Δύο εἶναι οἱ χῶροι πνευματικῆς πορείας καὶ βίωσης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἡ ἐνορία, ἡ τοπικὴ δηλ. ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μοναστῆρι.
Ἡ ἐνορία εἶναι τὸ θεμελιῶδες κύτταρο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μοναστῆρι εἶναι ὁ θυσιαστικὸς τόπος καὶ προπαντός ἐπιλογὴ καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀποκλειστικῆς ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Βασιλεία Του. Χριστιανὸς γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀγαπώντας καὶ ὁμολογώντας τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὁμολογία δὲν βιώνεται παρὰ μόνον μέσα σὲ πνεῦμα ἀπόλυτης καὶ ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀλήθεια καὶ ἐλευθερία. Ὅποιος ἀγαπᾶ καὶ ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία, εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἀκόμα καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ. Κάποτε αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ και στὸ βίωμα τῆς ἀληθινῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερίας, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Γιὰ τὴν ἀσφαλῆ διατήρηση τοῦ βιώματος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιὰ τὸν πόλεμο τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν καὶ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πλάνης καὶ τῆς πτώσης βοηθάει τὸν μοναχὸ ὁ γέροντας καὶ τὸν λαϊκὸ ὁ πνευματικός.
Ὁ πνευματικός/γέροντας ὡς τύπος Χριστοῦ καὶ κάνοντας ὁ ἴδιος ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἀποδέχεται ἐλεύθερα, ἑκούσια καὶ ὑπεύθυνα νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ καθοδηγεῖ μὲ σεβασμὸ τὸ πνευματικό του παιδί στὸν δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία του καὶ προσφέρει – πάντα μὲ γνώμονα τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ δώσουν καὶ τὴν ζωή τους γιὰ τὸ ποίμνιό Του– τὰ πάντα γιὰ νὰ τὴν κερδίσει. Ὁ πνευματικός/γέροντας φροντίζει καὶ μεριμνᾶ, ὥστε οἱ ψυχὲς τῶν πνευματικῶν του τέκνων, παρὰ τὶς ἀδυναμίες τους, νὰ γεμίσουν μὲ χάρη καὶ λόγο Χριστοῦ. Εἶναι τεράστιο τὸ βάρος καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ πνευματικοῦ/γέροντα καὶ γιὰ αὐτὸ πολλοί, σοφὰ καὶ ἀπὸ ταπείνωση, διστάζουν νὰ ἀναλάβουν τέτοιο τρομερὸ ἔργο.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ὅμως, ἔχει ἐμφανισθεῖ ἕνα φαινόμενο ποὺ προκαλεῖ τραγικὰ λάθη καὶ πλάνες, τὸ φαινόμενο τοῦ γεροντισμοῦ. Ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὸν γεροντισμό, ἐννοοῦμε τὴν διαστρέβλωση, τὴν ἐκμετάλλευση καὶ παράλληλα τὴν ἄρνηση τοῦ εὐλογημένου, μυστηριακοῦ χαρακτῆρα τῆς πνευματικῆς σχέσης πατέρα καὶ τέκνου, ποὺ συναντᾶμε στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς. Ὅπως ἡ διαστρέβλωση καὶ ἡ ἐκμετάλλευση ἀκόμα καὶ ἑνὸς λόγου τοῦ Εὐαγγελίου ἀποτελεῖ αὐτομάτως καὶ ἄρνηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ὁ γεροντισμὸς ὡς διαστρέβλωση τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς ὑγιοῦς σχέσης πνευματικοῦ πατέρα καὶ πνευματικοῦ τέκνου μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς θεοδώρητης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὁποίας μέγιστη ἔκφραση ἀποτελεῖ ἡ ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ φυσικὰ ἀποτελεῖ μέγιστη ἀρετή, διότι καταργεῖ τὸ ἐγωιστικὰ κινούμενο θέλημα καὶ ὑπερυψώνει τὸν ἄνθρωπο. Προσφέρεται ὅμως ἐλεύθερα καὶ ἑκούσια.
Ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ λόγου «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ... γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. 26, 23). Ἡ ὑπακοὴ ὑποτάσσει μὲν τὸ θέλημά μας, δὲν διασπᾶ ὅμως τὴν θέλησή μας, ἀκριβῶς γιατὶ γίνεται ἑκούσια. Εἶναι δῶρο καὶ θυσία καὶ ὄχι ἐξαναγκασμὸς καὶ βιασμὸς τοῦ αὐτεξουσίου. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος μᾶς διδάσκει καὶ προτρέπει «Ἀδελφοί, πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» (Ἑβρ. 13, 17) θέτει μία προϋπόθεση· «αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Ὅταν λοιπὸν κάνω ὑπακοὴ στὸν πνευματικό/γέροντά μου, σημαίνει ὅτι, ὅπως αὐτὸς μὲ ἀποδέχεται ἐλεύθερα, ἑκούσια καὶ ὑπεύθυνα, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐλεύθερα, ἑκούσια καὶ ὑπεύθυνα ἐμπιστεύομαι καὶ ὑπακούω τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐπέλεξα γιὰ νὰ μὲ συμβουλεύει καὶ νὰ μὲ καθοδηγεῖ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, γιατὶ αὐτὸς ἀγρυπνεῖ καὶ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, σέβεται τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ὡς δῶρο Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ξέρει, ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή τοῦ τέκνου του.
Ὁ γεροντισμὸς ὅμως ἀναιρεῖ τὰ παραπάνω στὸ σύνολό τους καὶ στὶς δύο πτυχές τους.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν πρώτη πτυχή, ἡ ἀναίρεση λαμβάνει μέρος, ὅταν ἐμφανίζονται ρασοφόροι, διαποτισμένοι ἀπὸ ναρκισσισμό, ἔπαρση καὶ πλάνη, ποὺ παρουσιάζουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς τοὺς νέους χαρισματικοὺς τῶν καιρῶν μας καὶ δημιουργοῦν σχέσεις ἀπόλυτης ἐξάρτησης ποὺ καταργοῦν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, βιάζουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀθετοῦν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, δημιουργοῦν τυραννικὲς σχέσεις, προσωπικοὺς ὑπηκόους καὶ ὄχι ὑπηρέτες Του. Παράλληλα ἀποκλείουν ἄλλους πνευματικούς/γέροντες ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομονώνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὰ πνευματικά τους τέκνα γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν ὡς αὐθεντίες τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι ὡς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς συνοδοὺς τῶν πιστῶν πρὸς τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὡς Χριστό. Ἔτσι εἰσάγουν στὴν Ὀρθοδοξία ἕναν Γκουρουϊσμό καὶ ἐμποδίζουν ὄχι μόνο τὴν σωτηρία τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν δίνουν τὰ πάντα γιὰ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ τοὺς παίρνουν τὰ πάντα.
Ἡ δεύτερη πτυχὴ ἀφορᾶ τοὺς λαϊκοὺς καὶ εἶναι σὲ ὅλους μας, τοὺς σύγχρονους ὀρθόδοξους, γνωστή. Συνήθως ἐμφανίζεται μὲ τὴν γνωστὴ φράση «ἐγὼ εἶμαι πνευματικὸ παιδὶ τοῦ τάδε ἢ ἐγὼ ἀκολουθῶ τὸν τάδε γέροντα κλπ.». Αὐτὴ ἡ ἔκφραση, ἂν τὸ καλοσκεφθοῦμε, εἶναι τραγική, γιατὶ δηλώνει τὴν ἀνάδειξη τοῦ πνευματικοῦ/γέροντα ἀπὸ «ὁδηγὸ» σὲ «Ὁδό». Ἐπιβάλει μία ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν ἀκροατή, μία ἐπιβράβευση, μία ἀνωτερότητα. Καὶ ἀκόμα χειρότερα δηλώνει τὴν ὑποταγή ὄχι στὸν Χριστό, μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ/γέροντα, ἀλλὰ στὸν πνευματικό/γέροντα μέσῳ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μιλοῦν ἔτσι δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ψάχνουν σύγχρονους γνωστούς, συνήθως χαρισματικούς, ἀληθινοὺς ἢ μή, πνευματικοὺς/γέροντες γιὰ νὰ ἀναδειχτοῦν οἱ ἴδιοι. Φθάνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ πιστεύουν, ὅτι δὲν χρειάζεται πιὰ νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν προσωπική τους σωτηρία, οὔτε νὰ διαβάζουν τὶς Γραφὲς καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, μιᾶς καὶ ἔχουν πνευματικό/γέροντα. Ἔχουν τὴν σωτηρία τους δεδομένη καὶ ἀπορρίπτουν κάθε διδασκαλία ποὺ ἀντιτίθεται στὴν διδασκαλία τοῦ πνευματικοῦ/γέροντα, ἀκόμα καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὡς πλάνη, χωρίς νὰ βλέπουν, ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι σὲ πλάνη.
Τὸν διαφημίζουν καὶ τὸν προβάλουν παντοῦ ἀπορρίπτοντας καὶ αὐτοὶ τοὺς ἄλλους, ὡς μὴ κατάλληλους γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ μισῶντας τοὺς θεωρούμενους ἀνταγωνιστές τους. Τρέχουν συνεχῶς δίπλα του καὶ τὸν περιβάλλουν ἀσφυκτικά, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν «προνομιακὴ» τους θέση. Τρέμουν μὴν ἀντιμιλήσουν ἢ θυμώσουν τὸν πνευματικό/γέροντα βιώνοντας ἕνα καθεστὼς φόβου καὶ ἄγχους. Φθάνουν ἀκόμα καὶ στὸ σημεῖο νὰ ἱεροποιοῦν κάθε τι ποὺ ἀκουμπᾶ ἢ κατέχει ὁ πνευματικός/γέροντας μεταβάλλοντας τὴν πίστη σὲ κάτι μαγικῶς ἐνεργούμενο.
Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο θεωρεῖται δικαίως ὁ γεροντισμὸς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πυλῶνες, πάνω στοὺς ὁποίους ἐγκαθιδρύθηκε ὁ Οἰκουμενισμός. Ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό/γέροντα ἀπαγόρευσε τὴν ὑπακοὴ στὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπιση τοῦ δόγματος. Ἀνακήρυξε τὸν πνευματικό/γέροντα σὲ «Πρῶτο» καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα σὲ ὀπαδούς. Ἀνέτρεψε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκηρύσσοντας τοὺς ἄλλους καὶ ἀναδεικνύοντας τὸν προσωπικὸ πνευματικό/γέροντα σὲ «Ἐκκλησία» καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἵδρυση φατριῶν τῶν ἑκάστοτε πνευματικῶν/γερόντων καὶ ὄχι τὴν διατήρηση τοῦ ἑνὸς ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ γεροντισμὸς ἀναίρεσε τὸν δίκαιο ἔλεγχο περὶ τῆς Πίστεως καὶ τοῦ πνευματικοῦ/γέροντα καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ καί, ὡς ἄλλος δούρειος ἵππος, εἰσήγαγε μέσα στὰ τείχη ψευδοποιμένες καὶ ψευδοδιδασκαλίες. Ὁ γεροντισμὸς ἐπέτρεψε τὴν διαγραφὴ καὶ λησμόνιση τοῦ Παύλειου λόγου:
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α’ Κορ. 1, 10-17).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου