.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η μετάνοια του εξωμότου Επισκόπου



Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία 

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ένας Επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεργεία του πονηρού, εξώμοσε και έγινε Μωαμεθανός.

Κάποτε λοιπόν κατά την εορτή του Μπαϊραμιού, την ώρα που όλοι οι Τούρκοι έτρωγαν και γλεντούσαν, ζήτησαν από τον εξωμόσαντα να τους διακωμωδήσει τα μυστήρια των Χριστιανών για να γελάσουν.

Αυτός στην αρχή αρνιόταν, αφού όμως είδε ότι επέμεναν, πήρε ένα ποτήρι το σήκωσε ψηλά και εκφώνησε μελωδικά το «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός», κάνοντας ταυτόχρονα και το γύρο του τραπεζιού, όπου οι Τούρκοι κάθονταν και έτρωγαν.

Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και γύρισε να δει αν διασκέδασαν μ' αυτό οι συνδαιτυμόνες του. Όμως τότε διεπίστωσε έκλπηκτος πως οι Τούρκοι όχι μόνο δε γελούσαν, αλλά τον κοιτούσαν έντρομοι. «Ε, βρε», τους είπε, «εγώ σας το έκανα για να γελάσετε και σεις τι με κοιτάτε σαν χαμένοι;».

Μετά από λίγη ώρα ένας απ' αυτούς απάντησε: «Παπά εφέντημ, όση ώρα το έκανες αυτό ήσουνα δύο πήχεις πάνω από τη γη».

Ακούγοντας αυτό ο Επίσκοπος εξεπλάγη και βγαίνοντας έξω έκλαψε μετανοιωμένος λέγοντας: «Εγώ αρνήθηκα τον Κύριο, αλλά αυτός δεν με εγκατέλειψε. Η θεία Χάρις Του με σκεπάζει ακόμα».

Την ίδια νύχτα ανεχώρησε κρυφά για το Άγιον Όρος, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του με μετάνοια και αυταπάρνηση, χωρίς να γνωρίζει κανείς ποιος ήταν εκτός από τον Πνευματικό του. 

«Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία»