίδιους επίσης ως προς τα φρονήματα, καθώς αφήνουν την συνείδησή τους να αμβλύνεται και έτσι ζημιώνουν την Ορθοδοξία· αρχικά, με την σιωπή και την αδράνεια, στην συνέχεια, με το να τους δικαιολογούν και, τελικά, αφού οι ίδιοι έχουν ξεθωριάσει και στερηθούν την Χάρη του Θεού, προδίδουν την Εκκλησία του Χριστού ταυτιζόμενοι με τους Οικουμενιστές. Διότι, αν το να αμαρτάνει κανείς είναι μια φορά παράπτωμα, το να δικαιολογεί όμως την αμαρτία είναι βαρύτερο παράπτωμα! Αυτοί, λοιπόν, κάνουν ζημία στο ορθόδοξο ποίμνιο εξ ίσου με τους οικουμενιστές διότι, μη ενημερώνοντας τον κλήρο και τον λαό, για το τί πραγματικά γίνεται με αυτή την αίρεση του Οικουμενισμού –μάλιστα την ώρα που εισέβαλε επισήμως δια συνόδου μέσα στην Εκκλησία– και μη αναπτύσσοντας δράση ως αναίσθητοι πνευματικά, θεωρώντας λόγω βολέματος ότι “όλα πηγαίνουν καλά”, αφήνουν τα σεσηπότα μέλη να μολύνουν και τα υγιή. Εξ αιτίας τους το ορθόδοξο πλήρωμα έμεινε απληροφόρητο σε τέτοιο βαθμό που αν τολμήσει κανείς να μιλήσει χαρακτηρίζεται από φανατικός έως και τί άλλο.
Ανεγνώσαμε προσφάτως τέτοια δημοσιεύματα που έχουν χαρακτηρισθεί ως βοθρολύματα! Αυτοί, οι λεγόμενοι “Κολυμβαριστές”, δεν προβαίνουν στην διακοπή της κοινωνίας σταματώντας την μνημόνευση, διότι θεωρούν πλάνη την συγκεκριμένη ενέργεια, μολονότι οι άγιοι Πατέρες μαςκληροδότησαν αυτόν τον τρόπο αντίστασης. Από αυτή την μερίδα θα ακούσεις τα πιο απίθανα πράγματα και με την σύγχυση που ενσπείρουν δια λόγων και έργων είναι εκείνοι που τελικά μπερδεύουν τους πιστούς, διότι δεν τους λένε σαφή και καθαρά πράγματα αλλά τους μιλούν για υπακοή στην Εκκλησία, για αγώνα από μέσα και όχι από έξω της Εκκλησίας, για το πού θα οδηγηθεί το ποίμνιο χωρίς επισκόπους –ενώ αν υπήρχε δυναμικό και πολυάριθμο αγωνιζόμενο ποίμνιο και οι επίσκοποι θα έπαιρναν θάρρος για να βγουν μπροστά– και έτσι τελικά “ευνουχίζουν” τηνανδρεία των πιστών, γι αυτό και δεν παρέχεται καρπός ομολογίας!
Γ. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΕΣ ΕΜΜΕΣΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ
Αυτοί τώρα που, ενώ δεν θέλουν τον Οικουμενισμό, αλλά δεν μπήκαν ακόμη στον αγώνα της ομολογίας έργω, διατηρώντας κοινωνία με τους οικουμενιστές και μνημονεύοντάς τους, θεωρώ ότι κάνουν μεγαλύτερη ζημία δεδομένου ότι δεν αφήνουν να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο για να δει το ποίμνιο τί διαστάσεις έχει πάρει η κατάσταση, ώστε να υπάρξει εγρήγορση για να αντιμετωπισθεί η Παναίρεση, διότι δεν αφήνουν να γίνει αγώνας.
Ενώ οι οικουμενιστές είναι οι γεννήτορες της παναίρεσης, η μερίδα αυτή, οι τάχα αντι-οικουμενιστές ονομαζόμενοι “αχρικαιρίτες’καθίστανται οι παραμάνες που γαλουχούν την παναίρεση και την ανδρώνουν. Πώς; Έχοντας ως “μεγάλα ονόματα” κύρος (Γέροντες, πνευματικοί, καθηγητές) μη έχοντας όμως και την φλόγα της πίστεως, επειδή κινούνται ανθρωποκεντρικά και όχι αγιοπνευματικά, λειτουργούν ως πυροσβεστήρες. Διότι έχοντας ο Γέροντας κύρος και μη παίρνοντας σαφή θέση, θέτει σε κρίση την συνείδηση των ανθρώπων που τον γνωρίζουν, διότι μπερδεύονται οι πιστοί βλέποντας ακόμη και “καλούς” πνευματικούς να σιωπούν. Όταν έχει κανείς τέτοιο πνευματικό ή Γέροντα, δεν είναι εύκολο να αγωνιστεί γιατί κυριολεκτικά είναι δεμένος και πρέπει να είναι πολύ παλληκάρι για να σπάσει τα δεσμά και να συνταχθεί με τον Χριστό και όχι τον πνευματικό ή τον Γέροντα ή τον καθηγητή.
Τελικά αυτοί οι πνευματικοί ενώνουν τις ψυχές με τον Κύριο Ιησού Χριστό ή τον εαυτό τους; Είναι νυμφαγωγοί ή καθίστανται νυμφίοι; Πολλά χρόνια τώρα ακούμε και διαβάζουμε για τον οικουμενισμό, αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν βλέπουμε και κάτι που να δείχνει ότι όλοι αυτοί που ομιλούσαν και έγραφαν εναντίον αυτής της εσχατολογικής αίρεσης –πλήν ορισμένων εξαιρέσεων– ήταν και διατεθειμένοι να κάνουν δυναμικές ενέργειες για να αναχαιτισθεί η παναίρεση με αποφασιστικό τρόπο. Ομιλίες, άρθρα, αναρτήσεις, ημερίδες στο δια ταύτα όμως, τίποτε, επί της ουσίας, αφού συνεχίζουν να μνημονεύουν επισκόπους, οι οποίοι κρατούν κοινωνία με τον αιρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως και τους συν αυτώ· και όχι μόνο, αλλά και κατηγορούν ως πλανεμένους τους κληρικούς εκείνους που προέβησαν στην διακοπή κοινωνίας με τους οικουμενιστές.
Τώρα, αν είναι και καμιά Γερόντισσα που μεταβαίνει στην Αυστραλία και εκεί σε συζητήσεις διδάσκει ότι η διακοπή μνημοσύνου είναι πλάνη και ότι, έτσι ενεργούσε ο πρώην Φλωρίνης, π. Αυγουστίνος και ο αείμνηστος θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος, αγωνιστής αδελφός μας, δημιουργώντας πρωτοφανή σύγχυση, τί να πει πλέον κανείς;
Το λάθος είναι ότι, αντί να στηριχθούμε στον Χριστό για να κάνουμε έναν αγώνα, στηριζόμαστε σε ανθρώπινα δεκανίκια. Έτσι, ψάχνουμε να δούμε τί θα κάνει ο τάδε καθηγητής ή ο τάδε Γέροντας, αγνοώντας ότι υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες για τον καθένα, αλλά και ότι κανείς ως άνθρωπος δεν είναι αυθεντία. Ενώ θα έπρεπε να βλέπουμε τα παραδείγματα των αγίων που τελείωσαν θεαρέστως τον δρόμο τους και αυτός να είναι ο κανόνας μας, εμείς ψάχνουμε στα δεδομένα της πιο αντίχριστης εποχής λησμονώντας τα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, ανθρώπους που ακόμη δεν κρίθηκε η πορεία τους. Άραγε, μπορούν όλοι να κάνουν τον ίδιο αγώνα σε κάθε ηλικία και σε κάθε φάση της ζωής τους; Έχει τις ίδιες δυνατότητες ο έγγαμος με τον άγαμο;
Δεν υπάρχουν άλλες ιδιαίτερες συνθήκες για να σκεφθούμε ότι δεν είναι ανάγκη επιτέλους να μας πει ο τάδε Γέροντας να κάνουμε αγώνα την ώρα που βλέπουμε να έχουν εισβάλει οι λύκοι στο μαντρί; Είναι αυτό τρόπος θεώρησης πνευματικού ανθρώπου; Ενώ θα έπρεπε να “σπάσουν το κεφάλι” της αιρέσεως εν τη γενέσει της, “ως νήπιο, στη πέτρα” της ομολογίας, ψάχνουμε τώρα ονόματα και Γεροντάδες· δεν ντρεπόμαστε λίγο; Οι προπάτορές μας θα μας δικάσουν! Τί αγώνες έκαναν; Βλέπει και ακούει κανείς την ασέβεια; Πρέπει να πάρει θέση! Πρέπει να βγει μπροστά με πίστη να μιλήσει και να ενεργήσει! Πόσο απλά αλλά και με πόση δύναμη και αποφασιστικότητα το έλεγε αυτό ο ηρωϊκός στρατηγός Μακρυγιάννης:
«Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων εναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον Κωλέττη και του λέγω: Δεν μας αφήνεις πλέον ησύχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένην μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς. Γνωρίζομεν τις ενέργειες τις μυστικές των ξένων όπου εργάζονται δια την θρησκείαν μας, θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν. Τώρα θα γένης κομμάτια απ’ αυτά που εργάζεσαι εσύ με τους όμοιούς σου κι αφήνεις και τους ξένους κι εργάζονται δια την θρησκείαν μας. Μου λέγει: Η Κυβέρνηση πρέπει να λάβη μέτρα δια σένα. Του είπα, κουσούρι να μην κάμης εσύ και η κυβέρνησή σου! Σηκώθηκα κι έφυγα. Τότε έστειλε στρατιώτες, την νύκτα, μου τριγύριζαν το σπίτι. Έρχονταν πάντοτε άνθρωποι και μόλεγαν να φυλαχτώ, ότι θα με σκοτώσουνε, ότι έχω πολλούς οχτρούς. Τους λέγω: οχτρούς αν τους έκαμα, δε λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιόν μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και την θρησκείαν μου, θα μιλήσω, θα ενεργήσω κι ό,τι θέλουν ας μου κάμουν».
Σήμερα, αντί οι κληρικοί να βγουν στον αγώνα, βλέπουμε να το έχουν βάλει στα πόδια. Οι λαϊκοί αγωνιούν, προσεύχονται, ομιλούν ομολογιακά και οι πνευματικοί «οδηγοί» ψάχνονται! Γιατί; Διότι, αν λειτουργήσεις με ξερή λογική έκοψες το κεφάλι της πίστεως και δεν ενεργείς πνευματικά αλλά ανθρωποκεντρικά. Ομιλούμε για τον ουμανισμό της Ευρώπης, ομιλούμε για τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, αλλά δεν ξεφύγαμε ακόμη από τις ευρωπαϊκές αρρώστιες που κολλήσαμε. Και έρχονται απλοί πιστοί και μας ρωτούν· χρειάζεται να γίνει συνέδριο για να διακόψει κανείς εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που προσχώρησαν στην αίρεση; Χρειάζεται να είμαστε πολλοί για να έχουμε «πλάτες»;
Και βλέπω οι λαϊκοί να συζητούν μαζί μας, σαν να είναι θεολόγοι, και να μας μιλούν με τέτοια σοφία την οποία δεν βρίσκεις σε επισκόπους. Και θαυμάζω αυτά τα παιδιά που διανύουν τρείς ώρες για να έρθουν να λειτουργηθούν επειδή δεν μνημονεύουμε όσους δέχονται την Κολυμβάρια ψευτοσύνοδο και αναλογίζομαι τον λόγο της Γραφής «Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Μαρκ.20,16). Όσοι δήλωναν ότι θα προβούν στην διακοπή κοινωνίας εκείνων που μνημονεύουν τους αιρετικούς, μέχρι στιγμής έχουν χάσει:
1. Το momentum, δηλαδή, τον κατάλληλο χρόνο για τον κατ’ εξοχήν σκοπό της διακοπής κοινωνίας, να γίνει κάτι προ της Συνόδου της Ιεραρχίας, ώστε να είχαν τοποθετηθεί σωστά στις συνεδρίες της οι Μητροπολίτες.
2. Την ενότητα, διότι τελικά προέκυψε διάσπαση, αφού δεν ήταν όλοι διατεθειμένοι να υποστούν τον κόπο, το όνειδος και τις διώξεις.
3. Την σταθερότητα, διότι αποβλέποντας σε ανθρώπινους παράγοντες ενίσχυσης τώρα που δεν τους βρήκαν κλονίσθηκαν.
4. Την αξιοπιστία, διότι οι εξαγγελίες δεν συμβαδίζουν με τα έργα.
5. Την αγνότητα, καθώς μολύνονται κοινωνώντας πλέον με την αίρεση δια των επισκόπων που μνημονεύουν.
6. Την ευκαιρία, να γίνει κάτι ενθαρρυντικό, που όσο περνά ο καιρός αυξάνουν οι πιθανότητες τελικά να μην προβούν στην διακοπή κοινωνίας και τελικά όχι μόνο να αρχίσουν να δικαιολογούνται αλλά να κατηγορούν και τους λιγοστούς που ετόλμησαν.
7. Τους συναγωνιστές, που άφησαν μόνους εκ των οποίων οι περισσότεροι, κάτω από το αυταρχισμό ηγουμένων στο Αγιον Όρος πατροναρισμένων από τον Κων/πόλεως, υπέκυψαν.
Θέλουμε δεν θέλουμε τα εκκλησιαστικά πράγματα μέχρι στιγμής διαμόρφωσαν τρείς μερίδες αντίστοιχες, όπως τότε και με τον Αρειανισμό:
1. τους κατ’ εξοχήν αιρετικούς Οικουμενιστές τους αντιπαραβάλω με τους ανομοίους, ξεδιάντροπα αιρετικούς.
2. τους συγκοινωνούντες μετά των Οικουμενιστών τους αντιπαραβάλω με τους ομοιουσιανούς, που και αυτοί ήταν οι μπερδεμένοι αιρετικοί.
3. τους διακόψαντας κοινωνία μετα των Οικουμενιστών με τουςομοουσιανούς, που ήταν Ορθόδοξοι και είχαν θέσεις ξεκάθαρες.
Όσοι δε ελάχιστοι μέχρι τώρα, κάναμε διακοπή κοινωνίας μετά την Κολυμβάρια ψευτοσύνοδο δια της Χάριτος του Θεού συνέβη να:
1ον Κρατήσαμε το θέμα στην επικαιρότητα με το να γίνουμε αιτία και αφορμή να γραφτούν πάρα πολλά, σπουδαία αντιαιρετικά άρθρα αλλά και ορισμένα κακόδοξα και εστερημένα θεολογικής κατοχύρωσης ώστε:
α. Να προκύψει εντατική και σημαντική ενημέρωση επιπλέον.
β. Να πέσουν οι μάσκες για να δούμε τις πραγματικές προθέσεις προσώπων.
γ. Να προσφέρουμε τον χρόνο να ετοιμασθούν όσοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμη που πάει η κατάσταση.
2ον Να εμψυχωθούν πολλοί πιστοί που είχαν κατασκανδαλισθεί και απελπισθεί από την αδράνεια των τάχα αντιοικουμενιστών. Πολύ καιρό τώρα υπάρχει ο πιστός λαός που αγωνιά για την έκβαση των εκκλησιαστικών πραγμάτων προσδοκώντας να δουν τουλάχιστον κάποιους επισκόπους, κληρικούς και μοναχούς να βγουν μπροστά. Αυτό το ποίμνιο που κατά κανόνα είναι πιστοί που ξέρουν τί θέλουν, δεν βρήκαν αγωνιστές αλλά πολυλογάδες. Λόγια, λόγια, λόγια! Φτάνει! Τώρα κατάλαβαν ορισμένοι ότι στους αγώνες χρειάζεται και κάτι άλλο; Χρειάζεται η αποφασιστικότητα της διακοπής κοινωνίας. Η μέχρι τώρα αναβολή μόνο προβλήματα εδημιούργησε διότι: Η παύση κοινωνίας γίνεται με κάποια προοπτική αναχαίτισης της αιρέσεως, να μην προλάβουν να εδραιώσουν την κακοδοξία οι Οικουμενιστές. “Καιρός παντί πράγματι”! Και μετά δύναται κανείς να κάνει διακοπή μνημοσύνου αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι να ξεχωρίσει ο ίδιος από τον μολυσμό –εν μετανοία βέβαια– διότι όλον αυτό τον καιρό τί γίνεται, δεν μολύνεται αν όντως πιστεύει ότι ο οικουμενισμός είναι αίρεση; Για την Εκκλησία σε τί βοήθησε; Μόνο επιβράδυνε τον αγώνα σε σημείο που πλέον να μην μπορεί όχι απλώς να τελεσφορήσει αλλά ούτε καν να αρχίσει!
3ον Ξεκαθαρίσαν θεολογικά ορισμένα θέματα που αφορούν κανόνες αλλά και την πίστη όπως:
α. Η ερμηνεία του 15ου κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
β. Το αν τα μυστήρια, και κυρίως η Θεία Λειτουργία, χωρίς την μνημόνευση του επισκόπου είναι έγκυρα.
γ. Το αν μπορεί να υπάρχει η Εκκλησία του Χριστού εκεί που δεν υπάρχει η Αλήθεια της αποκαλυφθείσης πίστεως;
Κατά την ροή της εκκλησιαστικής μας ιστορίας οι αγώνες στην Ορθοδοξία δεν έγιναν ούτε με τους πολλούς ούτε και τους διάσημους της κάθε εποχής. Όταν κανείς ξεκινά έναν αγώνα για την ευσέβεια και γυρίζει γύρω του να δει ποιοί θα τον ακολουθήσουν, πνευματικά, είναι εξωφλημένος. Γιατί; Πολύ απλά διότι δεν στηρίζεται στον παντοδύναμο Θεό. Η πίστη κινεί τον χριστιανό να θεωρεί, να βλέπει τα διάφορα πνευματικά ζητήματα, με τον νού, την πρώτη δύναμη της ψυχής στο «κατ’ εικόνα». Η συνείδηση που αποτελεί κατά μία έννοια τον έμφυτο λόγο της ψυχής, αυτό που λέμε φυσική γνώση, κάνει τον άνθρωπο να διακρίνει αν η γνώμη του είναι ορθή. Αν ταυτισθεί η γνώμη με την διάκριση, τότε ο άνθρωπος θέλει με το πνεύμα του, αυτό που αποφάσισε, και έχουμε πλέον την βούληση, αφού η θέληση για κάτι συγκεκριμένο αποτελεί την βούληση. Επομένως με τον νου θεωρούμε, με τον λόγο διακρίνουμε με το πνεύμα θέλουμε. Για να ξέρουμε τώρα τί θέλουμε πρέπει πρώτα να διακρίνουμε. Και για να διακρίνουμε πρέπει να βλέπουμε (να θεωρούμε) δια της πίστεως εν Αγίω Πνεύματι: «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς...». Γι’ αυτό ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος επισημαίνει:
«Ὥσπερ οὖν οὐδέν ὠφελεῖται ὁ ἐν σκότει περιπατῶν, ἐάν λαμπάδας κατέχῃ ἐσβεσμένας πολλάς καί περικαλλεῖς –οὔτε γάρ ἑαυτόν οὔτε ἕτερόν τινα ὡς ἐκ τούτων ὁρᾷ–, οὕτως οὐδέ ὁ τάς ἀρετάς πάσας, εἰ οἷόν τε, δοκῶν ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, μή ἔχων τό φῶς ἐν ἑαυτῷ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐδέ τάς αὐτοῦ πράξεις καλῶς ἰδεῖν, οὐδέ εἰ πρός ἀρέσκειαν Θεοῦ εἰσι, τελείως πεπληροφόρηται. Ἀλλ᾿ οὐδέ ἄλλους ὁδηγῆσαι ἤ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διδάξαι δύναται, οὐδέ λογισμούς ἀλλοτρίους ἐστίν ἀναδέχεσθαι ἄξιος, εἰ καί πατριάρχης ἐξ ἀνθρώπων γενήσεται, ἕως ἄν τό φῶς ἐν ἑαυτῷ φαῖνον κτήσηται. Φησί γάρ ὁ Χριστός· “Περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ, καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει.” Εἰ οὖν ἐκεῖνος οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, πῶς τήν ὁδόν ἄλλοις ὑποδείξει; Τί οὖν ὄφελος, ἐάν λύχνον ἐσβεσμένον ἐπί ἑτέρᾳ λυχνίᾳ τις ἐπιθείη, πυρός καιομένου ἐστερημένῃ καί φαίνοντος. Οὐ γάρ οὕτω δεῖ ποιεῖν!». Δηλαδή, αν δεν έχουμε το φως του Αγίου Πνεύματος δεν μπορούμε να πορευόμαστε ορθά, ήτοι ορθόδοξα!
Το φως όμως είναι η πίστις. Ποιά πίστη; Η εξ ακοής ή η ενυπόστατη; Χωρίς την εξ ακοής, την ορθή δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν δύναται να φτάσει κανείς ούτε την ενυπόστατη. Επομένως η ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της πίστεως που αποτελεί την εξ αποκαλύψεως διδασκαλία του Χριστού που ερμήνευσαν οι θεοφόροι Πατέρες ελαμπόμενοι από το άκτιστο φως είναι προϋπόθεση για την εμπειρία της ενυποστάτου πίστεως. Άρα αν αφήσουμε αυτή την διδασκαλία θα εμβατεύουμε τυφλά στο σκότος, και τότε τί; Θα έχουμε την Χάρη και μέθεξη των ακτίστων ενεργειών του Θεού; Θα είμαστε η Εκκλησία του Χριστού;
Αν, λοιπόν, δεν ξεχωρίσεις διακρίνοντας ορθά αυτό που προσφέρεις στον Θεό με την λατρεία, έχεις αμαρτήσει! Χρειάζεται δηλαδή, εφ' όσον εμείς οι ίδιοι επιλέξαμε να έχουμε κοινωνία σχέσεως μαζί Του, όχι μόνο να έχουμε ευλάβεια αλλά και ευσέβεια. Ευλάβεια, ώστε με δέος, με φόβο Θεού, που πηγάζει από την επίγνωση του ποιοί είμαστε οι κτιστοί και πεπερασμένοι άνθρωποι, που στεκόμαστε ενώπιον του Δημιουργού και Πλάστη μας αναλογιζόμενοι το μεγαλείο του Θεού. Και ευσέβεια, διότι από μόνοι μας χωρίς την υπερφυσική, δική Του και, μάλιστα, προσωπική, αποκάλυψη δεν θα μπορούσαμε να έχουμε ορθή γνώμη, ορθή δόξα γι' Αυτόν, αφού είναι απερινόητος και ακατάληπτος και ο άνθρωπος από μόνος δεν δύναται να γνωρίζει τις αλήθειες περί την Πίστη. Εφ' όσον, λοιπόν, μας αποκάλυψε την αληθινή πίστη και για τον λόγο ότι το περιεχόμενο αυτής της πίστεως δεν είναι ανθρώπινες φαντασίες και μυθοπλασίες, εάν αληθινά θέλουμε να έχουμε αληθινή και οντολογική σχέση μαζί Του δεν έχουμε το δικαίωμα να αυτοσχεδιάζουμε συλλογιζόμενοι, διαλογιζόμενοι και αναλογιζόμενοι και στο τέλος (συγγνώμη!) να λέμε βλακίες. Πολύ περισσότερο όταν είμαστε μέλη της Εκκλησίας, και μάλιστα όταν ανήκουμε στο ιερατείο ή συγκροτούμε το σώμα της Ιεραρχίας ως επίσκοποι δεν έχουμε δικαίωμα να παραχαράσσουμε την εξ αποκαλύψεως πίστη νοθεύοντάς την με τις πλάνες και τις κακοδοξίες κάθε αιρέσεως καθώς και κάθε θρησκείας, αφού αυτή είναι η διαφορά μας από τα θρησκεύματα, το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι θρησκεία αλλά το σώμα του Χριστού με περιεχόμενο πίστεως ό,τι ο Κύριος μας αποκάλυψε. Οπωσδήποτε όμως δεν είναι και μια ομολογία σαν τις χριστιανικές αιρέσεις που, ακριβώς, επειδή είναι αιρέσεις, δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού.