.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΗΝΟΙΧΘΗΣΑΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΕΒΗ ΦΟΒΕΡΟΣ ΝΕΑΝΙΑΣ ΚΡΑΤΩΝ ΣΠΑΘΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑΝ»



O Άρχων Μιχαήλ - τοιχογραφία στην είσοδο της
Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.

Δεν θέλω, αγαπητέ μοι, να σας υστερήσω οπτασίαν φοβεράν, ην είδον εις τας αρχάς του Βαλκανικού πολέμου. Νύκτα τινά, μοι εφάνη ότι εσκοτίσθη ο ορίζων. εσείετο η γη, έφευγον οι άνθρωποι να κρυφθώσιν εις οπάς και εις σπήλαια. Έτρεμον δε και έπιπτον εις την γην ως φύλλα και απέθνησκον πολλοί εκ της φοβεράς εκείνης οργής. Ιστάμενος καγώ εις τι μέρος και φεύγων από προσώπου της οργής Κυρίου, είδον αίφνης τείχος πολύ υψηλόν από την γην και επί του τείχους εξέδραν. Είτα ηνοίχθησαν οι ουρανοί και κατέβη φοβερός νεανίας κρατών σπάθην μεγάλην εις την δεξιάν (ως εικάζω ο Άρχων Μιχαήλ θα ήτο ή έτερος Άγγελος). Κατήρχετο δε με απειλήν και θυμόν. Εις την θέαν του νεανίου έπεσον πρηνής και παρ΄ ολίγον να εκπνεύσω εκ του φόβου και τρόμου. Σταθείς δε επί της εξέδρας με πρόσωπον θυμωμένον και με φωνήν ώσπερ μεγάλην βροντήν, ηπείλει το ανθρώπινον γένος, ότι θα το εξολοθρεύσει δια την απείθειαν, δια την αχαριστίαν προς τον Πλάστην και ευεργέτην του, δια τας ασεβείας, ασελγείας και παρανομίας. Δεν ενθυμούμαι καλώς τους λόγους, διότι με τον ήχον της βροντώδους και ηχηράς εκείνης φωνής η ψυχή μου παρ΄ ολίγον εχωρίζετο του σώματος. Αφ΄ ου ήλεγξε τους ανθρώπους, ήρχισεν ολίγον κατ΄ ολίγον να μαλακώνει ο θυμός του. Ότε δε ηνόησα ότι παρήλθεν ο θυμός του, ενώ εκοιτόμην πρηνής, ύψωσα την κεφαλήν μου ολίγον, αλλά με φόβον, και είδον το πρόσωπον αυτού όχι άγριον ως πρότερον, αλλά ήμερον και ιλαρόν, το δε σκότος εκείνο το φοβερόν απηλάθη. και λαβών εκ τούτου θάρρος και ατενίσας εις τον φαινόμενον τω έδειξα με την χείρα μου τον ουρανόν και με τρέμουσαν φωνήν τω είπον : Θα έλθω και εγώ επάνω εις τους ουρανούς ; Ναι, μοι είπεν, θα έλθεις, εάν κάμνεις καλά έργα και φυλάττεις τας εντολάς του Κυρίου. Και πάντες οι φυλάττοντες τας εντολάς του Κυρίου θα γίνωσιν μέτοχοι της ουρανών Βασιλείας, ης γένοιτο ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.


Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ 
(Ο ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ 1884 – 1980), ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980, σ. 596 κ.ε.