Ποιάς ναυαγισμένης αρχόντισσας το απόκοσμο στολίδι να μοιάζει άραγε με τα δάκρυα που χύθηκαν τη νύχτα; Δάκρυα σπάνια, δάκρυα καυτά, δάκρυα ποτάμια. Κάποτες ζουμερά να γίνονται ένα με τις μάσκαρες και τα διάφορα «πασαμέντα» καλωπισμού, άλλοτε πνιχτά να στίβονται στις ρυτίδες ενός μαξιλαριού, κάποτε ίσως και αντρίκια , εκείνα πιο σπάνια και ίσως πια εξαφανισμένα. Η νυχτερινή ζωή από τα τρυφερά χρόνια της νιότης, γίνεται ο βολικός κρυψώνας των παθών και των λαθών. Οι γονείς εμπιστεύονται σιγά σιγά το παιδί τους, το σπλάχνο τους, να κυκλοφορήσει τη νύχτα. Τότες έχουμε σκιρτήματα ερωτικά, τότες έχουμε οινόπνευμα, τσιγάρα, ναρκωτικά και η όποια συστολή γίνεται ευθυμία γίνεται κέφι, το κέφι γίνεται χαλάρωση και η νύχτα γίνεται πεδίο μάχης συναισθημάτων και αισθημάτων. Μόνο που στις περισσότερες φορές η νύχτα προδίδει την αλήθεια, την παραμορφώνει, την κάνει κοφτερή και τότες το αθώο γίνεται πονηρό και υποψήφιο θύμα. Στο τέλος πάντοτε έρχονται τα δάκρυα και φεύγουν..και έρχονται.. και ξαναφεύγουν!!!
Μεγαλώνοντας ο νέος και η νέα, αποκτά από τις Πανελλήνιες εξετάσεις την “καλή συνήθεια” του νυχτερινού διαβάσματος. Στις εξεταστικές λοιπόν, ανάμεσα σε περισπούδαστες ιδεολογικές ρητορείες, σε ενηλικιωμένα πάθη, συνήθειες και εξαρτήσεις που στρογγυλοκάθονται στις νεανικές ψυχές, εισβάλλουν στις ζωές τους αμέτρητες σελίδες ύλης για τις εξετάσεις. Ο αγώνας είναι σοβαρός, η πάλη σώμα με σώμα, τα θεμέλια της μόρφωσης σκάβουν το πετσί τους και γράφει το κοντέρ ατελείωτα ξενύχτια πάνω στα βιβλία. Το σίγουρο είναι ένα, στο τέλος πάντοτε έρχονται τα δάκρυα. Της χαράς για μια επιτυχία ή της συντριβής για κάποια αποτυχία. Συνήθως δε έρχονται χέρι χέρι, μέχρι το πτυχίο, οπότε τα δάκρυα της χαράς στο τέλος είναι νικητές!
Ξετυλίγοντας με ευλάβεια το νήμα του χρόνου σε τούτη την παράξενη διήγηση, συναντούμε τους κάποτε εφήβους, έπειτα φοιτητές και φοιτήτριες, τώρα πια σε πιο ώριμη ηλικία κάπου μετά τα τριάντα. Τότε το ξενύχτι γίνεται συνήθως για τη δουλειά, σπανιότερα για κάποιο παιδί που αρρώστησε και το τρέχανε νυχτιάτικα στο νοσοκομείο, είτε γιατί το δικό τους παιδί κάνει τα πρώτα βήματά του στη νύχτα, και τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Έρχονται και ξαναέρχονται απρόσκλητα τα ξενύχτια. Η νύχτα γίνεται η σταθερή και μόνιμη σύντροφός μας. Η ζωή, η απώλεια, η επιτυχία, η καταξίωση, η δικαίωση, ο έρωτας και η αγάπη, τα πάθη και οι εμπνεύσεις στην ωριμότητα, τη νύχτα βιώνονται βαθύτερα, εντονότερα, σκληρότερα, και στο τέλος πάντοτε έρχονται τα δάκρυα. Η νύχτα έχει τον τρόπο της να γράφει είτε εποποιίες είτε τραγωδίες, βουτώντας πάντοτε την πένα της στο δάκρυ.
Η νύχτα δε κατήγαγε και την ενδοξοτέρα της νίκη, όταν συνέτριψε ταπεινωτικά τους Νεοέλληνες, πειθαναγκάζοντας τους αδιακρίτως φύλλου και ηλικίας, να απαρνηθούν τον εκκλησιασμό. Το Σάββατο βράδυ όλοι βγαίνουν και το πρωί της Κυριακής δεν ξυπνάει κανείς. Η επίσημη Εκκλησία έχει ρίξει λευκή πετσέτα και η τακτική ενάντια στη λαίλαπα του αφεκκλησιασμού είναι «ο σώζων εαυτό σωθήτω». Στο τέλος πάντοτε έρχονται τα δάκρυα… τα κροκοδείλια.
Είναι όμως και κάτι μαστόρια απόκοσμα που ξεγελάσανε τη νύχτα, αρματωθήκανε με το πιο απίθανο όπλο, ξέσκισαν τις σάρκες τους υπηρετώντας ένα σκοπό και είτε το θέλουμε είτε όχι μας αφήσανε παρακαταθήκη μιαν άλλη αξιοποίηση της νύχτας. Οι μοναχοί και οι μοναχές με το κομποσχοίνι, που φυλάξανε με απλότητα και ευλάβεια την παρακαταθήκη των καθηγητών της ερήμου και τιμήσανε με τη βιωτή τους τον φρικτό τους όρκο, είναι οι αιθέριες πυγολαμπίδες του ουρανού επί γης, που κάνουνε τη νύχτα μέρα. Και τότες έρχονται τα δάκρυα τα πύρινα, τα δάκρυα που γίνονται κολυμβήθρα και βαπτίζεται ο αγωνιζόμενος στη μετάνοια.
Τα μαστόρια εκείνα, οι απαράμιλλοι τεχνίτες της πίστης μας, ενέπνευσαν και στον κόσμο μερικά «φιλότιμα παπαδάκια», ώστε εκείνα να αποφασίσουν να ενδυθούν τον τρίχινο χιτώνα της αυταπάρνησης κατάσαρκα και να γίνουν άγιοι όπως ο παπα Νικόλας ο Πλανάς και ο παπα Δημήτρης ο Γκαγκαστάθης, που παρηγόρησαν, που στήριξαν και κράτησαν τους ανθρώπους έξω στον κόσμο. Με μια μόνον ευλογημένη συνήθεια, την πολύωρη αγρυπνία θεολόγησαν και κατήχησαν όσους δε θα κατηχούσανε ποτέ, σαράντα καράβια θεολόγοι με πτυχία.
Για λόγους ανεξερεύνητους ακόμα η επίσημη Εκκλησία πελαγοδρομεί ανερμάτιστη να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Έχει αφήσει τα ετοιμόλογα γκόλντεν μπόυς της Ορθοδοξίας, να φιγουράρουν σε αγρυπνίες μικρού μήκους, διαγκωνιζόμενοι ποιός θα προφτάσει το απατηλό όνειρο του Αρχιεράτικού θώκου. Συγκλονισμένη από το τσουνάμι της εκκοσμίκευσης, έχρισε για προεδρική φρουρά και για επίλεκτο σώμα, απαίδευτους δημοσιοσχετίστες της κακιάς ώρας, και τους επιβραβεύει με δήθεν αριστεία ανδρείας, κρατώντας τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Μόνο που οι ντε φάκτο άριστοι, στον πόλεμο της νύχτας καταγράφουνε ζημίες και απώλειες … ψυχών.
Είναι σκληρό και ανεξήγητο να ενοχλούν και να απαγορεύονται οι Αγιορείτικες αγρυπνίες στον κόσμο, αγρυπνίες που καθιερώθηκαν στη συνείδηση των πιστών σαν μια καλή συνήθεια, σαν μια ζώσα επιλογή σ’αυτό που λέμε κοσμικά νυχτερινή ζωή. Όσοι δεν ευτυχήσατε να γνωρίσετε τις αγιορείτικες αγρυπνίες στον κόσμο δε θα καταλάβετε τον πόνο της ψυχής που βιώνει μια τέτοια απώλεια. Στο τέλος πάντοτε έρχονται τα δάκρυα, μόνο που τα δάκρυα τούτη τη φορά να λογιστούνε δάκρυα παράκλησης και ελπίδας στην Υπεραγία Θεοτόκο για θαυματουργική αποκατάσταση της αδικίας.
Καλή Παναγιά σε όλους.
Κοσμίδης Ελευθέριος