.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Πρόσεχε σεαυτῷ».

Μια μέρα πού ὁ ὅσιος καθόταν στό κελλί του καί μελετοῦσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ἀναγγείλει τόν ξαφνικό καί πρόωρο θάνατο κάποιου παλιοῦ φίλου του. Γυρίζοντας, λέει, ἀπ’ τό κτῆμα του στήν πόλη, σωριάστηκε ἀκαριαῖα στό δρόμο νεκρός!
Ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ μακάριος, ἄρχισε νά καλίει καί νά ὀδύρεται γι’ αὐτόν, γιατί ἤξερε ὅτι ζοῦσε μέσα στίς ἁμαρτίες καί πέθανε ἀμετανόητος. Τοῦτο ἦταν πού τόν ἔθλιβε πιό πολύ.
Μέ τήν καρδιά γεμάτη ὀδύνη καί συντριβή, συλλογίστηκε καί τοῦ δικοῦ του θανάτου τήν ἄγνωστη ὥρα, καί βάλθηκε νά νουθετεῖ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, παρακινώντας τήν ψυχή σέ σκληρό ἀγώνα:
-Σ’ ἐξορκίζω, ψυχή μου, μπροστά στό Θεό τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, νά προχωρᾶς μέ σύνεση. Κι ἐσύ, αἰσχρό σῶμα, πρόσεχε! Νά βαδίζεις μέ σωφροσύνη. Σᾶς παρακαλῶ νά κάνετε πάντα πρόθυμα τό καλό, ἀλλιῶς θά σᾶς βασανίσω ὅπως ξέρω.... Ταλαίπωρε Νήφων, «βλέπε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖς»155. Κοίτα, καϋμένε, μή χαθοῦμε! Πρόσεχε, ἄθλιε, μήν πλανηθοῦμε! Σέ ἱκετεύω, περιφρόνησε τά ἐπίγεια. Τίποτα δέν ἔχουμ’ ἐμεῖς ἐδῶ στή γῆ. Ξένα εἶναι ὅλα, φθορά καί ἀπάτη, ὄνειρο καί σκιά, καπνός καί στάχτη.... Πρόσεχε, ψυχή μου! Τί θά κερδίσουμε ἀπό τόν κόσμο καί τά καλά του; Κοπριά εἶν’ ὁ πλοῦτος! Καπνός ἡ δόξα! Ἐκεῖνα πού θ’ ἀποκτήσει ἐδῶ κανείς, γίνονται δεσμά καί δίχτυα καί σκοινιά, πού τόν παγιδεύουν καί τόν σφίγγουν. Μή ζητᾶς ν’ ἀποκτήσεις λοιπόν γήινα ἀγαθά! .... Διῶξε μακριά σου τήν ἀλαζονεία, τήν ἔπαρση, τήν ὑπερηφάνεια. Μή σκεφτεῖς ποτέ πώς ἔκανες τάχα κανένα καλό. Νά θυμᾶσαι μόνο πώς ἁμάρτησες πολύ. Καί νά τό ξέρεις, δέν θά εἴχαμε ἐλπίδα σωτηρίας, ἄν δέν ἦταν τόσο μεγάλο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ... Γίνε, ταλαίπωρη ψυχή μου, «καινὴ κτίσις»156. Ντύσου μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Βάλε στήν καρδιά σου τή βαθειά εὐσπλαχνία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μά τόν ἑαυτό σου νά τόν κατηγορεῖς, νά τόν ταπεινώνεις καί νά τόν ἐξευτελίζεις. Μήν ξεχνᾶς ὅτι πενήντα χρόνια εἶσαι βυθισμένη στόν ἅδη, πενήντα χρόνια εἶσαι δεμένη μέσα στό βοῦρκο καί τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τί σοῦ μένει λοιπόν; Ἡ ἀναπόφευκτη αἰώνια κόλαση! Γιατί «εἰ ὁ μὲν δίκαιος μόλις σώζεται, ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ ποῦ φανούμεθα;»157.....
Ποτάμι ἔτρεχαν τά δάκρυα ἀπ’ τοῦ ὁσίου τά μάτια, καθώς μελετοῦσε τίς ἁμαρτίες του, τό θάνατο, τήν κόλαση...
-Νά, συνέχισε, ἔρχεται καί σ’ ἐμᾶς ὁ θάνατος! Ἔρχεται νά μᾶς ἁρπάξει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καί νά μᾶς ρίξει στή φωτιά! Ἄς προστρέξουμε λοιπόν ἀμέσως στή μετάνοια. Ἐλεεινό θά ’ναι τό τέλος μας, ἀναίσθητη ψυχή, κι ἐμεῖς κοιμόμαστε μακάρια! Ἄς ξυπνήσουμε, ἄς κουνηθοῦμε! Κοίτα, ὁ κόσμος φεύγει γοργά. Ἡ κρίση πλησιάζει. Γιά νά μήν καταδικαστοῦμε, δόλια μου ψυχή, δούλευε μ’ ὅλη σου τή δύναμη στήν ἀρετή. Πολλά θ’ ἀπολαύσουμε στόν οὐρανό, ἄν ἀγωνιστοῦμε τώρα. Πολλά ἀγαθά μᾶς ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ἐκεῖ, φτάνει νά πορευθοῦμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, τόν ἅγιο, τόν μακάριο... Τό τέλος, ψυχή μου, δέν θ’ ἀργήσει. Οἱ ἄγγελοι τοῦ Κυρίου περιμένουν, ἄν κάνουμε τά ἔργα Του, νά μᾶς πάρουν μέσα σέ ἡδονή ἀνείπωτη καί νά μᾶς φέρουν κοντά Του. Κι ἔπειτα... βασιλεία αἰώνια, στέμματα οὐράνια, χιτῶνες φωτεινοί, παλάτια θεϊκά, ἡ χαρά τῶν ἁγίων, ἡ δόξα τοῦ Πατρός, τό κάλλος τοῦ Υἱοῦ, ἡ τέρψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!.... Ὤ, τότε «καυχήσονται ὅσιοι ἐν δόξῃ, καὶ ἀγαλλιάσονται ἐπὶ τῶν κοιτῶν αὐτῶν»158! Ὅλ’ αὐτά νά συλλογιέσαι, ψυχή μου, καί νά κάνεις τό καλο, γιά νά γευθεῖς τή γλυκύτητα τῆς οὐράνιας εὐφροσύνης καί νά ζήσεις αἰώνια στοῦ παραδείσου τή μακαριότητα.
Αὐτά εἶπε στόν ἑαυτό του ὁ δίκαιος, καί ἀπό τότε ἄρχισε νά μνημονεύει στίς προσευχές του τό φίλο του, πού πέθανε ξαφνικά, γιά νά λυπηθεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τή δύστυχη ψυχή του.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος 
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.245-247)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004