.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Χριστιανοί και «χριστιανοί»

Οι Χριστιανοί λοιπόν δεν ξεχωρίζουν ούτε στον τόπο, ούτε στη γλώσσα, ούτε στο ντύσιμο από τους άλλους ανθρώπους. 
Μα ούτε και κατοικούν κάπου σε πόλεις δικές τους, ούτε μεταχειρίζονται κάποια διάλεκτο παραλλαγμένη, ούτε κάνουν ζωή που να ξεχωρίζει. 
Αυτό δεν είναι γι’ αυτούς διδαχή που βρέθηκε από κάποια επινόηση και από την ανησυχία πολυάσχολων ανθρώπων, ούτε υπερασπίζουν δόγμα ανθρώπινο, όπως μερικοί. 
Κατοικώντας σε πόλεις ειδωλολατρικές και βαρβαρικές, κατά τον κλήρο του ο καθένας, και ακολουθώντας τα τοπικά έθιμα σε ντύσιμο και φαγητό, καθώς και στον υπόλοιπο βίο, θαυμαστή και αληθινά παράδοξη δείχνουν την κατάσταση της πολιτείας τους. 
Σε πατρίδες κατοικούν δικές τους, αλλά σαν πάροικοι. 
Μετέχουν στα πάντα σαν πολίτες και τα πάντα υπομένουν σαν ξένοι. 
Κάθε ξένη πατρίδα είναι δική τους και κάθε πατρίδα, ξένη. 
Παντρεύονται όπως όλοι, κάνουν παιδιά. Αλλά δεν παρατάνε τα νεογέννητα. 
Τραπέζι κοινό έχουν, αλλά όχι και κρεβάτι. 
Μέσα σε σάρκα βρίσκονται, αλλά δε ζουν σύμφωνα με τη σάρκα. 
Στη γη περνάνε τη ζωή τους, αλλά είναι πολίτες του ουρανού. 
Υπακούουν στους νόμους που ορίζονται και με τον βίο τους νικάνε τους νόμους.
Αγαπάνε τους πάντες και από τους πάντες καταδιώκονται. 
Τους αγνοούν και τους κατακρίνουν, τους θανατώνουν και κερδίζουν τη ζωή. 
Είναι φτωχοί και πλουτίζουν πολλούς· 
Τα πάντα στερούνται και στα πάντα έχουν περίσσευμα. 
Τους περιφρονούν και μέσα στη περιφρόνηση δοξάζονται· τους συκοφαντούν και δικαιώνονται. 
Κακολογούνται και ευλογούν, τους βρίζουν και εκείνοι τιμούν. 
Κάνοντας το καλό τιμωρούνται σαν κακούργοι· όταν τιμωρούνται χαίρονται, σαν να έρχονται στη ζωή. 
Οι Ιουδαίοι σαν αλλόφυλους τους πολεμάνε και οι ειδωλολάτρες τους κυνηγάνε. 
Και για την αιτία της έχθρας, αυτοί που τους μισούν δεν έχουν τι να πουν.
Και πιό απλά, όπως είναι στο σώμα η ψυχή, έτσι είναι στον κόσμο οι Χριστιανοί. 
Απλωμένη είναι σε όλα τα μέλη του σώματος η ψυχή, και οι Χριστιανοί στου κόσμου τις πόλεις. 
Κατοικεί στο σώμα η ψυχή, δεν είναι όμως από το σώμα· και οι Χριστιανοί στον κόσμο κατοικούν, μα δεν είναι από τον κόσμο. 
Αόρατη η ψυχή, στο ορατό φρουρείται σώμα· και τους Χριστιανούς τους ξέρουν, αφού βρίσκονται στον κόσμο, αόρατη όμως η θεοσέβειά τους μένει. 
Μισεί την ψυχή η σάρκα και την πολεμάει, χωρίς να αδικείται σε τίποτα, γιατί την εμποδίζει να γεύεται τις ηδονές· 
Μισεί και τους Χριστιανούς ο κόσμος, χωρίς να αδικείται σε τίποτα, γιατί στις ηδονές είναι αντίθετοι. 
Η ψυχή αγαπάει τη σάρκα που τη μισεί και τα μέλη· 
Και οι Χριστιανοί αγαπάνε αυτούς που τους μισούν. 
Έχει κλειστεί η ψυχή στο σώμα, συγκρατεί όμως αυτή το σώμα· 
Και τους Χριστιανούς τους έχει σαν σε φυλακή ο κόσμος, αυτοί όμως συγκρατούν τον κόσμο. 
Αθάνατη η ψυχή, σε θνητό σκήνωμα κατοικεί· 
Και οι Χριστιανοί παροικούν στα φθαρτά, την αφθαρσία των ουρανών περιμένοντας. 
Όταν στερείται φαΐ και πιοτό, η ψυχή γίνεται καλύτερη· 
Και οι Χριστιανοί όταν τιμωρούνται, κάθε ημέρα γίνονται πολύ περισσότεροι. 
Σε τέτοια τάξη τους έθεσε ο Θεός, που δεν τους επιτρέπεται να την παρατήσουν.

(Αυθεντικο ιστορικο κειμενο ανώνυμου μαθητή του απολογητή Αριστείδη του Αθηναίου, διδασκάλου του Κλήμη Αλεξανδρέα, 175-200 μ.Χ. κατα την ΠΡΟΣ ΔΙΟΓΝΗΤΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗ).


Και οι ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
κατα τον Ηλια Μηνιατη 

Σε μια εποχή, που η Ορθοδοξία λάμπει σαν να είναι μεσημέρι, ανάβω και εγώ το λυχνάρι του ευαγγελικού κηρύγματος και έρχομαι σε μια εκκλησία γεμάτη χριστιανούς και ζητώ χριστιανό. 
Ζητώ χριστιανό. 
Μα πώς; 
Αυτοί όλοι που βλέπω εδώ και άλλου, σε πόλεις και σε κάστρα, σε επαρχίες και σε βασίλεια, στο περισσότερο μέρος της οικουμένης, δεν είναι χριστιανοί;
Οι χριστιανοί είναι δύο ειδών:
Είναι αυτοί που έχουν το όνομα μόνον του χριστιανού· 
χριστιανοί εξωτερικά και φαινομενικά έχουν «μόρφωσιν ευσεβείας» όπως λέγει ό Απόστολος Παύλος, μα εσωτερικά δεν έχουν τα έργα ενός χριστιανού. 
Έχουν χριστιανική πίστη μα δεν έχουν χριστιανική ζωή. 
Μάλιστα έχουν μια ζωή εντελώς αντίθετη απ’ τη πίστη. 
«Έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ήρνημένοι». 
Απ’ αυτούς δεν ζητώ κανένα.
Είναι όμως και χριστιανοί, οι οποίοι εκτός του ονόματος έχουν και έργα. 
Μαζί με την πίστη έχουν και ζωή. 
Και εσωτερικά και εξωτερικά είναι πραγματικά ορθόδοξοι, αληθινοί χριστιανοί.
Απ’ αυτούς ζητώ να βρω έστω και ένα σε μια πολυάνθρωπη χριστιανική πόλη και δεν βρίσκω.

Ζητώ χριστιανό!

Περπατώ από τόπο σε τόπο για να τον βρω. 
Τον αναζητώ στις αγορές, ανάμεσα στους άρχοντες. 
Και εδώ βλέπω μια υψηλόφρονα υπερηφάνεια. 
Δεν τον βρίσκω. 
Τον ζητώ στα παζάρια, ανάμεσα στους πραματευτάδες. 
Και εδώ βλέπω μια αχόρταγη φιλαργυρία. 
Δεν τον βρίσκω. 
Τον ζητώ στους δρόμους, μεταξύ της νεολαίας. 
Εδώ όμως βρίσκω μια μεγάλη ασωτεία. 
Δεν τον βρίσκω. 
Βγαίνω έξω από την πόλη. 
Τον αναζητώ ανάμεσα στους χωριάτες. 
Και εδώ βλέπω όλου του κόσμου τα ψέμματα. 
Δεν τον βρίσκω. 
Πάω κατά τη μεριά της θάλασσας. 
Τον αναζητώ ανάμεσα στους ναυτικούς. 
Κι’ εδώ ακούω τις πιο φοβερές βλαστήμιες. 
Δεν τον βρίσκω. 
Πηγαίνω κατά το στράτευμα. 
Τον ζητώ ανάμεσα στους στρατιώτες. 
Και εδώ βλέπω την τέλεια απώλεια. 
Δεν τον βρίσκω. 
Μπαίνω μέσα στα σπίτια. 
Τον αναζητώ ανάμεσα στις γυναίκες. 
Κι εδώ τι βλέπω; 
Βλέπω γυναίκες παντρεμένες, χωρισμένες απ’ τους άνδρες τους, να χαίρονται τη ζωή τους με μοιχείες. 
Βλέπω ανύπανδρες να ζουν με τις απολαβές της πορνείας. 
Βλέπω και τίμιες. 
Μ’ αυτές δεν σκέπτονται τίποτε άλλο παρά τα στολίδια και την ματαιότητα. 
Δεν βρίσκω έστω μια χριστιανή.
Σκόπευα ν’ ανέβω και πάνω στα παλάτια των μεγιστάνων και των εξουσιαστών, να δω και κει αν βρίσκεται κάνεις χριστιανός. 
Μα δεν τολμώ, φοβούμαι. 
Είναι η κολακεία που φυλάει και δεν αφήνει να μπει μέσα η αλήθεια.
Τέλος, έρχομαι στην Εκκλησία, μέσα στο θυσιαστήριο. 
Εδώ ελπίζω πως θα βρω τον χριστιανό που ζητώ. 
Ανάμεσα σε τόσους αρχιερείς και ιερείς, σε τόσους ιερωμένους και μοναχούς, οι οποίοι είναι το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, οι διάδοχοι των αποστόλων, οι έμψυχες εικόνες του Χριστού, θαρρώ πως θα βρω τον χριστιανό. 
Μάλιστα θα βρω ένα άγιο, ένα ασκητή, ένα θαυματουργό, ένα διδάσκαλο, ένα Ιωάννη Χρυσόστομο ή ένα μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας.
Ζητώ, εξετάζω, σκέπτομαι. 
Μα αλλοίμονο, τί βλέπω; 
Εδώ βλέπω ανθρώπους που στην έπαρση είναι Εωσφόροι, στη φιλαργυρία Ιουδαίοι, στα σαρκικά Επίκουροι, στην αμάθεια ζώα, στην πονηρία δαίμονες. 
Δεν βρίσκω ούτε άγιο, ούτε ασκητή, ούτε θαυματουργό, ούτε διδάσκαλο. 
Δεν βρίσκω τον χριστιανό που ζητώ.

πηγή ομολογία