Eκεινο τόν καιρό ἔπεσε φοβερο θανατικό στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ξαφνικά καί μέ φρικτό τρόπο.
Ἕνας φίλος τοῦ ὁσίου, πού λεγόταν Γρηγόριος, ἦρθε στό κελλί του καί τόν ρώτησε:
-Σέ παρακαλῶ, πάτερ, πές μου, πῶς ἔγινε καί μᾶς βρῆκε τοῦτο τό κακό;
-Ἦταν φυσικό, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ δίκαιος χωρίς δισταγμό. Πικραίνουμε τόσο πολύ τόν ἀθάνατο Θεό, παραβαίνοντας συνέχεια τό νόμο Του. Γι’ αὐτό μᾶς ἔστειλε τοῦτο τό δρεπάνι, πού μᾶς θερίζει. Εἶναι γραμμένο ὅτι «ἁμαρτία θάνατον κατεργάζεται»159. Νά, χθές εἶδα ἕναν ἄνδρα φοβερό, πού ἀπειλοῦσε τή γῆ καί τῆς ἔλεγε: ‟Ὅλους τούς ἀκόλστους πού ζοῦνε πάνω σου, ὅλους τούς μέθυσους καί τούς κοιλιόδουλους, ὅλους τούςφιλάργυρους καί τούς τοκογλύφους, ὅλους τούς ψεῦτες καί τούς συκοφάντες, μά προπαντός ὅλους τους σοδομίτες, πού δέν μετανοοῦν, ἐγώ θά τούς ἐξολοθρεύσω!....’’. Ἄν λοιπόν, παιδάκι μου, δέν εἴχαμε παροργίσει τόν Πλάστη καί προστάτη μας, δέν θά παθαίναμε ὅ,τι πάθαμε. Ἀλλά ποῦ ν’ ἀκούσεις καί πόσα ἄλλα χειρότερα εἷπε! Δέν θά τ’ ἀντέξεις... Ἀπείλησε πώς θά μᾶς θερίσει μέ δρεπάνι καί θά μᾶς περάσει ἀπό λεπίδι, γιατί δέν βλέπει νά ἔχουμε καθόλου μετάνοια, οὔτε τήν παραμικρή διόρθωση. Ἡ δοξασμένη Του Μητέρα στεκόταν δίπλα Του περίλυπη καί Τόν ἱκέτευε ν’ ἀναβάλει τήν τιμωρία. Τό ἴδιο κι ἕνας ἱεράρχης –δέν μπόρεσα νά καταλάβω ποιός, μόνο θυμᾶμαι πῶς ἦταν λευκότριχος καί λίγο φαλακρός. Ἀλλά μάταια ‟Μήπως ἐσεῖς εἶστε πιό σπλαχνικοί ἀπό μένα;’’., τοῦς ἔλεγε: ‟Μήπως πονᾶτε περισσότερο;.... Δέν βλέπετε τί κακό γίνεται; Ὅλοι σχεδόν περιφρονοῦν τόν ἅγιο νόμο μου! Κανείς δέν μέ σέβεται!’’....
-Πράγματι, πάτερ, εἶπε ὁ Γρηγόριος, ὁ λαός ἀποδεκατίστηκε. Οἱ πιό πολλοί βασανίζονται στό κρεββάτι τοῦ πόνου... Πές μου ὅμως πιά εἶναι ἡ κύρια αἰτία τοῦ θανατικοῦ αὐτου, ἀλλά καί ὅλων γενικά τῶν ἀσθενειῶν;
-Παιδί μου Γρηγόριε, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας, γι’ αὐτούς πού ἀρρωσταίνουν βαριά εἶναι γραμμένο τό «κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι»160, ἐνῶ γιά τούς ὑγιεῖς ἐναρέτους τό «ὁ ἰώμενος τοὺς συντεριμμένους τὴν καρδίαν»161. Ἀκοῦς; «...τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν»! Τούς ταπεινούς δηλαδή! Σκέψου, λοιπόν: Ἄν ὁ Θεός δέν λυπήθηκε οὔτε τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν μεγάλο φωστήρα, ἀλλά τοῦ ἔδωσε ἀρρώστια ἀγιάτρευτη, «ἄγγελον σατᾶν, ἵνα αὐτὸν κολαφίζῃ»162, κι ἔτσι νά μήν ὑπερηφανεύεται γιά τό πλῆθος τῶν ἀποκαλύψεων πού τοῦ ἔγιναν, πῶς δέν θά δώσει ἐξουσία στόν σατανά νά χτυπήσει μέ τήν ἀρρώστια κι ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς, ὥσπου νά γίνουμε ταπεινοί; Γιατί δέν φτάνει πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά τό παίρνουμε καί πάνω μας! Ἀλλά τί λέει ἡ Γραφή; Ὅτι «τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον του Θεοῦ»163.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.248-249)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004