«Όταν η πατρίδα σου διατρέχει κίνδυνο η σιωπή δεν είναι χρυσός, είναι κάρβουνο που μουντζουρώνει!».
Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα οι κυβερνήτες της δεν ενδιαφέρονται πως θα κυβερνήσουν αλλά ποια εικονική πραγματικότητα προβάλουν, δεν τους ενδιαφέρει αν υποφέρει ο κόσμος, αλλά ποια εντύπωση δίνουν στους τηλεθεατές των «θαυμάτων» τους, δεν τους ενδιαφέρει η υπεράσπιση των εθνικών θεμάτων, αλλά πως θα δώσουν την εντύπωση πως τα υπερασπίζονται, δεν τους ενδιαφέρει να πάει η χώρα μπροστά, αλλά το πώς θα υπηρετήσουν τους ξένους αφέντες τους στους οποίους παρέδωσαν με κυνικό τρόπο την εθνική κυριαρχία.
Κάθε φορά που φτάνουν σε μια επικίνδυνη «στροφή» και το όχημα θα απειλείται να πέσει στον γκρεμό, σοφίζονται κάτι εντυπωσιακό, κάτι που θα προβληθεί με όλα τα μέσα στα προδοτικά ΜΜΕ για να κλέψει την προσοχή του κόσμου και να τον πλανέψει έτσι ώστε να μην έχει καμία αίσθηση ότι κατρακυλά στο βάραθρο. Π.χ. η Αμφίπολη ήταν γνωστή εδώ και δεκαετίες, έπρεπε όμως τώρα να βγει στην επιφάνεια και στην δεδομένη συγκυρία για να απασχολήσει το ενδιαφέρον και την επικαιρότητα την ίδια ώρα που νέα σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα της στυγνής δικτατορίας που μας επιβλήθηκε από έξω, θα είναι σε διαδικασία υλοποίησης. Από την άλλη, μέσα σε ένα βράδυ για άλλη μια φορά ο τόπος αυτός «ξεγυμνώθηκε» στους ξένους ανθέλληνες τοκογλύφους που διέταξαν να αποσυρθεί αμέσως μια διάταξη για την αύξηση των δόσεων των χρεών του κόσμου προς το δημόσιο.
Ο ραγιαδισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα, τους κυβερνήτες της δεν τους ενδιαφέρει να πάει μπροστά ο τόπος αλλά… να μην ξεβιδωθούν οι βίδες που τους κρατούν σφιχτά βιδωμένους στις καρέκλες της εξουσίας. Πολλές από αυτές τις βίδες είναι μπηγμένες μέσα στους εγκεφάλους τους έτσι που πίστεψαν ότι οι καρέκλες αυτές είναι μέρος του σώματος τους, είναι μέρος της ίδιας τους της ύπαρξης, είναι ιδιοκτησία τους και τσιφλίκι τους. Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα η υπεράσπιση της ελληνικής ταυτότητας, η έπαρση της σημαίας, η αναφορά σε εθνικά θέματα, η προβολή της ορθόδοξης πίστης, είναι ειδεχθές έγκλημα, είναι καταδικασμένος ρατσισμός, είναι αποτρόπαια φρικιαστική πράξη, είναι αιτία για να απομονωθείς και να καταδικαστείς σε αφανισμό.
Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα όλες οι προσδοκίες, όλα τα οράματα, όλα τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή, για μια χώρα «σύγχρονη», «ευρωπαϊκή», «εξελιγμένη» και «προοδευτική», έχουν γίνει ο μεγαλύτερος δυνάστης της ίδιας της ύπαρξης της. Παντού το μικρόβιο της αλλοτρίωσης έχει μολύνει τον οργανισμό, έχει παραλύσει τα άκρα, έχει φθείρει τον εγκέφαλο, έχει αλλοτριώσει τους πολίτες, έχει καταστρέψει τις προοπτικές για καλύτερο αύριο, έχει μετατρέψει την ζωή τους σε ένα πόλεμο αριθμών που θυμίζουν τα νούμερα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως όταν οι τρόφιμοι τους το μόνο που ήξεραν ήταν με ποιον αριθμό θα τους ρίξουν στον θάλαμο αεριών. Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα, οι ποιμένες έχουν μεταλλαχτεί σε λύκους που τρώνε τα ίδια τους τα πρόβατα. Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα, οι καμπάνες είναι ηχορύπανση, η πρωινή προσευχή σε αυτό που ακόμα το λένε «σχολείο», είναι φασιστική πρακτική και ο εκκλησιασμός αναχρονιστική εκτροπή.
Στην Ελλάδα το εικοστού πρώτου αιώνα η «πρόοδος» και ο «εκσυγχρονισμός» είναι τα κοράκια που κατατρώνε τα σπλάχνα της και τώρα στέκονται από πάνω με βουλιμία για να της δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Συνεχίζουν το παιχνίδι της προδοσίας και σαν κύνεοι λακτίζουν για τα κατορθώματα τους. Ξέχασαν όμως μια ελληνική λέξη. Η νέμεσης είναι ελληνική και η ιστορία έχει δείξει πως όποτε η χώρα αυτή έφτανε στο τέλος, μια καινούργια αρχή κατατρόπωνε τους εχθρούς και τους προδότες της.
Αλήθεια στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα που βρίσκεται η θεραπεία για ένα άρρωστο ετοιμοθάνατο σώμα; Θα την ανιχνεύσουμε στην χώρα των εκπλήξεων, θα την αναζητήσουμε στην χώρα του απροσδόκητου, του θαύματος, στην Ελλάδα που τόσο μισήθηκε από τους «φίλους» και τους «συμμάχους» της. Μισήθηκε γιατί ακόμα εξακολουθεί να ζει, να αισθάνεται και να πιστεύει, γιατί εμφανίζει το «ζοφερό» φαινόμενο της αγιοσύνης, γιατί είναι η χώρα που ακόμα και μέσα σε επώδυνους σπασμούς, μπορεί και αναφωνεί την δόξα του Παντοδύναμου.
Νίκος Χειλαδάκης