.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Βαρύτατος σκανδαλισμὸς ἀπὸ συνέντευξιν τοῦ Νέας Ἰωνίας


Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος

Ἀνήμερα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Σεβ. Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριὴλ (Παπανικολάου) παρεχώρησε τηλεοπτικὴν συνέντευξιν εἰς τὸν φίλον αὐτοῦ καὶ δημοσιογράφον κ. Μάνον Νιφλῆν, διὰ τὴν ἐκπομπὴν «Στιγμὲς» εἰς τὸν τηλεοπτικὸν δίαυλον «One».

Ἀρχικῶς ἀπήντησεν εἰς ἐρωτήσεις περὶ τῆς προσωπικῆς του διαδρομῆς, αἱ ὁποῖαι προεκάλεσαν σύγχυσιν. Ὁ Σεβασμιώτατος ἐδήλωσεν ὅτι συνεπλήρωσεν 29 ἔτη ὡς κληρικός. Εἰς τὸ ἐπίσημον βιογραφικόν του, ὅπως εἶναι ἀνηρτημένον ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Νέας Ἰωνίας, φέρεται χειροτονηθεὶς ὡς διάκονος τὸ 1996, εἰς ἡλικίαν 20 ἐτῶν, ἂν ὅμως εἶναι 29 ἔτη κληρικός, τότε ἐχειροτονήθη εἰς ἡλικίαν 18 ἐτῶν. Ποία ἡ ἀλήθεια; Εἰς κάθε περίπτωσιν ἡ χειροτονία του καὶ εἰς διάκονον καὶ εἰς πρεσβύτερον (τὸ 2002) εἶναι ἀντικανονική, καθότι ἐκτὸς ἡλικιακῶν ὁρίων. Ὡσαύτως, ἐξέπληξεν ἡ τοποθέτησίς του σχετικῶς μὲ τὴν πορείαν του εἰς τὴν ἱερωσύνην ἕως τὴν κατάστασίν του εἰς Ἀρχιερέα:

«…αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέω πολὺ συχνὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ δοξολογῶ τὸν Θεό, ὅτι ξεκίνησα ἀπὸ τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας ἀπέξω καθαρίζοντάς τα καὶ ἔφτασα μέχρι τὴν ἁγία τράπεζα, πέρασα ὅλα τὰ στάδια, τὶς βαθμίδες ποὺ ἔχει ὁ ἱερὸς ναός, ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ μέχρι νὰ φτάσω ἐδῶ ποὺ ἔφτασα»

Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μία θεολογικὴ ἀποσύνδεσις τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν κατάστασιν. Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει διέλθει κατὰ δύναμιν μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, καὶ ὄχι ἁπλῶς τὰ ἐπίπεδα τοῦ ναοῦ. Ἡ χωροταξικὴ ἀντίληψις ἀνήκει εἰς τὰς εἰδωλολατρικὰς τελετάς, ὅπου ἡ «μύησις» ἦτο διαδικασία διελεύσεως τῶν ἱερῶν χώρων, ἕως ὅτου ἀποκαλυφθοῦν εἰς τὸν προσερχόμενον τὰ ἀπόκρυφα σύμβολα. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ διαζύγιον ἐπιβεβαιώνουν ὄχι μόνον διάφοροι φράσεις του κατὰ τὴν συνέντευξιν, π.χ. «ὁ ἱερέας μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ κάποιον ποὺ τοῦ ζητᾶ βοήθεια» ἀλλὰ καὶ ὅσα ἀνέφερε διὰ τὴν ἐκλογήν του:

«…Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶδε ὅτι μοῦ ἀρέσει πάρα πολὺ νὰ ἐργάζομαι κοντά του νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶδε ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖο μοῦ ἔδωσε νὰ κάνω γιὰ τὴν Ἐκκλησία προσπάθησα νὰ τὸ κάνω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ μετὰ τὴν πρωτοσυγκελλία -διαδέχτηκα τὸν μετέπειτα Μητροπολίτη Χίου Μᾶρκο καὶ- πῆρα τὴ θέση τῆς ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱ. Συνόδου, μία θέση ἡ ὁποία εἶναι κομβικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ΦΥΣΙΚΑ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ γιὰ ἕνα κληρικὸ νὰ μπορέσει νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μία Μητρόπολη… Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μὲ πρότεινε στὴν Ἱ. Σύνοδο, ἡ ὁποία μὲ ἐξέλεξε… Δὲν εἶχα ποτὲ πάει στὴ Νέα Ἰωνία… Δὲν εἶχα ποτέ μου μεταβεῖ σὲ αὐτὴ τὴν περιοχή, πῆγα πρώτη φορὰ ὡς Μητροπολίτης…».

Δὲν θὰ σταθῶμεν οὔτε εἰς τὸ ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος ψηφίζει τὸν προτεινόμενον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, οὔτε ὅτι κριτήριον ἦτο ἡ ὑπακοὴ πρὸς τὸν προϊστάμενόν του, διότι αὐτὰ μᾶλλον δυσφημίζουν τὸ συνοδικὸν σύστημα, ἀποδεχόμενοι δίκην σουλτανάτου ὅτι ὁ ὑπάκουος γραφειοκράτης προάγεται. Ὀφείλομεν ὅμως νὰ ἑστιάσωμεν εἰς τὴν «φυσιοκρατικὴν» ἀντίληψιν ἀναδείξεως Ἐπισκόπων, πλήρως ἀντίθετον μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴν πρακτικήν. Ὁ Σεβασμιώτατος παρουσιάζεται πεπεισμένος ὅτι εἶναι σχεδὸν ὑποχρεωτικὸν –ἂν δὲν πρόκειται περὶ αὐτοματοποιημένης διαδικασίας- ὅτι ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιγραμματεὺς θὰ γίνη Μητροπολίτης, ἀνεξαρτήτως πνευματικῆς καταστάσεως, ἀρκούσης μόνης τῆς διοικητικῆς θέσεως. Ἐπίσης, θεωρεῖ δεδομένον ὅτι ἡ οἱαδήποτε σχέσις μὲ τὴν πρὸς διαποίμανσιν Ἐπαρχίαν δὲν ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν, καίτοι οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ ἡ Ἱ. Παράδοσις ὑπαγορεύουν τὴν ἀνάδειξιν τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τῆς Ἐπαρχίας διὰ τῆς ἐκλογῆς ἑνὸς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων αὐτῆς. Ὅλα λοιπὸν ἔχουν διαστραφῆ εἰς τὴν σκέψιν τοῦ Σεβασμιωτάτου!

«Τὸ Φανάρι δίδει στὴν Ἐκκλησία

τὴν Οἰκουμενικὴ διάσταση»!

Ποῦ νὰ ἀναζητήση κανεὶς τὴν πηγὴν τῶν στρεβλώσεων, ἐὰν ὄχι εἰς τὰς σπουδάς; Πράγματι, ἐμαθήτευσεν εἰς τὸ Οἰκουμενιστικὸν Κέντρον τοῦ Φαναρίου εἰς τὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἑλβετίας. Ἀναφερόμενος εἰς τὴν ἐκεῖ παραμονήν του μεταξὺ ἄλλων ἐδήλωσεν:

«…εἴχαμε καθηγητὲς προτεστάντες, καθηγητὲς ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ πήραμε αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, τὸ ὁποῖο προσφέρει αὐτὴ ἡ δυνατότητα σὲ ἕνα κληρικό, νὰ ἀνοίξει ὁ ὁρίζοντάς του καὶ νὰ ἀποκτήσει τὴν οἰκουμενικότητα ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου»

Ἐρωτώμενος μάλιστα διὰ τὸ διδακτορικόν του εἰς τὶς «Πολιτικὲς Ἐπιστῆμες τοῦ Διεθνοῦς ΕΜΠΟΡΙΟΥ» καὶ πῶς αὐτὸ συνδυάζεται μὲ τὸ λειτούργημα ἑνὸς κληρικοῦ, ἀπήντησεν:

«…εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο καταλαβαίνω πὼς συνδυάζεται πάρα πολὺ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος, ἐφ’ ὅσον μίλησα γιὰ οἰκουμενικότητα. Τὸ «διεθνεῖς σχέσεις» συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἄλλωστε ὁ χῶρος τοῦ Πατριαρχείου εἶναι χῶρος ποὺ κατ’ ἐξοχὴν διακονεῖ τὴν οἰκουμένη. Ὁ πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κων/λεως, σήμερα εἶναι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, καὶ γενικότερα ὁ θεσμὸς τοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἕνας θεσμός, ὁ ὁποῖος δίδει στὴν Ἐκκλησία αὐτὴ τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση ποὺ πρέπει νὰ ἔχει τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου»

Ὡς καθίσταται ἀντιληπτὸν ἡ οἰκουμενικότης τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος συνδέεται, ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὸν οἰκουμενισμὸν (ἐν προκειμένῳ μαθητείαν εἰς αἱρετικοὺς) καὶ ἀφ’ ἑτέρου μὲ «τὸν θεσμὸ τοῦ Πατριαρχείου», ὁ ὁποῖος βεβαίως ὑπηρετεῖ τὸν οἰκουμενισμόν. Εἶναι τραγικὸν ἂν ὄχι ἐξωφρενικὸν νὰ διατυπώνωνται τοιαῦτα ἀπὸ Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας! Ἴσως διὰ κάποιους Ἀρχιερεῖς λόγῳ ἀγνοίας, ἐπιπολαιότητος, συμφέροντος κ.λπ. δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα ὁ οἰκουμενισμός. Εἰς τὰ λεχθέντα ὅμως ὑπὸ τοῦ Σεβ. Γαβριὴλ φανερώνονται βαθύταται θεολογικαὶ πλάναι, διότι δι’ ὀλίγων μᾶς λέγει:

α) ὅτι δὲν εἶναι ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου καθ’ ἑαυτός, ὁ ὁποῖος –ὅταν βιώνεται Ὀρθοδόξως- καθιστᾶ τὸν κληρικὸν μέτοχον τῆς οἰκουμενικῆς του διαστάσεως, ἀλλὰ αἱ παραχαράξεις αὐτοῦ, δηλ. διὰ τῆς συναναστροφῆς μὲ αἱρετικούς! Ἄραγε διατί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι χαρακτηρίζονται ὡς «Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι», ἐπειδὴ ἐθήτευσαν εἰς οἰκουμενιστικὰ κέντρα; Πῶς ἤνοιξαν οἱ ὁρίζοντές των, πολεμοῦντες ἢ διδασκόμενοι ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς;

β) ὅτι τὸ Φανάρι ὑπηρετεῖ κατ’ ἐξοχὴν τὴν οἰκουμένην, ὄχι αἱ ὑπόλοιποι Ἐκκλησίαι! Εἶναι ἡ οἰκουμενικότης ζήτημα γεωγραφικὸν ἢ μήπως εἶναι ζήτημα ἀληθείας; Ἀπὸ ποῖα στοιχεῖα συνάγεται ὅτι ἡ ὑπηρεσία τῆς οἰκουμενικότητος ἀποτελεῖ ἰδιαίτερον λειτούργημα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως; Ἡ διακονία τῆς οἰκουμενικότητος δὲν ἀποτελεῖ καθῆκον ὄχι ἁπλῶς ἑκάστου Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἑκάστου Ἱεράρχου; Ἡ ἄποψίς του ἀντιστρατεύεται πλήρως τὴν ἔννοιαν τῆς καθολικότητος τῆς ἑκασταχοῦ Ἐκκλησίας.

γ) ὅτι ὁ «πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας» εἶναι ὁ Πατριάρχης Κων/λεως. Ἔστω κατὰ τὸν κ. Φειδᾶν, εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφέρεται ἐκθύμως ὡς διδάσκαλόν του ὁ Σεβ. Γαβριήλ, ὑπάρχει συλλογικὸς «πρῶτος», δηλ. ἡ «Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν». Δὲν τοῦ τὸ ἐδίδαξεν αὐτό; Ὡστόσον, «πρῶτος» δὲν ὑφίσταται, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑφίσταται πλέον ἡ ἀρίθμησις τῶν βυζαντινῶν ἐπαρχιῶν. Ἄλλωστε, «πρῶτος» Ὀρθοδόξως εἶναι ὁ Ἅγιος, τὸν ὁποῖον ἀναδεικνύει ὁ Θεὸς εἰς δυσκόλους καιρούς, ὄχι κάποιος ὑποτιθέμενος «θεσμὸς» ἢ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἀπολαμβάνει τῶν τιμῶν τῆς ὑψηλῆς του θέσεως.

δ) ὅτι κάποιος «πρῶτος» καὶ κάποιος «θεσμὸς» δίδει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν οἰκουμενικὴν διάστασιν! Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι παπισμός, τί εἶναι; Δηλαδή, ἄνευ τοῦ «Πατριαρχείου» ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἰκουμενική; Ἀφοῦ δὲν εἶναι οἰκουμενικὴ δὲν εἶναι Ἐκκλησία; Ὁ «πρῶτος» μὲ τὸν «θεσμόν» του εὑρίσκονται ὑπεράνω τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ προσδίδουν κάποιο γνώρισμα εἰς αὐτὰ (π.χ. τὴν οἰκουμενικὴν διάστασιν); Οὔτε τὰ στοιχειώδη θεολογικῶς δὲν γνωρίζει;

Πάντως, εἶναι βέβαιον ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν τηλεθεατῶν κατενόησε πῶς συνδέεται τὸ διδακτορικόν του εἰς τὸ «Διεθνὲς Ἐμπόριον» μὲ τὸ σχῆμα τοῦ κληρικοῦ…

Αὐτὸ «θὰ ἤθελα νὰ ζητήση

ἡ ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα»

Δὲν χωλαίνει ὅμως μόνον ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθική του διδασκαλία. Τοποθετούμενος διὰ τὸν «γάμον ὁμοφυλοφίλων» εἶπε:

«…μπορεῖ νὰ ἔχουμε μία διαφορετικὴ σεξουαλικὴ ταυτότητα, νὰ ἔχουμε ἕνα ἄλλο προσανατολισμό, δὲν θὰ μπῶ νὰ κρίνω τὸ κρεβάτι τοῦ ἄλλου, ξέρω ὅτι αὐτὸ τὸ ξέρει καὶ ὁ ἴδιος, ἐὰν ἔλθει νὰ μὲ ρωτήσει, ὅτι εἶναι μία ἁμαρτία. Δὲν θὰ τοῦ κουνήσω τὸ δάκτυλο. Θὰ ἔλθω νὰ τοῦ πῶ «ἔλα νὰ βροῦμε ἕνα τρόπο νὰ μπορεῖς καὶ ἐσὺ νὰ εἶσαι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὸ Θεό». Δὲν θὰ τὸν βγάλω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν μπορῶ ὅμως καὶ νὰ ἐπιβραβεύσω τὴν ἐπιλογή του νὰ ζεῖ ἕνας ἄντρας μὲ ἕνα ἄντρα, μία γυναίκα μὲ μία ἄλλη γυναίκα. Εἶναι ἐπιλογή τους καὶ φυσικὰ δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτὸς -ὡς Ἐκκλησία- ποὺ θὰ ἔλθω νὰ κουνήσω τὸ δάκτυλο σὲ ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει αὐτό… Θὰ καταδίκαζε ἡ Ἐκκλησία (τούς ἀνθρώπους), ἐὰν μιλούσαμε γιὰ στίγμα (στιγματισμό)… Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ βγεῖ νὰ πεῖ μπράβο στὸν ὁποιοδήποτε θὰ ἐπιλέξει νὰ κάνει ἕνα ἄλλο σεξουαλικὸ δεσμό… (Ἡ Ἐκκλησία) δὲν θὰ ἔλθει νὰ πεῖ σὲ ἕνα ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ζήσει μὲ ἕνα ἄλλο ἄνδρα «μπράβο γιὰ τὴν ἐπιλογή σου καλὰ ἔκανες, προχώρα ἅμα θέλεις καὶ δημιούργησε αὐτὴ τὴ στιγμὴ μία οἰκογένεια», διότι δὲν μποροῦμε νὰ λογίσουμε ὡς οἰκογένεια μεταξὺ ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου, δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ὁδηγεῖ σὲ μία ὑγιῆ σχέση, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς πυρηνικῆς οἰκογένειας, ποὺ ξέρουμε διαχρονικὰ στὴν πατρίδα μας, καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι, ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, αὐτὸ τὸ ὁποῖο περισσότερο ἀπὸ ὅλα θὰ ἤθελα νὰ ζητήσει ἡ ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ βοηθήσουμε τὸν κόσμο νὰ πάψει νὰ ἔχει ἐκδηλώσεις βίας, ἐκδηλώσεις «μπούλινγκ», νὰ τὸ ποῦμε μὲ τὴν ἔννοια τὴ σύγχρονη ἀπέναντι στὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔχουν διαλέξει μία διαφορετικὴ σεξουαλικὴ ταυτότητα… Οὔτε ἡ πλειοψηφία νὰ ἐπιβάλλει στὴ μειονότητα οὔτε ἡ μειονότητα νὰ ἐπιβάλλει στὴν πλειοψηφία. Νὰ ὑπάρχει ἐπιτέλους μία ἰσορροπία»

Πρῶτον, ἡ υἱοθέτησις τοῦ «πολιτικὰ ὀρθοῦ» λεξιλογίου (σεξουαλικὴ ταυτότητα, προσανατολισμός, σεξουαλικὸς δεσμός, ΛΟΑΚΤΙ κ.ἄ.) εἶναι ἀπαράδεκτος, διότι ὄχι μόνον ἀναπαράγει τὴν προπαγάνδα ἑνὸς κινήματος, ἀλλὰ κεῖται εἰς τὴν ἀντιδιαμετρικὴν κατεύθυνσιν ἀπὸ τὴν θεολογικὴν γλῶσσαν (πάθος, πτῶσις, ἀρσενοκοιτία κ.λπ.).

Δεύτερον, ὁ Σεβασμιώτατος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ἔχει ρόλον νὰ ἐπέμβη εἰς τὰ «προσωπικὰ» τοῦ καθενός. Μήπως ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀφώρισε τὸν αἱμομείκτην, ἔσφαλεν, ἐπειδὴ δὲν τοῦ εἶπεν «ἔλα νὰ βροῦμε ἕνα τρόπο νὰ μπορεῖς καὶ ἐσὺ νὰ εἶσαι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία»;

Τρίτον, συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει ὅτι δὲν θὰ τοὺς πεῖ ἡ Ἐκκλησία «μπράβο». Ἀντὶ νὰ ἐκκινήση ἀπὸ τὴν θέσιν τῆς διορθώσεως τῆς πνευματικῆς ἀνωμαλίας, ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τὴν ἄρνησιν τῆς ἐπιβραβεύσεως, δηλ. ὡς νὰ τίθεται ἁπλῶς ζήτημα ἐὰν ὑφίσταται λόγος ἐπαίνου ἢ μή.

Τέταρτον, ὡσαύτως ἀναφέρεται καὶ ἐπανέρχεται εἰς τὸ ζήτημα τῆς «ἐπιλογῆς». Εἰς τὴν πρόσφατον ἐγκύκλιον ἡ Ἱ. Σύνοδος ὁμιλεῖ περὶ ἐκ γενετῆς ὁμοφυλοφιλίας! Ἂν εἶναι ἐκ γενετῆς, τότε δὲν εἶναι ἐπιλογή, εἶναι φυσική! Ἂν πάλι εἶναι «ἐπιλογή», τότε πρόκειται δι’ ἀνατροπὴν τῆς φύσεως. Δύο θέσεις ἀντικρουόμεναι (τῆς Ἱ. Συνόδου καὶ τοῦ Σεβ. Νέας Ἰωνίας)… Προφανέστατα, εἶναι ἐντελῶς λανθασμέναι ἀμφότεροι, καθώς, ἐπειδὴ ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι παρὰ φύσιν, εἶναι ἀδύνατον νὰ κατατάσσεται εἰς τὸ εὖρος τῶν ἐπιλογῶν (π.χ. δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ αὐτοχειρία νὰ χαρακτηρίζεται «ἐπιλογή»).

Πέμπτον, ὁ Σεβασμιώτατος συνδέει μονομερῶς τὸ πρόβλημα μὲ τὸ ζήτημα τῆς οἰκογενείας. Διαπράττει μάλιστα μέγα ἀτόπημα, λέγων ὅτι δὲν «ὁδηγεῖ σὲ μία ὑγιῆ σχέση ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς πυρηνικῆς οἰκογένειας». Οὔτε ἡ πυρηνικὴ οἰκογένεια εἶναι τὸ πρότυπον οἰκογενείας, οὔτε ἡ κατάδειξις τοῦ νοσηροῦ τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπαιτεῖ ἀναφορὰ εἰς τὴν οἰκογένειαν. Δὲν εἶναι ὑγιὴς σχέσις, ἀφοῦ προσκρούει εἰς τὴν φυσιολογίαν.

Ἕκτον, ἀποδέχεται ὅτι ὑπάρχει ἰδιαιτέρα «κοινότητα» ὁμοφυλοφίλων, τὴν ὁποίαν μάλιστα ἀναγνωρίζει καὶ ὡς «μειονότητα». Αἱ κοινότητες καὶ αἱ μειονότητες ὅμως δικαίως ἔχουν δικαιώματα. Ἂν λοιπὸν κανεὶς τοὺς ἀποδέχεται ὡς «μειονότητα», ὁδηγεῖ εὐθέως πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν. Οἱ φοροφυγάδες ὑπάρχουν, ἀλλὰ εἶναι «κοινότης» καὶ «μειονότης»; Μήπως εἰς τὸ μέλλον θὰ εἶναι καὶ οἱ «κτηνοβάτες», (οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ διεκδικοῦν δικαιώμτα) κοινότης; Οἱ κάθε εἴδους παραβάται ἀποτελοῦν «κοινότητα» καὶ «μειονότητα»;

Ἕβδομον, τί εἴδους «ἰσορροπία» ἐπιθυμεῖ ὁ Σεβασμιώτατος; Εἶναι δυνατὸν τὸ ἀσθενὲς πνευματικὰ νὰ ἔλθη εἰς εἰρήνην μὲ τὸ κατὰ φύσιν; Ἔχει μελετήσει τὰς διεκδικήσεις (μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ πολυγαμία) τοῦ «κινήματος»; Πιστεύει ὅτι θὰ παύσουν νὰ ἀπαιτοῦν, ἐὰν δὲν ἱκανοποιηθοῦν ὅλα τὰ αἰτήματά των, καθὼς εἰς τὰ πάθη δὲν ὑπάρχει κορεσμός;

Τέλος, τὰ ὅσα εἶπεν εἰς τὴν παροῦσαν συνέντευξιν δὲν διαφέρουν οὐσιωδῶς ἀπ’ ὅσα εἶχε δηλώσει εἰς τὴν σειρὰν ἐκπομπῶν «Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία;» (ἐπεισόδιο 115 – «Πίστη καὶ Ὁμοφυλοφιλία» τῆς 16ης Δεκεμβρίου 2021):

«Ἐκ τῶν πραγμάτων ὁ Θεὸς ἔχει δώσει σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους νὰ αἰσθάνονται τὴν ἕλξη πρὸς τὸ ἴδιο φῦλο, δὲν μπορῶ νὰ ξέρω γιατί, δὲν θὰ κατηγορήσω ἐγὼ τὸν Θεό… Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξέρει κάτι ξέρει περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι εἶναι οἰκογένεια ἡ σχέση ἑνὸς ὁμοφυλόφιλου. Εἶναι μία σχέση. Τὸ σέβομαι. Εἶναι μία σχέση, ἡ ὁποία, ἐὰν ὑπάρχει μέσα ὁ Χριστός, νὰ λειτουργεῖ λίγο πιὸ πνευματικά. Νὰ ὑπάρχει ἀξιοπρέπεια. Νὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ὄχι πολλῶν συντρόφων, ἀλλὰ ὅσο τὸ δυνατὸν νὰ ἔχει ἕνα σύντροφο, μὲ τὸν ὁποῖο νὰ περνάει μαζί του τὴ ζωή του καὶ νὰ αἰσθάνεται ὅτι μαζί του μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ μία πνευματικὴ πορεία. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ σὲ ἕνα ὁμοφυλόφιλο ὅτι δὲν ἔχει θέση καὶ χῶρο μέσα στὴν Ἐκκλησία… Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσημα δὲν ἔχει τοποθετηθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Καὶ εἶναι καλό, γιατί ἡ Ἐκκλησία περιμένει… Ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ ἴδιο φῦλο ὑπάρχει… Ὅταν τὴν δίνει ὁ Θεός, θὰ πολεμήσω αὐτήν;…»

Καῦσις καὶ Σχολικὸς Ἐκκλησιασμὸς

Διὰ τὴν καῦσιν τῶν νεκρῶν ἐδήλωσεν:

«Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πάρει μὲν μία ἄποψη, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὁριστικὰ ἔχει κλείσει, γιατί πιστεύω γιὰ πρακτικοὺς καθαρὰ λόγους, ὅταν θὰ ἔχουμε τεράστια προβλήματα στὴν ταφὴ τῶν ἀνθρώπων, δὲν θὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χωροταξικὴ νὰ δημιουργηθοῦν νέα κοιμητήρια, ἐνδεχομένως νὰ προκύψει μία πίεση καὶ νὰ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ δεῖ τὸ θέμα καὶ πάλι σὲ μία τελείως διαφορετικὴ βάση. Δὲν θέλω νὰ πῶ ὅτι εἶναι ἕνα κομμάτι δογματικό…».

Ὁ Σεβασμιώτατος δὲν ἔχει κἄν «ψυχανεμισθῆ» τὰς προεκτάσεις τῆς καύσεως, διὰ τὰς ὁποίας πρέπει νὰ ἐπανέλθωμεν μὲ ἕτερον ἄρθρον. Ἡ μόνη παράμετρος, τὴν ὁποίαν θέτει, εἶναι καθαρὰ «οἰκονομιστική», ὡς θὰ ἐσκέπτετο κάποιος νεκροθάπτης καὶ ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μάρτυς ἐν τῷ κόσμῳ τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ κατ’ ἐξοχὴν δογματικοῦ θέματος, τὸ ὁποῖον σχετίζεται μὲ τὴν ταφήν. Ἀπογοητευτικὸς ἦτο καὶ διὰ τὸν σχολικὸν ἐκκλησιασμόν:

«Δὲν θὰ μὲ ἐνοχλήσει, ἐὰν ὑποχρεωτικὰ (τὸ σχολεῖο) δὲν πηγαίνει τὸ παιδὶ στὴν Ἐκκλησία, θὰ μὲ ἐνοχλήσει ἐὰν τὸ σχολεῖο πάψει νὰ μιλάει γιὰ τὴν Ἐκκλησία».

Δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὸ ἤδη ἔγινε μὲ τὴν ἐξομολόγησιν; Ποῖον ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ἐνδοσχολικὴ βία ἔχει ἐκτιναχθῆ! Ἐπιπλέον, ἂς διερωτηθῆ: ὁ φιλόλογος ὑποχρεοῦται νὰ συνοδεύση τοὺς μαθητὰς εἰς ἕνα μουσεῖον, ὁ φυσικὸς νὰ ἐπισκεφθῆ μὲ τὴν τάξιν του π.χ. τὸν «Δημόκριτον», ἀλλὰ ὁ θεολόγος νὰ μὴ ὁδηγήση τὰ παιδιὰ εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τῆς γειτονιᾶς;

Ὁ Σεβασμιώτατος δὲν εἶναι ἁπλῶς κατώτερος τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ εἰσάγει καινὰ δαιμόνια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Φαντασθεῖτε ἀντὶ διὰ «τσοπάνον» τὰ πρόβατα νὰ ποιμαίνη εἷς ἀστός… Δυστυχῶς, τὸν καλύπτουν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἔνιοι Ἱεράρχαι. Σκέπτονται τὰς διαπροσωπικάς των σχέσεις περισσότερον ἀπὸ τὸ καλὸν τῆς Ἐκκλησίας καί… ἂς λέη ὅ,τι θέλη… ἡ «ΛΟΑΚΤΙ κοινότης» νὰ εἶναι καλά, διὰ νὰ ἔχη πεδίον διαλόγου…