.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Να αφεθούμε στην θεία πρόνοια...



Όποιος παρακολουθεί τις ευεργεσίες του Θεού, μαθαίνει να εξαρτά τον εαυτό του από την θεία πρόνοια. Νιώθει μετά σαν το μωρό στην κούνια, που, αν το αφήσει για λίγο η μητέρα του, αρχίζει να κλαίει, μέχρι να τρέξει πάλι κοντά του.

Αν αφεθεί κανείς στον Θεό, είναι μεγάλη υπόθεση. Όταν πρωτοπήγα στην Ιερά Μονή Στομίου, δεν είχα που να μείνω. Όλο το μοναστήρι ήταν γεμάτο μπάζα. Βρήκα μια γωνιά κοντά στην μάνδρα, έβαλα κάτι από πάνω, για να την σκεπάσω λίγο, και εκεί περνούσα τα βράδυα καθιστός, γιατί δεν χωρούσα να ξαπλώσω.

Μια μέρα ήρθε ένας γνωστός μου ιερομόναχος και μου λέει: «Καλά, πως μένεις εδώ;». «Γιατί, του λέω, οι κοσμικοί είχαν περισσότερα από μας; Όταν είπαν στον Κανάρη, τότε που ζήτησε δάνειο, “ δεν έχεις Πατρίδα”, εκείνος είπε: «Θα αποκτήσουμε Πατρίδα» . Αν κοσμικός άνθρωπος είχε τέτοια πίστη, εμείς να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό; Αφού η Παναγία οικονόμησε να βρεθώ εδώ, δεν θα φροντίση για το μοναστήρι της , όταν έρθει η ώρα;» .

Και πράγματι, πώς τα οικονόμησε σιγά-σιγά όλα η Παναγία! Θυμάμαι, όταν έρριχναν οι μάστορες το μπετόν ,για να φτιάξουν την πλάκα στα κελλιά που είχαν καή, δεν έφθασαν τα τσιμέντα. Υπολειπόταν το ένα τρίτο ,για να τελειώσει η πλάκα. Έρχονται οι μάστορες και μου λένε: «Τα τσιμέντα τελειώνουν. Να αραιώσουμε το μπετόν, για να φθάση για όλη την πλάκα» . «Όχι, τους λέω, συνεχίστε κανονικά» . Να φέρουμε άλλα δεν γινόταν, γιατί τα ζώα ήταν στον κάμπο. Έπρεπε να πάνε οι μάστορες δυο ώρες ως την Κόνιτσα και δυο ώρες ως τον κάμπο, στα χωράφια, για να βρουν ζώα. Πότε να πάνε, πότε να γυρίσουν. Ύστερα, οι άνθρωποι είχαν τις δουλειές τους. Δεν μπορούσαν να έρθουν άλλη μέρα. Βλέπω, είχαν ρίξει τα δυο τρίτα της πλάκας. Μπήκα στο εκκλησάκι και λέω: «Τι θα γίνει τώρα ,Παναγία μου; Σε παρακαλώ, βοήθησέ μας» . Μετά βγήκα έξω…

– Και τι έγινε , Γέροντα;

– Και η πλάκα τελείωσε και τα τσιμέντα περίσσεψαν!

– Οι μάστορες το κατάλαβαν;

– Πώς δεν το κατάλαβαν. Είναι μερικές φορές πολύ μεγάλη η βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας!

Όσιος Παϊσιος