.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Περὶ προσευχῆς. Καὶ περὶ γαστριμαργίας


Χ.Μ.Π.: Κάποια φορὰ εἶχα πάρει μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου στὸ Γέροντα Πορφύριο ἕνα Ἁγιορείτη μοναχό, πολὺ πνευματικὸ ἀσκητή. Ἡ συνομιλία τους, στὴν ὁποία ἤμουν κι ἐγὼ παρών, περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς. Ὁ μοναχὸς ρώτησε τὸ Γέροντα Πορφύριο πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Ὁ Γέροντας ρώτησε μὲ τὴ σειρά του τὸ μοναχὸ πῶς προσεύχεται ἐκεῖνος. Ὁ μοναχὸς τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ρώτησε κι ἐμένα πῶς προσεύχομαι. «Τὸ ἴδιο κι ἐγώ», τοῦ ἀπάντησα. Μᾶς εἶπε τότε ὁ Γέροντας: — Ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι καὶ λέω αὐτά, ποὺ λέτε κι ἐσεῖς, τοὺς δίνω περισσότερο χρῶμα. Λέω μία-μία λέξη, ἀργά-ἀργὰ καὶ τονίζω περισσότερο τὸ «ἐλέησόν με». Γιατί; Διότι καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο. Κι ὅταν συνομιλεῖς μαζί του, ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι δὲν μιλᾶς στὰ σύννεφα οὔτε σὲ μία ἀφηρημένη ἔννοια ἢ κατάσταση. Ὁμιλεῖς στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος σ’ ἀκούει. Καὶ συνέχισε: 
— Ὅταν μιλᾶς μὲ τὸν ἐπίγειο πατέρα σου, δὲν τοῦ λές, γιὰ παράδειγμα, μὲ ἄγριο καὶ ἐπιτακτικὸ τρόπο «πατέρα, δῶσε μου ἕνα χιλιάρικο», διότι αὐτὸ δὲν θ’ ἀρέσει στὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ «γιατί, παιδί μου, μιλᾶς μ’ αὐτὸ τὸ ὕφος;» 
Ἐνῶ, ἂν τὸ παιδὶ πεῖ μὲ ὡραῖο τρόπο «καλέ μου πατέρα, σὲ παρακαλῶ πολύ, δῶσε μου ἕνα χιλιάρικο, ποὺ τὸ χρειάζομαι», ὁ πατέρας θὰ πεῖ: «Γιατί, παιδί μου, νὰ σοῦ δώσω ἕνα μόνο χιλιάρικο, ἐσένα ποὺ εἶσαι τόσο καλὸ καὶ τόσο συνετὸ παιδί; Θὰ σοῦ δώσω πέντε χιλιάρικα». 
Κ. Ι.: Πολὺ ὡραῖο αὐτὸ τὸ παράδειγμα.
Χ.Μ.Π.: Ὁ Γέρων Πορφύριος συνέδεε τὸ θέμα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μὲ τὴγαστριμαργία καὶ τὴ λαιμαργία. Ἔλεγε δὲ πώς, ἂν ὁ ἄνθρωπος καταφέρει νὰ τρώει μὲ πρόγραμμα καὶ μὲ λογική, τότε ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει νὰ τοῦ συμπληρώσει ὅλες τὶς ἄλλες ἀτέλειες. Ἐξαιτίας τῆς λαιμαργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε, ὁ διάβολος τοῦ πῆρε τὴν ἐξουσία καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν παράδεισο. Κι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει ἀγώνα, γιὰ νὰ πάρει πίσω αὐτὴ τὴ χαμένη ἐξουσία. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου καί, μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου ἔγινε ὁ διάβολος. «Κάνε του, λοιπόν, ἄνθρωπε, πόλεμο νὰ πάρεις πίσω τὴν ἐξουσία, πού σοῦ πῆρε», μᾶς ἔλεγε.
Τὸν ρώτησα τότε:
— Τόσο σπουδαῖος, λοιπόν, εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς λαιμαργίας; Καὶ μοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: 
— Εἶναι τόσο σημαντικὸς ὁ ἀγώνας αὐτὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνήθιζαν, τὴν ὥρα ποὺ ἔφτιαχναν τὸ φαγητό τους, νὰ ρίχνουν μέσα κι ἕνα ποτήρι πικράδι, ὥστε νὰ μὴ νιώθουν τὴν παραμικρὴ ἡδονὴ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν. 
— Καὶ τί βγαίνει μ’ αὐτό, Γέροντα; 
— Τί βγαίνει; Ἄκουσε νὰ σοῦ ἐξηγήσω. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τέτοιο ἀγώνα, δὲν προλαμβάνει νὰ σηκώσει τὰ χέρια του στὴν προσευχὴ κι ἀμέσως κατεβαίνει ἡ χάρις καὶ κάθεται ἐπάνω του. 

Άγιος Πορφύριος
Γεροντικὸ τοῦ 20Έι αἰῶνος